Τα πρόδρομα σημάδια, ίδια με εκείνα της δεκαετίας του 2000, τα οποία σηματοδότησαν το τέλος του πέμπτου ανοδικού κύκλου που είχε αρχίσει δειλά από το 1994 και την έναρξη του νέου καθοδικού κύκλου που διήρκεσε έως το 2020, γίνονται ολοένα σήμερα, το 2025, πιο έντονα και προειδοποιούν, αλλά ματαίως, για σκάσιμο νέας, μετά από εκείνη του 2009, «φούσκας»! Διότι, όπως και κατά τη δεκαετία του 2000, καθώς τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, η ανοχύρωτη ελληνική οικονομία είναι ευάλωτη ακόμα και την παραμικρή εσωτερική ή διεθνή κρίση!
Τα πρόδρομα αυτά σημάδια είχα παρουσιάσει σε άρθρο μου στην εφημερίδα «Παρόν της Κυριακής» (2 Νοεμβρίου 2008), δηλαδή πολύ πριν από τις εκλογές του 2009, με την επισήμανση ότι «η χώρα μας βρίσκεται στη δίνη ενός νέου καθοδικού οικονομικού κύκλου» και ότι «ήδη, οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία διαγράφονται δυσμενείς και οι επιπτώσεις θα είναι οδυνηρές πάλι για τους εργατοϋπαλλήλους, τους φορολογουμένους, τους καταναλωτές και τους επενδυτές».
Τότε, προς αφύπνιση των τότε υπνωττόντων ή εγκληματικώς αδρανούντων (οι περισσότεροι είναι και σήμερα!!!) από τη γνωστή νανουριστική ιαχή «Λεφτά Υπάρχουν», είχα παρουσιάσει στο παραπάνω άρθρο μου τους παράγοντες που απειλούσαν τη χώρα με νέα οικονομική κρίση. Οι παράγοντες αυτοί ήταν, όπως και σήμερα, οι αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον, οι οποίες συνεχώς γίνονται και σήμερα ολοένα και πιο έντονες, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες δυσμενείς προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Τράπεζας της Ελλάδος. Τότε, οι αβεβαιότητες αυτές χαρακτηρίζονταν «υψηλές» και η ύφεση «συγχρονισμένη», όπως ήταν και στη διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης (1973 – 1994), αλλά τα παθήματα εν Ελλάδι ουδέποτε γίνονται μαθήματα.

Η άλλη, αληθινή πλευρά, των εκθέσεων διεθνών οργανισμών
Μολονότι και στις πρόσφατες εκθέσεις των παραπάνω διεθνών οργανισμών και της Τράπεζας της Ελλάδος προτάσσονται, με τη γνωστή μόνιμη διπλωματική γλώσσα (κάνει περισσότερο κακό από καλό στη χώρα, καθώς γινόταν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις και ιδιαίτερα από τη σημερινή επικοινωνιακό φλάμπουρο, αντί τάχιστης υλοποίησης των συστάσεων και προτάσεων πολιτικής!), επικές διαπιστώσεις για θετικές εξελίξεις, υψηλή ανάπτυξη, «συνετή δημοσιονομική πολιτική», «μεταρρυθμίσεις» κλπ, στη συνέχεια όλες οι προβλέψεις, οι διαπιστώσεις, οι προειδοποιήσεις και οι συστάσεις και των σημερινών εκθέσεων των διεθνών οργανισμών και της Τράπεζας της Ελλάδος μού θυμίζουν συνεχώς τις ίδιες εκείνες της δεκαετίας του 2000. Παραθέτω εν συντομία μερικές πρόσφατες για το 2025!
Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Προκλήσεις και κίνδυνοι. Μετά τη γνωστή διπλωματική γλώσσα για «θετικές προοπτικές», η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνει ορισμένες προκλήσεις που απαιτούν προσοχή: Η ελληνική οικονομία παραμένει εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους, καθώς μια παρατεταμένη άνοδος γεωπολιτικής ή εμπορικής αβεβαιότητας, καθώς και υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εξαγωγές ιδίως στον τουρισμό και να περιορίσουν την επενδυτική δραστηριότητα. Παράλληλα, η ισχυρή ζήτηση και η σφιχτή αγορά εργασίας διατηρούν πληθωριστικές πιέσεις, ενώ η προβλεπόμενη αύξηση των τιμών ενέργειας ενδέχεται να επιβραδύνει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Δομικές αδυναμίες, όπως τα κενά δεξιοτήτων και τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής, κυρίως των γυναικών, εξακολουθούν να επιβαρύνουν την αγορά εργασίας. Η υψηλή εξάρτηση των επενδύσεων από εισαγόμενα αγαθά περιορίζει τη διάχυση των οφελών στην εγχώρια οικονομία, ενώ οι νέες επεκτατικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις πιέζουν το πρωτογενές αποτέλεσμα. Το 2027 προβλέπεται επίσης αύξηση της δαπάνης για τόκους, επιβαρύνοντας το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο.
