Ο προϋπολογισμός του 2026 έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία καλείται να κινηθεί σε ένα ιδιαίτερα λεπτό σημείο ισορροπίας.
Από τη μία πλευρά θα πρέπει να διατηρήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα που κέρδισε με κόπο των πολιτών κατά τα χρόνια της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα να ανταποκριθεί σε ένα περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας, υψηλών γεωπολιτικών κινδύνων και επίμονων πληθωριστικών πιέσεων.
Παρά τις θετικές προβλέψεις για ανάπτυξη και τις ενδείξεις ότι τα δημόσια οικονομικά παραμένουν σε τροχιά προόδου, η σύνταξη του προϋπολογισμού συνοδεύεται από μια σειρά προκλήσεων.
Η ανάπτυξη μοιάζει εφικτή, όμως η παραγωγικότητα, η αγοραστική δύναμη και η απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης θα καθορίσουν αν αυτά τα νούμερα θα μεταφραστούν σε ουσιαστική πρόοδο των οικονομικών δεικτών και του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Προϋπολογισμός 2026: Οι προκλήσεις
Ο Προϋπολογισμός του 2026 αποτελεί μια κρίσιμη οικονομική και πολιτική άσκηση για την ελληνική οικονομία, καθώς πρέπει να συνδυάσει σταθερότητα, ανάπτυξη και κοινωνική στήριξη μέσα σε ένα διεθνώς αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον. Το οικονομικό επιτελείο προβλέπει για την επόμενη χρονιά ανάπτυξη 2,4%, πληθωρισμό 2,2% και υψηλή άνοδο επενδύσεων, όμως οι προκλήσεις παραμένουν ουσιαστικές και δομικές.
Η κυβέρνηση προβάλλει ρυθμό ανάπτυξης 2,4% για το 2026, έναντι περίπου 2,2% για το 2025. Πρόκειται για ρυθμό υψηλότερο του μέσου όρου της Ευρωζώνης και δείχνει ότι η Ελλάδα προσδοκά να κινηθεί ταχύτερα από πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες. Business Daily
Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται σε σημαντικές υποθέσεις:
-αυξημένες επενδύσεις, της τάξης του 10,2% το 2026 έναντι περίπου 5,7% το 2025·
-ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της εγχώριας ζήτησης,
-αξιοποίηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης
Τι συμβαίνει με τις επενδύσεις
Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων αναμένεται να αυξηθεί από 4,5% το 2024 σε 5,7% το 2025 και σε 10,2% το 2026, καθ’ όσον σε συνδυασμό με τη δυναμική που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, αναμένεται να υλοποιηθεί ένα σημαντικά διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων το 2026, με πόρους ύψους 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025. Η ανωτέρω αύξηση των επενδύσεων είναι πολλαπλάσια αυτής του μέσου όρου της Ευρωζώνης, που εκτιμάται σε 2,2% για το 2025 και σε 2,5% για το 2026, μειώνοντας περαιτέρω το παραγωγικό κενό. Σε αυτό το πλαίσιο ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 16,4% το 2025 σε 17,7% το 2026. Ωστόσο, αυτό μένει να αποδειχθεί.
Μένει να φανεί το τι θα γίνει κατά την επόμενη χρονιά, με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να θέτει διψήφιο ποσοστό στις επενδύσεις της επόμενης χρονιάς.
Το ζήτημα είναι πως οι επιδόσεις της κυβέρνησης, η οποία έχει πολυδιαφημίσει την προσπάθειά της στον σημαντικό αυτόν τομέα δείχνουν να υπολείπονται των πραγματικών αναγκών, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν «πιάνουν» τους στόχους που οι ίδιοι θέτουν.
Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2026, η αύξηση των επενδύσεων προβλέπεται να αγγίξει το 5,7% το 2025, όταν κατά τη διάρκεια της κατάρτισης του προϋπολογισμού του 2025, ο πήχης είχε τεθεί στο 8,4%!
Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα για το 2024. Εκείνη τη χρονιά, η πρόβλεψη άγγιζε το 15,1% και το τελικό αποτέλεσμα έφτασε το 4,5%, όπως ενημερωνόμαστε από τον προϋπολογισμό για την επόμενη χρονιά, ο οποίος κατατέθηκε πριν από λίγες ημέρες στη Βουλή.
Ουσιαστικά η πραγματοποίηση ήταν υποτριπλάσια του αρχικού στόχου, δείγμα της αλλοπρόσαλλης πρόβλεψης του οικονομικού επιτελείου της ελληνικής κυβέρνησης
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και το 2023. Ο προϋπολογισμός της χρονιάς αυτής προέβλεπε επενδύσεις (Ακαθάριστος Σχηματισμός Παγίου Κεφαλαίου) στο 15,5% και το τελικό «σκορ» έφτασε μόλις στο 6,6%, όπως έδειξε ο προϋπολογισμός του 2025.
