Πολυετής στασιμότητα καταγράφεται στον τομέα των πιστωτικών καρτών, παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λανσάρουν συνεχώς νέες προσφορές και ενισχύουν τα κίνητρα για την αξιοποίησή τους στις καθημερινές και όχι μόνο συναλλαγές των πελατών τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ανοίγματα των νοικοκυριών μέσω του συγκεκριμένου τύπου χρηματοδότησης βρίσκονται σήμερα σε χαμηλότερα επίπεδα ακόμη και από την εποχή πριν την εισαγωγή του ευρώ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα υπόλοιπα από κάρτες της κατηγορίας διαμορφώθηκαν στο τέλος του περασμένου Οκτωβρίου στα 2,26 δισ. ευρώ.
Συμπληρώθηκαν με τον τρόπο αυτό 5 συνεχή έτη διατήρησής τους κάτω από τη ζώνη των 2,5 δισ. ευρώ.
Από την άνοδο στην πτώση
Υπενθυμίζεται ότι κατά την κυκλοφορία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος στην Ελλάδα, οι ιδιώτες χρωστούσαν στις τράπεζες μέσω πιστωτικών καρτών 3,7 δισ. ευρώ περίπου.
Στα χρόνια υπερανάπτυξης της λιανικής τραπεζικής που ακολούθησαν έφτασαν μέχρι και την περιοχή των 10 δισ. ευρώ, τέλη 2008 – αρχές 2009.
Πρόκειται για μία εξέλιξη που αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στα χαλαρά κριτήρια πιστοληπτικής αξιολόγησης που εφάρμοζαν εκείνη την εποχή οι τράπεζες, αλλά και στην καταναλωτική κουλτούρα που αναπτύχθηκε στις τάξεις των ιδιωτών.
Ειδικότερα, οι καταναλωτές βρήκαν την ευκαιρία να ικανοποιήσουν κατά βάση ελαστικές ανάγκες τους, με την ανάληψη χρεών που όταν ξέσπασε η κρίση, δεν ήταν σε θέση ή δεν ήθελαν να αποπληρώσουν.
Τα υψηλά επιτόκια των πιστωτικών καρτών, πάνω από 15% στις περισσότερες περιπτώσεις, επιδείνωσαν το πρόβλημα, καθώς αύξησαν περαιτέρω τις οφειλές με μεγάλη ταχύτητα.
Οι ρυθμίσεις
Σε πρώτο χρόνο έγινε προσπάθεια από τις τράπεζες για αναδιάρθρωση των σχετικών ανοιγμάτων μέσω τοκοχρεολυτικών δανείων.
Αυτή η εσωτερική μεταφορά στην καταναλωτική πίστη, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση των κριτηρίων στις νέες χορηγήσεις και το κούρεμα των υφιστάμενων ορίων στις ενεργές κάρτες, έφεραν την πρώτη αποκλιμάκωση των μεγεθών.
Έτσι, μέχρι και το 2015 τα υπόλοιπα της κατηγορίας είχαν υποχωρήσει στα 5 δισ. ευρώ.
Το μεγάλο ξεκαθάρισμα έγινε όμως τη τριετία 2019 – 2021, μέσω του προγράμματος εξυγίανσης που έτρεξαν οι 4 συστημικοί όμιλοι.
Μέσω αυτού αποενοποίησαν το σύνολο σχεδόν των κόκκινων ανοιγμάτων από πιστωτικές κάρτες, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπά τους να πέσουν από τις αρχές του 2021 κάτω από 2,3 δισ. ευρώ, όπου και παραμένουν έως σήμερα.
Οι λόγοι της στασιμότητας
Τραπεζικές πηγές επισημαίνουν πως «σε αντίθεση με τη δεκαετία του 2000, οι πιστωτικές κάρτες δεν αξιοποιούνται πλέον ως μέσο δανεισμού μεγάλης διάρκειας».
Όπως λένε, «η πλειονότητα των κατόχων τους τις χρησιμοποιεί ως συναλλακτικό εργαλείο, εκμεταλλευόμενη την άτοκη περίοδο χάριτος έως και 50 ημέρες που προσφέρουν, αλλά και τη δυνατότητα αγορών με άτοκες δόσεις».
Κατά τους ίδιους κύκλους, «δεν βλέπουμε σήμερα συνήθεις πρακτικές του παρελθόντος, όπου οι πελάτες μας άδειαζαν με ταχύτητα τα πιστωτικά τους όρια και στη συνέχεια αποπλήρωναν τις οφειλές με την ελάχιστη καταβολή, οδηγώντας τα χρέη τους σε ολοένα και υψηλότερα επίπεδα».
Είναι όμως τα σημερινά μεγέθη της αγοράς τα βέλτιστα για τον κλάδο; «Σε καμία περίπτωση», απαντά διευθυντής καρτών συστημικού ομίλου».
Όπως εξηγεί, αυτήν τη στιγμή οι τράπεζες μετά από μία περίοδο εσωστρέφειας διεκδικούν την αύξηση του αριθμού των πιστωτικών καρτών, χωρίς την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου.
Οι προσφορές
Στο πλαίσιο αυτό, προσφέρουν δώρα καλωσορίσματος, ενώ έχουν διευρύνει τα προνόμια που εξασφαλίζουν οι πελάτες τους όταν τις χρησιμοποιούν, κατά βάση μέσω προγραμμάτων επιβράβευσης που τα συνοδεύουν.
Μέσω αυτών, ο κάτοχος της κάρτας κερδίζει ένα ποσοστό της αξίας των συναλλαγών που πραγματοποιεί, συνήθως 1% – 2% για βασικές ανάγκες.
Η συγκεκριμένη ανταμοιβή μπορεί στη συνέχεια να αξιοποιηθεί για επόμενες αγορές, στις οποίες ο πελάτης πληρώνει λιγότερο ή και καθόλου.
Στόχο αυτής της πολιτικής, σημειώνει σχετικά η ίδια πηγή, «δεν είναι τόσο η δημιουργία χρεών για την εξασφάλιση εσόδων από τόκους, αλλά για την είσπραξη των προμηθειών που επιβάλλονται στα συγκεκριμένα προϊόντα, όπως η ετήσια συνδρομή».
Η προσπάθεια αυτή έχει αποφέρει καρπούς τα τελευταία χρόνια. Από το χαμηλό των 2,5 εκατ. στο τέλος του 2019, ο αριθμός των πιστωτικών καρτών είχε αυξηθεί στο τέλος του α΄ εξαμήνου 2025 σε 3,24 εκατ.




