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «Η Ελλάδα χρωστάει πολλά!». Πέρα από τη συνεχιζόμενη γεωπολιτική αστάθεια, την παραμονή των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα και τη χλιαρή δυναμική του παγκόσμιου εμπορίου, παρουσιάζει, πάλι με την ίδια διπλωματική γλώσσα θετική εικόνα (για «ανθεκτικότητα», για μονοψήφια ανεργία κλπ) με ένα μεγαλοπρεπές «ωστόσο» σε κάθε αντίστοιχο «θετικό» οικονομικό μέγεθος, όπως:
-Ανεργία: «Ωστόσο, παρά την πρόοδο, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρωζώνη».
-Επίμονος ο πληθωρισμός: «Ωστόσο, οι πιέσεις στην αγοραστική δύναμη των πολιτών θα συνεχίσουν να υφίστανται, κυρίως λόγω της αστάθειας στις διεθνείς τιμές ενέργειας και των αυξημένων μισθολογικών απαιτήσεων».
-«Αγκάθι» το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Ανησυχητική εμφανίζεται η αρνητική εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η οποία , πέρα από δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, αντανακλά μια διαρθρωτική ανισορροπία της εθνικής οικονομίας. Η Ελλάδα εισάγει περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες από όσα εξάγει.
-«Οφειλέτες»: «Τα Μνημόνια τέλειωσαν, η Ελλάδα όμως παραμένει μια χώρα που χρωστάει πολλά»
Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ): Εκκωφαντικά «καμπανάκια». Στην αρχή, με την ίδια διπλωματική γλώσσα, προβάλλει μιαν εικόνα δυναμικής ανάκαμψης, ωστόσο, συνεχίζει, η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, χρόνιες παθογένειες της αγοράς εργασίας, έλλειμμα παραγωγικότητας και καλείται να επιταχύνει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλίσει μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, αξιοποιώντας σημαντικούς πόρους από την ΕΕ. Κυρίως, τα «καμπανάκια» αφορούν τα ακόλουθα βασικά μεγέθη:
– Δημόσιο χρέος: Επικίνδυνα υψηλό. «Παρότι το χρέος μειώνεται, παραμένει σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα, ενώ δημιουργεί κινδύνους μεσοπρόθεσμα, καθώς η γήρανση του πληθυσμού και η κλιματική αλλαγή προσθέτουν μελλοντικές πιέσεις στις δαπάνες»
-Προβλήματα στην αγοράς εργασίας: «Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού φτάνουν στο ιστορικά υψηλότερο σημείο με το παράδοξο η Ελλάδα να αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία (9,1% το 2026) αλλά ταυτόχρονα και σημαντικές ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό»
– Χαμηλή -παραγωγικότητα – περιορισμένη ανταγωνιστικότητα: «Η χαμηλή παραγωγικότητα συνεχίζει να περιορίζει την ανταγωνιστικότητα και το βιοτικό επίπεδο», προειδοποιώντας ακόμα ότι «εάν η αύξηση των μισθών ξεπεράσει συστηματικά τα κέρδη παραγωγικότητας, αυτό θα μπορούσε να αποδυναμώσει περαιτέρω τις εξαγωγές».
Τράπεζα της Ελλάδος: Κίνδυνοι, αβεβαιότητες, διαρθρωτικά προβλήματα. Μετά τις θετικές διαπιστώσεις για ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης με «βασικότερη συνιστώσα της μεγέθυνσης αναμένεται να είναι η κατανάλωση, ενώ οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλουν θετικά», την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού κλπ, στο τέλος παρουσιάζει, όπως έκανε πάντα και στη δεκαετία του 2000 η Κεντρική Τράπεζα, τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες, οι οποίοι, κατά την Τράπεζα της Ελλάδος «για την ανάπτυξη είναι κυρίως καθοδικοί», τη μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις, τον χαμηλότερο του αναμενόμενου ρυθμό απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τη βραδύτερη του αναμενόμενου υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, με δυσμενείς επιδράσεις στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας κλπ.
