Το τελευταίο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα θεωρείται ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα εκτός ότι απειλείται από την αναμενόμενη δημογραφική γήρανση είναι και ιδιαίτερα γενναιόδωρο και ως εκ τούτου το μέλλον του να προδιαγράφεται ως μη βιώσιμο. Η θεώρηση αυτή αναφέρεται στο επίπεδο της συνταξιοδοτικής παροχής που, όπως υποστηρίζεται, βασίζεται στον υψηλότερο συντελεστή αναπλήρωσης στην Ευρώπη (77% περίπου) καθώς και στον υψηλότερο συντελεστή της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το 95% των συντάξεων προέρχεται από το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Κατά συνέπεια εφόσον, κατά την θεώρηση αυτή, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας είναι γενναιόδωρο και μακροχρόνια μη βιώσιμο εκτιμάται ότι θα προκαλέσει σημαντική επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, δεδομένου και της αρνητικής μεταβολής της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους από 2,03 το 2025 σε 1,49 το 2070 λόγω της δημογραφικής γήρανσης. Όμως «το παράδοξο» με το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας μας είναι ότι ενώ έχει τον μεγαλύτερο συντελεστή αναπλήρωσης(77%) (Διάγραμμα 1) και την 4η υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη (13,9% του ΑΕΠ) (12,7% μέσος όρος των Ε.Ε.-27), το ποσό της μέσης σύνταξης είναι μικρότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27, υπερβαίνοντας μόνο τις βαλκανικές χώρες και τα ανατολικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Διάγραμμα 2).

«Το παράδοξο» αυτό συνεχίζει να αντικατοπτρίζεται και στο γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει από τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας του πληθυσμού άνω των 65 ετών στην Ε.Ε.-27 (Διάγραμμα 3).

Όμως ακόμα πιο «παράδοξο» είναι το γεγονός ότι ενώ η συνταξιοδοτική δαπάνη έχει αυξηθεί από το 2021 μέχρι το 2024 κατά 11,4%, από τα 29,6 δις ευρώ(2021) σε 33 δις ευρώ(2024), αναμένοντας να διαμορφωθεί σε 34,3 δις το 2025, το ποσοστό φτώχειας των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, αυξήθηκε από 22,5% το 2021 σε 23,3% το 2024. Ποσοστό το οποίο είναι κατά 13,6% αυξημένο ακόμα και από αυτό της περιόδου 2013-2018 που κυμαίνονταν σε 20,5% (Διάγραμμα 4).

Με άλλα λόγια αναδεικνύεται ότι ενώ η Ελλάδα έχει την μεγαλύτερη συνταξιοδοτική δαπάνη και το υψηλότερο ποσοστό συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ε.Ε.-27, ταυτόχρονα έχει το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, ποσοστό το οποίο εκτός από την Βουλγαρία είναι το υψηλότερο από άλλες χώρες των Βαλκανίων και των ανατολικών χωρών από τις οποίες διαθέτει υψηλότερο επίπεδο μέσης σύνταξης.
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ο ρόλος της Εθνικής Σύνταξης για την προστασία της φτώχειας των συνταξιούχων δεδομένου ότι εάν δεν υπήρχε η Εθνική Σύνταξη τότε ο δείκτης φτώχειας από 23,3% θα αυξάνονταν σε 32,3% αφού η μέση σύνταξη θα ήταν μόλις 600 ευρώ (μεικτά). Το γεγονός αυτό αναδεικνύει το υψηλό κόστος ζωής στην Ελλάδα και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός διαβρώνει τα εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη τόσο των συνταξιούχων, όσο και όλων των πολιτών.
Κατά συνέπεια, «το παράδοξο» αυτό που παρατηρείται με τις συντάξεις στην Ελλάδα οφείλεται στο γεγονός των χαμηλών μισθών οι οποίοι σε πραγματικές τιμές (τιμές αγοραστικής δύναμης) είναι κατά 22% χαμηλότεροι από το μέσο επίπεδο του 2009 (1.450 ευρώ το 2009 και 1.345 ευρώ το 2024). Πράγματι, η παρατήρηση των στοιχείων του Διαγράμματος 4, μας οδηγεί στην διαπίστωση ότι το ποσοστό φτώχειας των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 23,9% το 2024 (23,3%) σε σχέση με το 2009 (18,8%), ποσοστό το οποίο είναι ίδιο με τη διαφορά του επιπέδου των τιμών.
Άρα, το μέσο επίπεδο των μισθών το 2024 θα έπρεπε να είναι 1.795 ευρώ και όχι 1.345 ευρώ, που βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο, λόγω της εσωτερικής υποτίμησης που συντελέστηκε κατά την περίοδο των μνημονίων. Το χειρότερο όμως είναι ότι για να επανέλθει το μέσο επίπεδο των μισθών στο επίπεδο του 2009 σε πραγματικούς όρους, ακόμα και με 2,5% ετήσιο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης στην χώρα μας απαιτούνται εννέα έτη, δηλαδή μέχρι το 2034. Τούτων δοθέντων, το κεντρικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση μας είναι ότι οι επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης των μνημονίων στην Ελλάδα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης θα διαρκέσουν 25 έτη, δηλαδή όσο μια ολόκληρη γενιά. Και αυτό θεωρώντας ότι καθόλη αυτή τη περίοδο θα επιτυγχάνεται μια μέση ετήσια πραγματική ανάπτυξη της τάξης του 2,5% μέχρι το 2034.
Επομένως τίθεται το ερώτημα: είναι εφικτό να συμβεί αυτό χωρίς τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (λήγει στο τέλος του 2026), όταν τα τελευταία έτη με τους συγκεκριμένους πόρους έχει επιτευχθεί στην χώρα μας μία αύξηση της πραγματικής ανάπτυξη της τάξης του 2,1% – 2,3%;























![Έκπτωση φόρου για δαπάνες που αφορούν λήψη υπηρεσιών για ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων [Μέρος Β]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2023/09/exoikonomo.jpg)














