Παρά το γεγονός ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει μια πτωτική πορεία ως ποσοστό του ΑΕΠ, εντούτοις παραμένει το υψηλότερο σε όλη την Ευρώπη, κάτι που ενέχει κινδύνους, κάτι που εντοπίζει και η Κομισιόν στην έκθεσή της για τη μεταπρογραμματική εποπτεία της Ελλάδα. Και αυτό συμβαίνει παρά τη συνεχιζόμενη πτώση, κάτι που κατέγραψε και η ανάλυση της Scope, η οποία δημοσιοποιήθηκε χθες. , καθότι πρόκειται για ένα τεράστιο μέγεθος, το οποίο παραμένει πέριξ των 360 δισ. ευρώ!
Αν και οι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι θεωρούνται χαμηλοί, οι μεσοπρόθεσμοι παραμένουν υψηλοί, λόγω της μεγάλης διάρκειας των δανειακών υποχρεώσεων, των μελλοντικών αποπληρωμών προς ESM και EFSF, αλλά και της ευαισθησίας της οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Όπως προκύπτει, σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Οι μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι παραμένουν υψηλοί».
Είναι βέβαιο ότι η παραπάνω παρατήρηση σχετίζεται με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Κι αυτό διότι υπάρχουν πολλά ερωτήματα (και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) σε σχέση με το τι θα συμβεί στο ελληνικό ΑΕΠ, μετά το πέρας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τι «βλέπουν» οι αναλυτές
Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν πως οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της διαφύλαξης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της αποτελεσματικής απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων.
Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού χρέους, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swap), οι οποίες έχουν «κλειδώσει» τα ιστορικώς χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών.
Ωστόσο, τα υφιστάμενα θετικά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς.
Τι αναφέρει ο προϋπολογισμός
Πάντως, η μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ θα συνεχιστεί. Όπως καταγράφει ο προϋπολογισμός του 2026 που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει για έκτο συνεχόμενο έτος τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 140%, με την πρόβλεψη να διαμορφώνεται σε 138,2%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Ειδικότερα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 362.800 εκατ. ευρώ ή 145,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 έναντι 364.965 εκατ. ευρώ ή 154,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2024. Το 2026 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 359.300 εκατ. ευρώ ή 138,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2025.
Το επόμενο όριο
Ως εκ τούτου, η μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους θα περάσει κάτω από ένα ακόμη ψυχολογικό όριο, καθότι στο τέλος του επόμενου χρόνου αναμένεται να «πέσει» στο ίδιο επίπεδο με την έναρξη της μνημονιακής κρίσης στην Ελλάδα. Μετά από αυτό το ορόσημο θα είναι η πτώση κάτω από το 100% του ελληνικού ΑΕΠ, κάτι το οποίο τοποθετείται πλέον στο 2033 με 2034. Άλλωστε, η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους είναι θετική ακόμη και στην περίπτωση που η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη κινηθεί στη περιοχή του 0,4%-0,8%, σύμφωνα με το πιο ακραίο σενάριο.
Η πρόωρη αποπληρωμή
Παράλληλα, σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού το ελληνικό Δημόσιο αναμένεται να αποπληρώσει το ποσό των 5,287 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσό το οποίο θα κατευθυνθεί στα ευρωπαϊκά δάνεια του GLF, τα οποία έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, με την αναλογική αποπληρωμή δανείων που λήγουν κατά τα έτη 2033 – 2039 και με την πλήρη αποπληρωμή των δανείων που λήγουν κατά τα έτη 2040 και 2041.


