Στη συνέχεια παρουσιάζει, όπως συνεχώς και στη δεκαετία του 2000, τις προκλήσεις και προβαίνει, όπως συνεχώς και επιμόνως (αλλά ματαίως) σε συστάσεις, τονίζοντας ότι «το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα πιο αβέβαιο, με εντεινόμενες προκλήσεις, συνεχείς ανατροπές και οξυνόμενες γεωπολιτικές εντάσεις».

Πρόβλεψη για υπερδεκαετή διάρκεια της κρίσης του 2008!
Επίσης, όπως επεσήμαινα τότε, ο νέος καθοδικός οικονομικός κύκλος θα χαρακτηριζόταν από ύφεση, επιβράδυνση ή δραματική συρρίκνωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, πτώση των μετοχικών αξιών, αύξηση της ανεργίας, νέα απειλή του πληθωρισμού και μείωση του πραγματικού εισοδήματος. Όσον αφορά στη διάρκειά του, σ΄ αντίθεση με την τρόικα και το ΟΟΣΑ, που πρόβλεπαν σύντομη έξοδο της χώρας από την κρίση, σε όλες τις αναλύσεις μου επέμενα, όπως προκύπτει από τα βιβλία μου, τις αναλύσεις μου και σε συζητήσεις μου σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές) ότι περάσει τα… δέκα χρόνια, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις! Όντως, ο καθοδικός αυτός κύκλος έκλεισε το 2020 με τον τρανταχτό (λόγω του αδιόρθωτου, δίκην μωράς παρθένου, πολιτικού συστήματος) γδούπο της ύφεσης που κατέρριψε όλα τα προηγούμενα αρνητικά ρεκόρ!)
Κι ενώ ο εναγής, λόγω των μνημονίων και της καταθλιπτικής επιβάρυνσης της σημερινής και των επόμενων γενεών από τη χιονοστιβάδα του χρέους, αυτός καθοδικός, έπρεπε να είχε γίνει, επιτέλους, μάθημα για θωράκιση της χώρας και της οικονομίας από κρίσεις, συνεχίστηκε η ίδια πολιτική της δεκαετίας του 2000 και της μνημονιακής περιόδου από τους ίδιους σχεδόν που την προκάλεσαν και την ξαναπροκαλούν! Είναι απίστευτη η διαπίστωση ότι και οι περισσότεροι σημερινοί διαχειριστές και αντιπολιτευόμενοί τους είναι οι ίδιοι πριν από την κρίση, κατά την κρίση και μετά την κρίση!!!
Ο σημερινός ανοδικός «κεκαλλωπισμένος» κι αυτός κύκλος ίσως θα έχει τη μικρότερη διάρκεια στην παγκόσμια οικονομική ιστορία
Έτσι, αν, ο μη γένοιτο, σκάσει και η νέα «φούσκα», τότε ο σημερινός, μετά το 2020, «κεκαλλωπισμένος» κι αυτός ανοδικός κύκλος θα έχει τη μικρότερη διάρκεια μετά το 1816! Σημειώνω ότι από την εμπειρία των τεσσάρων καθοδικών κύκλων στην παγκόσμια οικονομία και, φυσικά, στην ελληνική μετά το 1816 προκύπτει (βλέπε πίνακα 1) ότι, με εξαίρεση τον πρώτο καθοδικό κύκλο (1816 – 1847), η διάρκειά τους είναι περίπου 20 ετών (1879 – 1896, 1920 – 1945 και 1973 – 1994).
Καταλαβαίνουμε τη «φούσκα», όταν σκάσει κι όχι όταν τη … «φουσκώνουμε» περιχαρείς!
