Η πρόωρη αποπληρωμή 5,29 δισ. ευρώ από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου εγκρίθηκε από τον ESM και τον EFSF ως η τρίτη κατά σειρά πρόωρη εξόφληση του ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για μια καθαρά τεχνική κίνηση χρέους, που “καθαρίζει” ένα ακόμη τμήμα των παλαιών υποχρεώσεων και επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα έχει μετακινηθεί οριστικά σε μια στρατηγική ενεργητικής διαχείρισης του χρέους.
Με το δημόσιο χρέος να παραμένει στο 146% του ΑΕΠ, η μείωση του ακριβότερου κομματιού του και η βελτίωση της διάρκειας και του κόστους εξυπηρέτησης θεωρούνται σημαντικά βήματα για ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.
Το θετικό αποτύπωμα αυτής της κίνησης γίνεται ακόμα πιο σαφές αν αναλογιστεί κανείς ότι η σταθερή αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου, με αποδόσεις στο 10ετές κοντά στο 3,4%, συμπαρασύρει χαμηλότερα και το κόστος χρηματοδότησης επιχειρήσεων και τραπεζών.
Πίσω όμως από την τεχνική συζήτηση για την αποπληρωμή του χρέους, προκύπτει ένα κρίσιμο μακροοικονομικό ερώτημα, σχετικά με το αν στερείται κεφάλαια η πραγματική οικονομία.
Μια σειρά ελληνικών εταιρειών πραγματοποίησε το 2024 – 2025 εκδόσεις ομολόγων με κουπόνια που κινούνται στο 3,7–4,5%, επίπεδα αισθητά χαμηλότερα από την περίοδο της ενεργειακής κρίσης του 2022.
Η πρόωρη αποπληρωμή των δανείων λειτουργεί ως πρόσθετο σήμα αξιοπιστίας, μειώνοντας το ασφάλιστρο κινδύνου και επιτρέποντας σε μεγάλες επιχειρήσεις να δανείζονται φθηνότερα, είτε για επενδυτικά σχέδια είτε για αναχρηματοδότηση παλαιότερου χρέους. Το όφελος ενισχύεται από την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα σε έργα πράσινης μετάβασης, logistics και υποδομών, που αντλούν ήδη κεφάλαια από τις αγορές με καλύτερους όρους.
Πίσω όμως από την τεχνική συζήτηση για την αποπληρωμή του χρέους, προκύπτει ένα κρίσιμο μακροοικονομικό ερώτημα, σχετικά με το αν στερείται κεφάλαια η πραγματική οικονομία. Το ερώτημα προκύπτει όταν 5,29 δισ. ευρώ από το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο και το κρίσιμο cash buffer κατευθύνονται στην εξόφληση χρέους και οχι για δημόσιες επενδύσεις ή κοινωνικές πολιτικές;
Το ταμειακό απόθεμα της χώρας, που παραμένει γύρω στα 35 – 37 δισ. ευρώ, δεν αποτελεί ανεξάντλητη δεξαμενή, ειδικά σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας και αυξανόμενων κλιματικών, κοινωνικών και επενδυτικών αναγκών.
Με το Ταμείο Ανάκαμψης να βαδίζει προς την ολοκλήρωσή του το 2026 – 2027 και τις εθνικές δημόσιες επενδύσεις να επιστρέφουν σε χαμηλότερες ταχύτητες, κάθε δαπάνη μεγάλου μεγέθους από το cash buffer μετατρέπεται αυτόματα σε θέμα προτεραιοτήτων.
Το ερώτημα για τον δημοσιονομικό χώρο
Η πρόωρη αποπληρωμή του χρέους μειώνει το κόστος εξυπηρέτησης και αλλάζει τη σύνθεση του προς το καλύτερο. Τα δάνεια του πρώτου μνημονίου φέρουν υψηλότερο επιτόκιο από τα δάνεια του ESM/EFSF και μικρότερη μέση διάρκεια, επομένως η εξόφλησή τους βελτιώνει σημαντικά το προφίλ αποπληρωμών μέχρι το 2030 – 2040. Η κίνηση ενισχύει επίσης τον μηχανισμό εμπιστοσύνης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, οι οποίοι εξακολουθούν να παρακολουθούν στενά την επίδοση της Ελλάδας, στο μέτωπο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και τη σταθερή επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Παράλληλα, λειτουργεί ως σήμα σταθερότητας για τις αγορές, σε μια περίοδο όπου τα επιτόκια παραμένουν υψηλότερα και την ΕΚΤ να διατηρεί συγκρατημένη στάση απέναντι στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Παρά τα θετικά αυτά στοιχεία, η κίνηση αναπόφευκτα αναζωπυρώνει το παλαιό αλλά ουσιαστικό ερώτημα της ελληνικής οικονομίας, αναφορικά με την ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και στον αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Σε ένα περιβάλλον όπου οι ανάγκες για επενδύσεις σε υποδομές, στέγαση, υγεία και πράσινη μετάβαση αυξάνονται, η χρήση σημαντικών πόρων για πρόωρες αποπληρωμές μεταφέρει την πίεση στο μελλοντικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
Η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά ακόμα χαμηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα και με υψηλό επενδυτικό κενό, που δεν μπορεί να καλυφθεί αποκλειστικά από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η επιλογή της πρόωρης αποπληρωμής, αν και ορθολογική σε όρους χρέους, ενδέχεται να περιορίσει την αναπτυξιακή δυναμική των επόμενων ετών, ειδικά εάν δεν υπάρξει ενίσχυση των δημόσιων δαπανών.
Το δίλημμα επενδύσεις ή επιπλέον αποπληρωμές
Η επόμενη τετραετία είναι καθοριστική. Το Ταμείο Ανάκαμψης θα ολοκληρωθεί, αφήνοντας κενό που θα πρέπει να καλυφθεί από εγχώριες επενδύσεις και από μια νέα γενιά πολιτικών παραγωγικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η συζήτηση για τη χρήση του cash buffer αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Κάθε δισεκατομμύριο που κατευθύνεται στην πρόωρη αποπληρωμή χρέους είναι ένα δισεκατομμύριο λιγότερο διαθέσιμο για έργα υποδομής, αύξηση δημόσιων επενδύσεων, χρηματοδότηση πράσινων μεταβάσεων ή κοινωνικών προγραμμάτων.
Η δημοσιονομική πειθαρχία παραμένει αναγκαία και η αξιοπιστία έχει πραγματικό κόστος όταν χαθεί. Ωστόσο, η ανάπτυξη δεν μπορεί να στηριχθεί στη διαρκή συρρίκνωση του χρέους αν δεν συνοδεύεται από αύξηση της παραγωγικότητας και επέκταση του επενδυτικού αποτυπώματος. Η Ελλάδα βρίσκεται έτσι σε ένα σημείο όπου οι στρατηγικές επιλογές πρέπει να σταθμίσουν όχι μόνο τι μειώνει το χρέος πιο αποτελεσματικά, αλλά και τι ενισχύει πιο ουσιαστικά την προοπτική της οικονομίας.




































![Ελευθέριος Βενιζέλος: «Πέταξε» η επιβατική κίνηση – Άνοδος 6,6% το 11μηνο [πίνακες]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/12/ot_touristas_aerodromio-1024x600-1.jpg)
