Οι συνέπειες της πανδημίας έχουν αλλάξει σχεδόν κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα, την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο αναδεικνύοντας τα μεγάλα διαρθρωτικά μειονεκτήματα του αναπτυξιακού υποδείγματος της οικονομίας, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία αλλά και τα συμπεράσματα του τελευταίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων (Απρίλιος 2021) του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.

Συμπυκνώνοντας τα συμπεράσματα του Δελτίου, θα ξεχωρίζαμε την αύξηση της πραγματικής ανεργίας σε σχέση με την «επίσημη» στατιστική καταγραφή της, τη μείωση του εισοδήματος των μισθωτών και του μέσου μισθού, αλλά και το δίπολο της τεράστιας μείωσης των ωρών εργασίας για μεγάλα τμήματα εργαζομένων από τη μια και την αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης για ένα μικρό τμήμα εργαζομένων που απασχολούνται σε κλάδους όπως εμπόριο κ.α.

Μεταβολές σε ποσοστό ανεργίας και αριθμό απασχολουμένων

Τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης που έλαβαν το 2020 τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης για την αντιμετώπιση της πανδημίας είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα τη μείωση των συνολικών ωρών εργασίας, όπως αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, υπήρξαν σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη μεταβολή των ωρών εργασίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη, με τη μικρότερη ποσοστιαία μείωση να εντοπίζεται στη Φινλανδία (1,3%) και τη μεγαλύτερη στην Ιταλία (13,5%). Στην Ελλάδα οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 12,6%.

Υπολογίζοντας την απώλεια ωρών εργασίας με όρους χαμένων θέσεων πλήρους απασχόλησης, ο ILO εκτιμά ότι το κόστος στην Ελλάδα ήταν το 2020 ίσο με 492,9 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης. Η απώλεια αυτή αντιστοιχεί στην απασχόληση περίπου του 10,7% του εργατικού δυναμικού, η οποία καλύφθηκε είτε μέσω της μείωσης του ωραρίου των μισθωτών είτε μέσω της εφαρμογής του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, είτε μέσω της απόλυσής τους.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η απώλεια αυτή των ωρών εργασίας αποκαλύπτει το αναπτυξιακό κόστος και τη χαμένη ευημερία από την πανδημική κρίση. Επίσης, αναδεικνύει την τεράστια πίεση που θα ασκούσε η πανδημική κρίση σε βασικά μεγέθη της αγοράς εργασίας, αν δεν είχαν ληφθεί τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξής της.

Το β’ τρίμηνο του 2020 τα περισσότερα κράτη-μέλη προτίμησαν την αναστολή των συμβάσεων εργασίας, ενώ μόνο η Ισπανία και η Ιρλανδία επέτρεψαν έναν συγκριτικά μεγάλο αριθμό απλύσεων. Ένα από τα ενδιαφέροντα στοιχεία του Δελτίου είναι ότι η Ελλάδα ήταν το κράτος μέλος με το μεγαλύτερο ποσοστό μισθωτών σε καθεστώς αναστολής της εργασίας τους (περίπου 27% των μισθωτών).

Αυξήθηκε ο κίνδυνος εργασιακής φτώχειας

Παρά ταύτα, το αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής αυτής πολιτικής επιλογής διαχείρισης της κρίσης στην αγορά εργασίας το οποίο προκάλεσε η πανδημία ήταν η μείωση των εισοδημάτων λόγω περιορισμένης επιδοτούμενης αναπλήρωσης του χαμένου εισοδήματος από την αναστολή των συμβάσεων εργασίας. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, το κράτος επιδότησε μόλις το 60% του υπολειπόμενου μισθού στο πρόγραμμα Συν-Εργασία.

Η μείωση των εισοδημάτων λοιπόν αναπόφευκτα αύξησε τον κίνδυνο εργασιακής φτώχειας για τους χαμηλότερα αμειβόμενους, όπως εκτιμά το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Ποσοστά ανεργίας

Το γ’ και το δ’ τρίμηνο του 2020 υπήρξε μεγαλύτερη μεταβολή του αριθμού των ανέργων σε όλα τα κράτη-μέλη λόγω χαλάρωσης κάποιων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και επαναλειτουργίας κλάδων που βρίσκονταν έως τότε σε αναστολή. Ωστόσο, με εξαίρεση τις χώρες της Βαλτικής, τα ποσοστά ανεργίας δεν εμφάνισαν σημαντικές μεταβολές. Την προσωρινή μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά τους θερινούς μήνες ακολούθησε μια μικρή αύξηση τους χειμερινούς μήνες. Τον Δεκέμβριο του 2020 το επίσημο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρωζώνη, μετά την Ισπανία, αντιστοιχώντας στο 15,8% του εργατικού δυναμικού, όταν τον ίδιο μήνα του 2019 ήταν ίσο με 16,4%.

Όπως όμως επισημαίνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η τρέχουσα εκτίμηση του ποσοστού ανεργίας δεν αποτυπώνει την πραγματική κατάσταση της αγοράς εργασίας και τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19. Κι αυτό γιατί στην εκτίμηση του επίσημου ποσοστού ανεργίας δεν καταγράφονται οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή για πάνω από τρεις μήνες ή που λαμβάνουν εισόδημα μικρότερο του 50% του μισθού τους, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στους οικονομικά μη ενεργούς.