Κι όταν «σκάσει» η νέα «φούσκα» θα καταλάβουμε όλοι (πλην των κομμάτων ίσως) ότι και η νέα οικονομική κρίση θα αποκαλύψει τα γνωστά προβλήματα: έντονες διαρθρωτικές αδυναμίες, σπάταλη διαχείριση των εθνικών πόρων, των φορολογικών εσόδων, των δανειακών κεφαλαίων και των κοινοτικών πόρων για αλλότριες σκοπιμότητες (για την ενίσχυση τάχα του κοινωνικού κράτους, για τη βελτίωση τάχα του βιοτικού επιπέδου, για την ενίσχυση τάχα της ανάπτυξης), μόνιμη (πραγματική κι όχι εικονική) δημοσιονομική κρίση, μόνιμες πληθωριστικές πιέσεις, υψηλή ανεργία, μόνιμο υψηλό ποσοστό φτώχειας, μόνιμα χαλαρή κοινωνική συνοχή, μόνιμη εισοδηματική ανισότητα, ουραγοί σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας, «επενδυτικό» και «παραγωγικό κενό», δυσκολία κατάρτισης ενός ρεαλιστικού προγράμματος σταθεροποίησης της οικονομίας εξαιτίας του κομματικού ανταγωνισμού, της χαλαρής κοινωνικής συνοχής και του μείζονος ελλείμματος ενημέρωσης των πολιτών για τα πραγματικά προβλήματα της οικονομίας και τα μόνιμα οφέλη από ένα ορθολογικό πρόγραμμα σταθεροποίησης, απουσία πραγματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε «άρρωστους» τομείς της οικονομίας (κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, παιδεία, ατελής ανταγωνισμός των αγορών, χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλή ανταγωνιστικότητα) από τον φόβο του πολιτικού κόστους από τις εκρηκτικές πολιτικές, κομματικές και κοινωνικές αντιδράσεις κυρίως βολεμένων αντίδραση που, αν αποφασισθούν ή προωθηθούν, θα προκαλέσουν εκρηκτικές πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις και εξ αυτού λόγου απουσία ισχυρής πολιτικής βούλησης και αναγκαίας κομματικής και κοινωνικής συναίνεσης. Δύσκολα πράγματα…
Ολέθρια και η σημερινή περίοδος, όπως εκείνη 2000-2007!
Προφανώς, ύστερα από όλα αυτά οι αναγνώστες μου θα ανυπομονούν να μάθουν ποια είναι σήμερα τα πρόδρομα αυτά σημάδια, που προοιωνίζονται νέα κρίση ή νέο οικονομικό καθοδικό κύκλο και που συνειρμικά παραπέμπουν στα αντίστοιχα ολέθρια της δεκαετίας του 2000. Μολονότι, όλα αυτά τα προβλήματα έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένως και συνεχώς από τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» θα προσπαθήσω σχηματικά να παρουσιάσω εκείνα της δεκαετίας του 2000 με παραλληλισμό τους με τα αντίστοιχα σημερινά:
-Στη δεκαετία του 2000, η ιδιωτική κατανάλωση, ενισχυμένη από την άνοδο των εισοδημάτων, όπως πανηγυρίζει και η σημερινή κυβέρνηση, αποτέλεσαν ουσιαστικά την κινητήρια δύναμη για την ταχεία άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο 2000-2007, ενώ η συμβολή των λοιπών παραγόντων (επενδύσεις – εξαγωγές) ήταν συγκριτικά μικρότερη (όπως και σήμερα!), λόγω του μεγαλοπρεπούς «επενδυτικού» και «παραγωγικού κενού» Βλέπε πίνακες 2 και 3.
-Στη δεκαετία του 2000, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης οδήγησε σε σημαντική διεύρυνση της συμμετοχής του εμπορίου στη συνολική προστιθέμενη αξία, αλλά μεγάλο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων αφορούσε εισαγόμενα καταναλωτικά και διαρκή καταναλωτικά αγαθά, γεγονός που αντανακλούσε σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την καταναλωτική συμπεριφορά.
-Στη δεκαετία του 2000, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί —ποιοτικά και ποσοτικά— στην εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης, το κενό καλύφθηκε από εισαγωγές, οι οποίες σταδιακά διεύρυναν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε μη διατηρήσιμα επίπεδα (όπως και σήμερα). Βλέπε πάλι πίνακες 2 και 3.
-Στη δεκαετία του 2000, ταυτόχρονα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκαν σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας (όπως και σήμερα)
-Στη δεκαετία του 2000, αποτέλεσμα αυτών των αδυναμιών της οικονομικής πολιτικής ήταν η συνεχής αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο στην οκταετία έως και το 2007 διογκώθηκε κατά 112,9 δις. ευρώ, παρά τις εξαιρετικά ευνοϊκές για τη μείωσή του συνθήκες που επικράτησαν αυτήν την περίοδο, όπως και σήμερα (η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ υπερέβαινε το 4% ετησίως κατά μέσον όρο και του ονομαστικού το 8%, τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου ήταν ιδιαιτέρως χαμηλά και μειώνονταν έως και το 2007, καταγράφονταν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έως και το 2002), όπως και σήμερα.:
-Στη δεκαετία του 2000, τα προβλήματα αυτά συγκαλύπτονταν, όπως και σήμερα («ισχυρή» «δυναμική» ανάπτυξη», είναι η επωδός!), προσωρινά από την ταχεία άνοδο του ΑΕΠ, η οποία ποτέ δεν είναι δεδομένη ότι θα διατηρηθεί επ αόριστον (βλέπε 2020!)
