Η Ελλάδα και το 2025 εξακολουθεί να καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ιδιωτικών πληρωμών υγείας στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σχεδόν ένα στα δέκα νοικοκυριά αντιμετωπίζει «ασήκωτα» έξοδα υγείας, δηλαδή δαπάνες που απειλούν τη σταθερότητα του οικογενειακού προϋπολογισμού. Για κάθε 100 ευρώ που δαπανώνται συνολικά για υπηρεσίες υγείας, τα 34 ευρώ προέρχονται απευθείας από την τσέπη των πολιτών, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου που κινείται γύρω στο 15%.
Η επιβάρυνση δεν κατανέμεται ομοιόμορφα. Το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών έχει τριπλάσια πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπο με τέτοια δαπάνη σε σχέση με το πλουσιότερο 20%. Οι πληρωμές για φάρμακα, διαγνωστικές εξετάσεις και βασικές εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες αποτελούν τον κύριο λόγο για τον οποίο η καθολικότητα του συστήματος υγείας δοκιμάζεται στην πράξη, παρά τη θεσμική του κατοχύρωση.
Παρά το γεγονός ότι οι συνολικές δαπάνες υγείας αυξήθηκαν κατά 5% – 6% την περίοδο 2024–2025, η άνοδος αυτή προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον ιδιωτικό τομέα. Οι δημόσιες δαπάνες παραμένουν σταθερά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 7% με αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερες υπηρεσίες, από την πρωτοβάθμια φροντίδα έως τη νοσηλεία, να χρηματοδοτούνται άμεσα από τους πολίτες. Η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των νοικοκυριών στη δαπάνη υγείας.
Αθέατη ανισότητα στην πρόσβαση
Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, μια ιδιαίτερα κρίσιμη διάσταση όπως είναι η πρόσβαση στη ψυχική υγεία, παραμένει λιγότερο ορατή. Η European Psychiatric Association καταγράφει ότι η Ελλάδα εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη ανισότητας στην Ευρώπη στις ανεκπλήρωτες ανάγκες ψυχικής φροντίδας. Ο λόγος ανάμεσα σε χαμηλά και υψηλά εισοδήματα φτάνει το 23,8, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος βρίσκεται στο 6,2.
Το 38% των πολιτών με χαμηλό εισόδημα δηλώνει ότι δεν μπορεί να καλύψει το κόστος ψυχικής φροντίδας, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε. Παράλληλα, ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι οι ψυχικές διαταραχές έχουν οικονομικό αποτύπωμα στο ΑΕΠ έως και 4% ετησίως, εξαιτίας της χαμένης παραγωγικότητας και των αυξημένων δαπανών. Στην Ελλάδα, μεγάλο μέρος αυτού του κόστους δεν εμφανίζεται σε δημοσιονομικούς πίνακες, αλλά επιβαρύνει άμεσα τα νοικοκυριά.
Οι γεωγραφικές ανισότητες εντείνουν την ανισορροπία. Η πρόσβαση σε γιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας και σε οργανωμένες δομές ψυχικής υγείας διαφέρει αισθητά ανά περιφέρεια, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού να βασίζεται αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα. Ο τελευταίος καλύπτει πλέον πάνω από το 60% των εξωνοσοκομειακών δαπανών, διαμορφώνοντας μια παράλληλη πραγματικότητα. Από τη μία ταχύτερη και ποιοτικότερη φροντίδα για όσους έχουν οικονομική δυνατότητα και από την άλλη αναμονή και περιορισμένη πρόσβαση για όσους δεν μπορούν να πληρώσουν.
Η οικονομική διάσταση
Η συζήτηση για τις δαπάνες υγείας συχνά εστιάζει στο δημοσιονομικό κόστος, ωστόσο η υγεία αποτελεί παραγωγικό συντελεστή και η ανεπαρκής πρόσβαση έχει άμεσες συνέπειες στην οικονομία. Τα νοικοκυριά που δαπανούν υπερβολικά ποσά για φάρμακα ή εξετάσεις μειώνουν την κατανάλωση σε άλλους τομείς, περιορίζουν την αποταμίευση και αναβάλλουν μικρές επενδύσεις, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα.
Την ίδια στιγμή, το υψηλό ποσοστό ιδιωτικής δαπάνης λειτουργεί ως υποκατάστατο για ανεπάρκειες του δημόσιου συστήματος. Το βάρος μετακυλίεται έτσι από τον κρατικό προϋπολογισμό στα νοικοκυριά, και από τα νοικοκυριά στη συνολική ανάπτυξη. Η υποχρηματοδότηση δεν είναι μόνο κοινωνικό πρόβλημα· αποτελεί επίσης εμπόδιο στη μακροχρόνια παραγωγικότητα και στην ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα έλλειμμα που δεν εμφανίζεται άμεσα στους προϋπολογισμούς. Ένα σύστημα που παραμένει τυπικά καθολικό, αλλά στην πράξη λειτουργεί με όρους εισοδηματικών κριτηρίων. Με αυτά τα δεδομένα, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι πόσο κοστίζει η υγεία στο κράτος, αλλά πόσο κοστίζει η έλλειψη πρόσβασης στους πολίτες και τελικά στην ίδια την οικονομία.






