Τι θα γίνει μετά το Ταμείο Ανάκαμψης
Μεγάλος προβληματισμός επικρατεί σε αρκετούς οικονομικούς αναλυτές αναφορικά με το τι μέλλει γενέσθαι σχετικά με την άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ, ιδίως μετά το πέρας του Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Άλλωστε, σημάδια κόπωσης διαπιστώνει το ΙΟΒΕ στην αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, με τον γενικό διευθυντή του, καθηγητή Νίκο Βέττα να χτυπά προειδοποιητικό καμπανάκι ότι υπάρχει κίνδυνος ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να κινηθεί την επόμενη 5ετία σταδιακά προς το 1%. Και αυτό σχετίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό με το ότι η ισχύς του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να ολοκληρωθεί κατά την επόμενη χρονιά.
Βασικό ζητούμενο στην έκθεση του ΙΟΒΕ, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα αποτελεί το πώς θα μπορέσουν να ενισχυθούν οι επενδύσεις, «ιδίως μετά τη λήξη της περιόδου του Ταμείου Ανάκαμψης». Αξίζει δε να σημειωθεί ότι την αύξηση των επενδύσεων, είχε θέσει στην ομιλία του, κατά την τελετή προς τιμήν του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Επίσης, ερώτημα παραμένει και το εάν η Ελλάδα θα μπορέσει να απορροφήσει όλα τα κονδύλια, το οποία δικαιούται.
Η ακρίβεια δείχνει τα…δόντια της
Η ακρίβεια συνεχίζει να δείχνει τα δόντια της. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2026. Ο ρυθμός αύξησης του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το 2026 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,2%. Μεγάλες είναι οι ανατιμήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το καταναλωτικό κοινό στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση να δείχνει παντελώς ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση, για αυτό και ο πληθωρισμός παραμένει στις…επάλξεις.
Τόσο τα τρόφιμα όσο και η στέγαση παραμένουν οι βασικοί επιβαρυντικοί παράγοντες για τα νοικοκυριά στην Ελλάδα, μετά από περίπου 4,5 χρόνια ακρίβειας στη χώρα μας. Το παραπάνω δεν είναι μόνο διαισθητικό, αλλά καταγράφεται και από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα οποία δείχνουν την ανοδική πορεία των τιμών από τον Μάιο του 2021, οπότε και ξεκίνησαν οι πληθωριστικές πιέσεις μέχρι και τον Νοέμβριο του 2025
Με βάση επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε ΟΤ, η κατηγορία «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» ανατιμήθηκε κατά 34,38% από τον Μάιο του 2021 μέχρι τον Νοέμβριο του 2025, οπότε και υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μάιος του 2021 ήταν ο πρώτος μήνας πληθωρισμού, καθώς επικράτησε εν γένει αποπληθωρισμός μέσα στην πανδημία.
Από κοντά ακολούθησε και η κατηγορία «Ένδυση και Υπόδηση» με ποσοστό 31,31%, κάτι που δικαιολογεί τη μεγάλη στροφή των καταναλωτών προς μεταχειρισμένα είδη.
Ζήτημα υπάρχει και με την αγοραστική δύναμη των πολιτών, εξαιτίας της τεράστιας ακρίβειας. Πρόσφατη μελέτη της Eurobank αποκαλύπτει ότι τα ελληνικά εισοδήματα παραμένουν κατά 14,8% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2010, παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει συμπιεστεί, καθώς οι αυξήσεις των μισθών δεν ακολουθούν τον ρυθμό αύξησης των τιμών.
«Πέφτει» η ανεργία αλλά…
Το ποσοστό ανεργίας, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό ήδη από το 2025, προβλέπεται να βελτιωθεί περαιτέρω το 2026 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, διαμορφούμενο σε 8,6% βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το οποίο αντιστοιχεί στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 2008. Ωστόσο, παραμένει υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Παράλληλα, ο καθαρός μέσος μηνιαίος μισθός, προσαρμοσμένος στο κόστος ζωής, αν και έχει αυξηθεί, παραμένει σημαντικά χαμηλότερος σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ. Η περαιτέρω ενίσχυση των πραγματικών μισθών, σε συνδυασμό με βελτίωση της παραγωγικότητας, θα ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για την οικονομία συνολικά, τονίζει η έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου.
Πέρα από την υψηλή ανεργία, και άλλα μακροοικονομικά μεγέθη αναδεικνύουν τις διαρθρωτικές προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας: το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η χαμηλή παραγωγικότητα και τα περιορισμένα ποσοστά αποταμίευσης. Παρά την αύξηση επενδύσεων και την εκτίναξη ορισμένων δεικτών, η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., ιδιαίτερα σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων και την τεχνολογική εισαγωγή.



