-Στη δεκαετία του 2000, στο κοινωνικό επίπεδο, η συνεχής βελτίωση των εισοδημάτων και η ευχερέστερη πρόσβαση σε επιδόματα και παροχές επηρέασα (όπως και σήμερα) καθοριστικά την καταναλωτική συμπεριφορά. Η ταχεία άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης επέδρασε θετικά στην πορεία του ΑΕΠ, περιόρισε όμως την εγχώρια αποταμίευση και επιβάρυνε υπέρμετρα το εξωτερικό ισοζύγιο.
-Στη δεκαετία του 2000, παράλληλα, η κοινωνία εξακολούθησε, όπως και σήμερα (με την επίκληση από όλο το πολικό σύστημα της πονοψυχίας για τα … εκατομμύρια των «ευάλωτων» γενικώς), να εναποθέτει συνεχώς και καθημερινώς ελπίδες και προσδοκίες στο κράτος. Η συλλογική αντίληψη ότι το κράτος πρέπει να φροντίζει για όλα (προμαχούντος ολόκληρου του πολιτικού συστήματος για ψηφοθηρικούς κι όχι εθνικούς και κοινωνικούς λόγους!) συνέχισε να επιβιώνει και μετά την ένταξη στο ευρώ, περιορίζοντας την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία και την ανάληψη ευθυνών.
-Στη δεκαετία του 2000, προβληματική (και μάλιστα σε χείρονα εξέλιξη σήμερα) παρέμεινε και η σχέση της κοινωνίας με τους θεσμούς, οι οποίοι δεν θεωρήθηκαν ως η αυτονόητη βάση και κατευθυντήρια γραμμή πρακτικών και συμπεριφορών. Έτσι, όπως και σήμερα, όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά και πιθανώς εντάθηκαν φαινόμενα όπως η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή, η αυθαίρετη δόμηση και η διαφθορά, τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στις αρνητικές εξελίξεις.
-Στη δεκαετία του 2000, οι ίδιοι (σημερινοί) προσδιοριστικοί παράγοντες του πληθωρισμού, ο ρόλος της εξέλιξης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η επίμονα θετική διαφορά των ρυθμών πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ, οι ρυθμοί ανόδου της παραγωγικότητας και η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας κόστους- τιμών αποτελούσαν μόνιμο αντικείμενο ανάλυσης και των τότε των εκθέσεων, όπως το θέμα των μισθολογικών αυξήσεων, η φτώχεια, η ανισότητα και η αποτελεσματικότητα (σήμερα ακόμα χειρότερα!), οι συνθήκες ανταγωνισμού στις αγορές, οι μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, οι αναποτελεσματικές εισροές πόρων από τα ταμεία της ΕΕ και οι προοπτικές τους, οι μισθολογικές, οι απογοητευτικές αναδιανεμητικές επιδράσεις της έμμεσης φορολογίας και του πληθωρισμού ,οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και μεταξύ ανδρών και η συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά και οι εξελίξεις ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα και την παραγωγικότητα, οι οποίες συνολικά σχεδόν είναι και σήμερα όχι μόνο απογοητευτικές, αλλά και δυσοίωνες για το αύριον, το οποίον «ουκ έσσετ΄άμεινον». (βλέπε πίνακα 4)
Μελαγχολικό συμπέρασμα
Είναι, λοιπόν σαφές, αλλά ακατάλληλον, καθώς καταδεικνύεται κι από τη σημερινή εξαετή διακυβέρνηση της χώρας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι η οικονομία ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη, όπως και σήμερα, σε τυχόν δυσμενείς εξελίξεις. Είναι, επίσης, σαφές ότι η οικονομία δεν διέθετε, όπως και σήμερα κι ας λένε τα αντίθετα, τον απαραίτητο δυναμισμό ούτε το θεσμικό εξοπλισμό για να αντιμετωπίσει, με εφαρμογή της απαιτούμενης πολιτικής, μια αιφνίδια επιδείνωση των μακροοικονομικών δεδομένων.







































