«Το ερώτημα αν η δημοκρατία μας θα διαρκέσει στο χρόνο είναι και επείγον και παλαιό, τόσο παλαιό όσο η χώρα μας». Με τα λόγια αυτά ο Τζο Μπάιντεν περιέγραψε ενώπιον του Κογκρέσου στις 28 Απριλίου το διακύβευμα της προεδρίας του. Είχε δίκιο εξάλλου, να επισημάνει ότι «αυταρχικές προσωπικότητες στοιχηματίζουν ότι η αμερικανική δημοκρατία δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα ψέματα, την οργή, το μίσος και τους φόβους που μας έχουν διαιρέσει και απομακρύνει μεταξύ μας». Ωστόσο, αυτοί οι «αυταρχικοί» ίσως έχουν δίκιο. Ένα από τα μεγάλα αμερικανικά κόμματα έχει γίνει αδιαμφισβήτητα αντιδημοκρατικό. Και εμείς σήμερα είμαστε μάρτυρες στη μάχη που δίνουν δυο ηλικιωμένοι άνδρες για την τύχη της φιλελεύθερης δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία οι ελεύθερες εκλογές είναι εκείνες που καθορίζουν ποιος θα έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Προσπάθειες επιρροής ή ανατροπής της ψήφου ισοδυναμούν με προδοσία. Είναι αυτό ακριβώς που ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε να κάνει και πριν και μετά την τελευταία προεδρική εκλογή. Προσπάθησε να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε ένα ολοκληρωτικό κράτος. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: ήταν προφανές από την αρχή της πολιτικής του καριέρας ότι αυτός ήταν ο σκοπός του.

Απέτυχε. Αξιοπρεπείς και γενναίοι άνθρωποι φρόντισαν γι’ αυτό. Αλλά η όλη ιστορία μόλις ξεκίνησε. Ακόμα και δίχως κοινωνικά δίκτυα ο Τραμπ εξακολουθεί να απολαμβάνει τη νομιμοποίηση της βάσης του κόμματός του και έτσι να ελέγχει τα στελέχη του. Ακόμα και άνθρωποι των οποίων τις ζωές έθεσε σε κίνδυνο υποκινώντας τους να εισβάλουν στο Καπιτώλιο συνωστίστηκαν για να του φιλήσουν το χέρι στο Μαρ-α-Λάγκο. Εν τω μεταξύ, ακόμα και βαθύτατα συντηρητικά στελέχη, όπως η Λιζ Τσένι, η τρίτη στην ιεραρχία εκπρόσωπος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκπαραθυρώθηκαν. Το έγκλημά της Τσένι; Απεφάνθη ότι το Μεγάλο Ψέμα του Τραμπ, ότι δηλαδή το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ένα Μεγάλο Ψέμα, είναι ένα μεγάλο ψέμα.

Το ότι ο Τραμπ ψεύδεται δεν είναι νέο ως γεγονός. Το νέο είναι ότι, αν και εκδιωγμένος από το δημόσιο αξίωμά του, ο Τραμπ ορίζει για το κόμμα του τι είναι αληθινό και τι όχι. Υπάρχει ένας όρος για μια πολιτική οργάνωση στην οποία το ύψιστο καθήκον των μελών της είναι η απόλυτη νομιμοφροσύνη προς τον ηγέτη, αυτού που καθορίζει τι είναι αληθινό και τι δίκαιο: Führerprinzip (Ηγέτιδα αρχή). Η πλήρης υιοθέτηση της ιδέας του Μεγάλου Ψέματος του Τραμπ από τους Ρεπουμπλικανούς συνιστά ένα τέλειο παράδειγμα για το τι σημαίνει και πως εκδηλώνεται η «Ηγέτιδα αρχή».

Φευ, κι αυτό δεν είναι όλο. Το Μεγάλο Ψέμα του Τραμπ εργαλειοποιήθηκε μέσω της κρατικής νομοθεσίας έτσι ώστε να ανατρέπονται εκλογικά αποτελέσματα. Έχουν επιμελώς υιοθετηθεί διατάξεις που επιτρέπουν την παρακώλυση της ψηφοφορίας. Αλλά ακόμα και απειλές για τη ζωή τους, που δέχθηκαν, ανάγκασαν τίμιους αξιωματούχους να εγκαταλείψουν τα πόστα τους.

Ακόμα χειρότερο αυτό που σημειώνει το States United Democracy Center: «Το 2021 η νομοθεσία των Πολιτειών σε ολόκληρη την επικράτεια – τουλάχιστον 148 νομοθετήματα σε 36 Πολιτείες – κατατείνει στην ενίσχυση του ελέγχου της εκλογικής διαδικασίας καθώς προβλέπει την εκτόπιση ή την παρεμπόδιση του έργου τοπικών αρχών ή αξιωματουχων που είναι παραδοσιακά επιφορτισμένοι με την εποπτεία της εκλογικής διαδικασίας». Τα υπεύθυνα άτομα αισθάνονται την υποχρέωση να τηρήσουν τον όρκο που έδωσαν όταν ανέλαβαν το αξίωμά τους. Κάποια λιγότερο προβεβλημένα δημόσια πρόσωπα ίσως όχι.

Φευ, η αυθαιρεσία αυτή δεν εκπλήσσει. Οκτώ από τις 23 Πολιτείες τις οποίες ελέγχουν εξ ολοκλήρου οι Ρεπουμπλικανοί ήταν μέλη της Παλαιάς Συνομοσπονδίας. Οι Πολιτείες αυτές στράφηκαν προς τους Ρεπουμπλικανούς μετά την υιοθέτηση της νομοθετικής Πράξης για τα Πολιτικά Δικαιώματα του 1964. Η ουσία της ιστορίας αυτής ήταν η προσπάθεια που είχε κάνει ο Νότος, ακόμα και τότε, για να μην αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου οι Αφροαμερικανοί.

Εκείνο λοιπόν που διαπιστώνουμε εδώ είναι μια μίξη φανατισμού και καριερισμού. Και οι φανατικοί και οι καριερίστες δεν έχουν καμία ένσταση σε ό,τι αφορά την επιρροή του εκλογικού αποτελέσματος, αν αυτό φέρει τους «σωστούς» ανθρώπους στην εξουσία. Εν τέλει αυτοί οι Δημοκρατικοί δεν είναι τίποτε άλλο από αντι-Αμερικανοί. Κάθε μέσο είναι νόμιμο και δικαιολογημένο αν ο σκοπός είναι να μείνουν μακριά από κάθε εξουσία.

Ο Μπάιντεν το αντιλαμβάνεται αυτό. Είπε στο Κογκρέσο: «Αν θέλουμε όντως να ξαναδώσουμε στην Αμερική την ψυχή της, πρέπει να προστατεύσουμε το ιερό δικαίωμα της ψήφου». Αλλά και οι Δημοκρατικοί πρέπει επίσης να αλλάξουν κάποιους εκλογικούς συσχετισμούς προς όφελός τους. Πρέπει να φτιάξουν συμμαχίες. Για να το πετύχουν αυτό θα πρέπει να προσελκύσουν στο στρατόπεδό τους ένα μεγάλο αριθμό λευκών ψηφοφόρων δίχως πανεπιστημιακή μόρφωση. Κοντολογίς, ο Μπάιντεν χρειάζεται να μετατρέψει μια χλιαρή αποδοχή αξιοπρεπών ψηφοφόρων που έχει κερδίσει, σε μια ενθουσιώδη υποστήριξη.

Μόνη ελπίδα για να το πετύχει αυτό, όπως και ο ίδιος αντιλαμβάνεται, είναι να αποδείξει ότι η κυβέρνηση δύναται να δράσει αποτελεσματικά προς το συμφέρον όλων. Το κατάφερε μέχρι τώρα με τη θεαματική εξέλιξη της εμβολιαστικής διαδικασίας. Προσπαθεί να το πετύχει και μέσω των τεράστιων άμεσων και μακροπρόθεσμων χρηματοδοτικών προγραμμάτων του. Τεράστιων, είναι αλήθεια. Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, δηλωσε στο Global Boardroom των «FT» την περασμένη εβδομάδα ότι η εν δυνάμει και η αυτόματη οικονομική υποστήριξη που εγκρίθηκε πέρυσι έφθασε στο 12,6% του αμερικανικού ΑΕΠ, ενώ εφέτος θα φθάσει το 12,8%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, τα κεφάλαια αυτά αντιστοιχούν στο τριπλάσιο του κενού παραγωγής στις ΗΠΑ – τη διαφορά της πραγματικής με την εν δυνάμει παραγωγή.

Οι δαπάνες αυτές θεωρείται βέβαιο πως θα πυροδοτήσουν μια πολύ ισχυρή βραχυπρόθεσμη αναπτυξιακή έκρηξη. Αν όλα πάνε καλά, η παραγωγή θα αυξηθεί ώστε να καλύψει τη ζήτηση, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί με μέτρο και η οικονομία θα μπει σε ένα νέο και πιο δυναμικό μονοπάτι. Αλλά αν, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς δήλωσε στο Economists Exchange των «FT», το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι μια εκτίναξη του πληθωρισμού και μια καθυστερημένη αντίδραση των νομισματικών αρχών για τον περιορισμό της ρευστότητας, μια χρηματοοικονομική κρίση και μια βαθιά ύφεση θα ενσκήψουν πριν από το 2024, επαναφέροντας τον Τραμπ ή κάποιον ακόμα χειρότερο στην εξουσία.

Το στοίχημα του Μπάιντεν είναι μεγάλο – και το γνωρίζει καλά. Δεν είναι μόνο η διασφάλιση μιας ισχυρής μετα-πανδημικής ανάπτυξης για τις ΗΠΑ. Δεν είναι μόνο η αποκατάσταση της θέσης των ΗΠΑ στον κόσμο ως συμμάχου και πρωταγωνιστή για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή. Δεν είναι μόνο να αποδείξει ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι ικανή να κάνει σπουδαία πράγματα. Το στοίχημα είναι τώρα η προστασία του θεμελίου της δημοκρατίας: η ειρηνική αποδοχή των εκλογικών αποτελεσμάτων.

Αν αυτό συνέβαινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επίδοξοι αυταρχικοί ηγέτες σε όλο τον κόσμο θα είχαν λευκή επιταγή να πράττουν κατά τις επιθυμίες τους. Ο κίνδυνος είναι μείζων στο μέτρο που οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν πλέον ένα κανονικό δημοκρατικό κόμμα. Μοιάζουν όλο και πιο πολύ με μια αντιδημοκρατική σέχτα που έχει έναν επίδοξο δεσπότη για αρχηγό.

Ελπίζω απεγνωσμένα να πετύχει ο Μπάιντεν. Αλλά έχει εμπλακεί σε ένα μεγάλο στοίχημα, που είναι η επιτυχία του προγράμματός του. Είναι ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα που έχω δει κατά τη διάρκεια της ζωής μου να βάζει ένας δημοκρατικός ηγέτης. Διότι το διακύβευμα είναι το μέλλον της δημοκρατίας.

Πρόσφατα Άρθρα