Η κρίση στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά την προηγούμενη δεκαετία, προφανώς και δεν είναι όμοια με εκείνη άλλων χωρών που βίωσαν μια αμιγώς τραπεζική κρίση (π.χ. Ιρλανδία). Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας λένε μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Με άλλα λόγια, δεν έχει φωτισθεί επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο η σημαντική καθυστέρηση του εκσυγχρονισμού του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών –που αποτελεί έως και σήμερα ζητούμενο– επιδείνωσε τις δημοσιονομικές δυσκολίες και επιβάρυνε το ήδη ζοφερό μακροοικονομικό περιβάλλον της ελληνικής οικονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, οι βασικότερες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο τραπεζικό σύστημα επικεντρώθηκαν i) στη μείωση του συνολικού όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διατηρούν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους, ii) στη σταθερότητα της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και iii) στη βελτίωση του κανονιστικού πλαισίου της εταιρικής διακυβέρνησης των ιδιωτικών τραπεζών αλλά και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να υπογραμμισθεί εξαρχής είναι ότι τα δύο πρώτα προγράμματα οικονομικής βοήθειας για την Ελλάδα επικεντρώθηκαν κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, μέσω των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναβολή της λήψης κρίσιμων μέτρων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ενίσχυση των κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης. Η συγκεκριμένη μεταρρυθμιστική αδράνεια επιβάρυνε, όπως είναι εύλογο, το γενικότερο μακροοικονομικό περιβάλλον, προκαλώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο μεταξύ των προβλημάτων των τραπεζών και των μακροοικονομικών δεινών της χώρας. Στη συνέχεια βέβαια, η συσσώρευση των χρόνιων προβλημάτων των ελληνικών τραπεζών σε συνδυασμό με την πολιτική αναταραχή στο πρώτο εξάμηνο του 2015 είχαν ως συνέπεια την άσκηση σημαντικής εξωτερικής πίεσης από τους πιστωτές, που λειτούργησε σαν καταλύτης σημαντικών αλλαγών, ειδικά στους κανόνες της εταιρικής διακυβέρνησης.

Αναλυτικότερα, παρά τη ραγδαία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από το 2010 και μετά –οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμα και σήμερα το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη–, οι τράπεζες δεν κατάφεραν να εξυγιάνουν έγκαιρα τους ισολογισμούς τους. Οι αιτίες είναι πολλαπλές: Πρώτον, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων μέσω της εφαρμογής μιας διεθνώς δοκιμασμένης λύσης, όπως είναι η δημιουργία μιας «κακής τράπεζας», απορρίφθηκε κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης από την Τρόικα τόσο για πολιτικούς λόγους όσο και για λόγους που αφορούν τις ίδιες τις τράπεζες. Δεύτερον, μολονότι στο δεύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην ικανότητα των ίδιων των τραπεζών να μειώσουν τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων, βασιζόμενες κυρίως σε εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης, οι τελευταίες αποδείχτηκαν απολύτως ανεπαρκείς. Κατά συνέπεια, μόνο στο τρίτο Μνημόνιο εισήχθησαν ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των διαδικασιών εσωτερικής διαχείρισης και καθιερώθηκαν πιο επιτακτικές απαιτήσεις για τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς κόκκινων δανείων.

Επιπλέον, τα αντικρουόμενα κίνητρα και η πολιτική αβεβαιότητα έκαναν τους κύριους ενδιαφερόμενους (ρυθμιστικές αρχές, πολιτικούς, τραπεζίτες) να καθυστερήσουν την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο κρίσιμο πεδίο της αναδιάρθρωσης των οφειλών. Έτσι, λοιπόν, έπρεπε να φτάσουμε στα τέλη του 2019, για να θεσπισθεί ένα σχήμα παροχής κρατικής εγγύησης σε ομολογίες υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας τιτλοποιημένων δανείων («Ηρακλής»). Παρά ταύτα, είναι εξαιρετικά αμφίβολη η δυνατότητα του «Ηρακλή» να αντιμετωπίσει και άλλα σημαντικά προβλήματα των ελληνικών τραπεζών, όπως είναι η ποιότητα των κεφαλαίων τους, με δεδομένο ότι το 60% των κοινών κεφαλαίων (CET 1) αντιπροσωπεύει απαιτήσεις από αναβαλλόμενη φορολογία.

Τέλος, αναφορικά με την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, μόνο μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση πάρθηκαν δραστικότερα μέτρα για τη βελτίωση των σχετικών κανόνων. Συγκεκριμένα, το 2016, υπό την ασφυκτική πίεση της Τρόικας, οι τράπεζες εισήγαγαν ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης, βάσει του οποίου διόρισαν νέα μέλη στα διοικητικά τους συμβούλια, με στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης αξιοπιστίας και διαφάνειας στη λειτουργία τους. Ωστόσο, το νέο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης οδήγησε στη μαζική αντικατάσταση έμπειρων στελεχών από ξένους τεχνοκράτες, χωρίς όμως να έχουν γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και των ιδιαιτεροτήτων της εθνικής οικονομίας.

Συμπερασματικά, οι αρμόδιες (πολιτικές και ρυθμιστικές) αρχές και οι τράπεζες παγιδεύτηκαν σε έναν φαύλο κύκλο αδράνειας που επιδείνωσε την κρίση της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, η αρχική (μακροοικονομική) αιτιώδης σχέση για τα οικονομικά δεινά της Ελλάδας έπαψε να είναι μονόπλευρη: η χαμένη ευκαιρία, δηλαδή, για ριζική μεταρρύθμιση των τραπεζικών επιχειρηματικών μοντέλων ενέτεινε την ύφεση και επιδείνωσε το ήδη βεβαρυμένο μακροοικονομικό περιβάλλον, λόγω της αναιμικής πιστωτικής επέκτασης στην «πραγματική» οικονομία.

Ολόκληρη η έρευνα εδώ.

* O Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News