Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2026 σε μια περίοδο όπου η ισορροπία ανάμεσα στη δημοσιονομική σταθερότητα και τη διατηρήσιμη ανάπτυξη αποκτά καθοριστική σημασία.
Το κεντρικό ερώτημα είναι κατά πόσο η χώρα μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμούς υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χωρίς να υπονομεύσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη μείωση του χρέους και την ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής.
Οι προοπτικές του 2026 διαμορφώνονται από ένα σύνθετο μείγμα εξωτερικών αβεβαιοτήτων και εσωτερικών δυνατοτήτων, το οποίο θα καθορίσει την πορεία της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Στο διεθνές περιβάλλον, οι προκλήσεις παραμένουν έντονες. Η ευρωζώνη ανακάμπτει με αργούς ρυθμούς, εξαιτίας της υποτονικής εξωτερικής ζήτησης και της συνεχιζόμενης γεωπολιτικής αστάθειας. Η σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ δημιουργεί ένα πιο προβλέψιμο πλαίσιο για επενδύσεις, αλλά τα επιτόκια παραμένουν σημαντικά υψηλότερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, αυξάνοντας το κόστος χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και κράτη.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι αγορές τείνουν να επιβραβεύουν χώρες με ισχυρή επενδυτική δυναμική, σταθερό δημοσιονομικό προσανατολισμό και αξιοπιστία στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται πλέον σε αυτή την ομάδα, ωστόσο η διατήρηση αυτής της θέσης απαιτεί συνέπεια και επιτάχυνση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο που εφαρμόζεται από το 2025. Οι νέοι κανόνες μετατοπίζουν το επίκεντρο στον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό, με το όριο αύξησης των καθαρών δαπανών να λειτουργεί ως το βασικό εργαλείο διασφάλισης δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Για την Ελλάδα, αυτό συνεπάγεται ότι ο προγραμματισμός έως το 2028 πρέπει να διασφαλίζει τη σταδιακή και αξιόπιστη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους, χωρίς να περιορίσει τις αναγκαίες δημόσιες επενδύσεις ή την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Η σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ την τελευταία πενταετία έχει ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές – ένα πλεονέκτημα που πρέπει να θωρακιστεί.
Η βασική εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2026 διαμορφώνεται γύρω στο 2%, με εύρος αβεβαιότητας που αντανακλά τόσο εξωτερικούς όσο και εγχώριους κινδύνους. Οι επενδύσεις, ιδίως μέσω της ολοκλήρωσης έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, και η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να λειτουργήσουν ως οι βασικοί μοχλοί της οικονομικής δραστηριότητας. Η ενίσχυση της συμμετοχής γυναικών και νέων στην αγορά εργασίας, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος μπορούν να μετατοπίσουν την ανάπτυξη προς το άνω άκρο του εύρους.
Αντίθετα, η υποτονική εξωτερική ζήτηση, η γεωπολιτική αβεβαιότητα και τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων θα μπορούσαν να ανακόψουν τη θετική προοπτική. Η επιμονή του πληθωρισμού, τροφοδοτούμενη από το αυξανόμενο κόστος υπηρεσιών και στέγασης, αποτελεί σαφή προειδοποίηση ότι οι πληθωριστικές πιέσεις δεν έχουν ακόμη εκτονωθεί.
Πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς κατοικιών με διευρυμένα φορολογικά κίνητρα και χρηματοδότηση ανακαίνισης κενών ακινήτων μπορούν να ανακόψουν την άνοδο των ενοικίων και να δώσουν ανάσα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Κρίσιμος παράγοντας για το 2026 είναι η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν ενισχύσει τους ισολογισμούς τους, έχουν μειώσει δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και διαθέτουν πλέον επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα. Ωστόσο, η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις πρέπει να ενισχυθεί, ώστε να στηριχθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας.
Παράλληλα, απαιτείται ανάπτυξη συμπληρωματικών χρηματοδοτικών εργαλείων – ιδίως για καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διάχυση της τεχνολογίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Στην αγορά εργασίας, η εικόνα παραμένει θετική. Η απασχόληση έχει ενισχυθεί σημαντικά και οι μισθοί αυξάνονται με ρυθμό που αντικατοπτρίζει την ανάγκη για ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να περιορίζουν τις μακροχρόνιες προοπτικές. Το παραγωγικό μοντέλο παραμένει έντασης εργασίας και χαμηλής-μεσαίας παραγωγικότητας. Το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι στην πλειονότητά του πολύ μικρό, γεγονός που περιορίζει την αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας και, ως εκ τούτου, την παραγωγικότητα και τους μισθούς. Τα στοιχεία της Eurostat για το 2023 είναι ενδεικτικά: επιχειρήσεις έως 50 εργαζομένους απασχολούν το 69,5% των εργαζομένων αλλά παράγουν μόλις το 41% της προστιθέμενης αξίας, ενώ οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις – άνω των 50 εργαζομένων – απασχολούν το 30,5% του ανθρώπινου δυναμικού αλλά παράγουν το 59% της προστιθέμενης αξίας.
Το χάσμα αυτό αποτυπώνει τις αναξιοποίητες οικονομίες κλίμακος και τις δυνατότητες για αύξηση της παραγωγικότητας, εφόσον υπάρξει διεύρυνση του επιχειρηματικού μεγέθους και ώθηση στη συγκέντρωση και τις συνέργειες.
Η μεταποίηση, η βιομηχανία, οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική – κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας και εξωστρέφειας – προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες για δυναμική ανάπτυξη, ιδίως τη στιγμή που η Ελλάδα αναβαθμίζεται ως μεταφορικός και ενεργειακός κόμβος στη ΝΑ Ευρώπη.
Το 2026 μπορεί να αποτελέσει έτος σταθερής και ποιοτικής ανάπτυξης για την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί η δημοσιονομική υπευθυνότητα, θα επιταχυνθεί η υλοποίηση των επενδύσεων και θα συνεχιστεί με συνέπεια η μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει τη θετική συγκυρία και να συνεχίσει την ανοδική της πορεία.
Το ζητούμενο είναι η συνέπεια, η προσοχή στους κινδύνους και η σταθερή δέσμευση σε μια στρατηγική παραγωγικού μετασχηματισμού με ορίζοντα δεκαετίας.
Ο κ. Γιάννης Τσουκαλάς είναι επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή και καθηγητής Οικονομικών στο Adam Smith Business School Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ





