Συνεπώς, η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς εργασίας μπορεί στατιστικά να αποτυπωθεί καλύτερα από τις μεταβολές στον αριθμό των απασχολουμένων και των οικονομικά μη ενεργών. Συγκεκριμένα, στη διάρκεια του 2020, η απασχόληση μειώθηκε σημαντικά τον Μάιο (κατά 83 χιλ. άτομα σε σχέση με τον Απρίλιο), ενώ αυξήθηκε επίσης σημαντικά τον Αύγουστο (κατά 93 χιλ. άτομα σε σχέση με τον Ιούλιο). Η μεταβολή των οικονομικά μη ενεργών είχε την αντίθετη κατεύθυνση.

Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη ανεργία

Ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών και αποθήκευσης παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και μεταβλητότητας, κατά το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Με εξαίρεση το γ’ τρίμηνο του 2020, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σημαντικά (από 34,4% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 39,4% το β’ τρίμηνο του 2020 και 37% το δ’ τρίμηνο του ίδιου έτους). Αντιθέτως, το ποσοστό ανεργίας στη μεταποίηση παρουσιάζει βελτίωση αν και οριακή (μείωση κατά 1,5% το δ’ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019). Ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κλάδος της μεταποίησης εξακολουθεί και παράγει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανέργων, το οποίο κινείται σταθερά άνω του 10%, όταν στους άλλους κλάδους το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 7%.

Νέοι και γυναίκες τα «θύματα» της ανεργίας

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες. Αυτές που επηρεάστηκαν εντονότερα ήταν οι ηλικίες 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών. Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό ανεργίας παραμένει σχετικά σταθερό, στις δύο αυτές ομάδες αυξάνεται σημαντικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που δεν εργάζονται, δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση ή σε κάποιας μορφής επιμόρφωση παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση μετά το β’ τρίμηνο του 2020, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές βελτίωσης. Το γ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό των ατόμων αυτών ήταν το υψηλότερο στην Ευρώπη (19%).

Ένα άλλο ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο είναι ότι η εξέλιξη αυτή συνδέεται στενά με το φύλο, καθώς το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλότερο για τις νέες γυναίκες. Συγκεκριμένα το δ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες ηλικίας 15 έως 19 ετών ξεπερνούσε το 70%, όταν το α’ τρίμηνο του ίδιου έτους ήταν ίσο με 35,6%. Μεγάλη ήταν η αύξηση και για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών, με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται από 25% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 33% το δ’ τρίμηνο του 2020. Συνεπώς, η πανδημική κρίση ενισχύει την ανισότητα φύλου, ειδικότερα σε νέες ηλικίες, σε μια αγορά εργασίας η οποία χαρακτηρίζεται από ούτως ή άλλως υψηλή ανισότητα και κατακερματισμό.

Ώρες εργασίας και υπερωρίες

Αναφορικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας στην απασχόληση, κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η μείωση των ωρών εργασίας για ένα μεγάλο ποσοστό των μισθωτών και ταυτόχρονα η αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης για ένα άλλο μικρότερο. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ατόμων που εργάστηκαν μεταξύ 40 και 47 ωρών σε εβδομαδιαία βάση μειώθηκε από 90% των μισθωτών το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 60% το δ’ τρίμηνο του 2020. Για το ίδιο διάστημα η αύξηση του ποσοστού των μισθωτών που εργάστηκαν λιγότερες από 39 ώρες ήταν 20%, ενώ όσων εργάστηκαν πάνω από 48 ώρες 10%.

Τέλος, λόγω της συγκυρίας, μειώθηκε οριακά η ζήτηση για θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, αφού το 2020 οι νέες θέσεις εργασίας αφορούσαν κατά 51% θέσεις πλήρους απασχόλησης. Σημειώνεται ότι το 2019 το ποσοστό ήταν ίσο με 49%. Η αλλαγή αυτή αφενός είναι πολύ μικρή για να φανερώσει μια μεταβολή στην τάση ενίσχυσης της ελαστικής απασχόλησης τα τελευταία έτη (βλ. ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2020) και αφετέρου θα πρέπει να θεωρείται συγκυριακή, αφού κατά τη διάρκεια της πανδημίας επλήγησαν επιχειρήσεις που έχουν υψηλό ποσοστό μερικής απασχόλησης. Ταυτόχρονα όμως αυξήθηκε το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, αν και θα επιθυμούσαν να εργαστούν με κανονικό ωράριο, αλλά δεν βρήκαν θέση πλήρους απασχόλησης.

Συρρίκνωση στις αποδοχές των μισθωτών

Στην πλειονότητα των κρατών-μελών η μεταβολή στις αποδοχές των μισθωτών είναι αρνητική. Σε άλλες περιπτώσεις είναι θετική. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι πράγματι αυξήθηκαν οι μισθοί, αλλά ότι μειώθηκε η απασχόληση των χαμηλόμισθων με συνέπεια να αυξάνεται ο μέσος μισθός για το σύνολο της οικονομίας.

Στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019.

Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό το 8% σε κάθε τρίμηνο. Εξίσου αναμενόμενη ήταν η μεγάλη πτώση στον ευρύτερο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, ειδικότερα το β’ και το δ’ τρίμηνο (-11,2% και -5,1% αντίστοιχα). Στη γεωργία η μείωση των μισθών δεν ήταν του ίδιου μεγέθους, αλλά γίνεται εντονότερη το δ’ τρίμηνο, ενώ στη μεταποίηση η πτώση των μισθών είναι σχεδόν σταθερή από το ξέσπασμα της πανδημίας κι ύστερα.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Macro
Ρολφ Στράουχ: «Πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης»
Macro |

Ρολφ Στράουχ: «Πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης»

Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM μιλάει για τις τρεις μεγάλες μελλοντικές προκλήσεις, την πρόοδο της Ελλάδας, τα ανησυχητικά σημάδια και την ανάγκη προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων