Βασικό επιχείρημα στην Ελλάδα, όπως και σε πλείστα έτερα κράτη (π.χ. Ισραήλ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστρία), για την επιστροφή στην κανονικότητα από την πανδημία COVID-19 αποτελεί η επίτευξη ανοσίας της αγέλης (herd immunity), ήτοι η ανοσία μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού (60-80%) έναντι του ιού SARS-Cov-2, είτε μέσω εμβολιασμού είτε μετά μόλυνσης από τον ιό και ανάρρωσης.

Παρότι είναι εξαιρετικής σημασίας στην καταπολέμηση της πανδημίας, δεν φαίνεται να είναι από μόνη της αρκετή για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της, αναδεικνύοντας την ανάγκη υιοθέτησης μίας πολύπλευρης στρατηγικής, της οποίας βέβαια αναπόσπαστο μέρος είναι και το λεγόμενο ‘τείχος ανοσίας’. Σύμφωνα με πρόσφατα επιστημονικά ευρήματα, η ανοσία της αγέλης από μόνη της δεν θα φέρει το τέλος του ιού, με τον οποίο και θα πρέπει μάλλον να μάθουμε να ζούμε.

Κατ’ αρχάς, δεν είναι ξεκάθαρο εάν, και σε ποιο βαθμό, τα υπάρχοντα εμβόλια εμποδίζουν τη μετάδοση, και συνεπώς διασπορά, του ιού (τα πρώτα στοιχεία από τα εμβόλια της Moderna και της Pfizer είναι ενθαρρυντικά), δηλαδή εάν, και σε ποιο βαθμό, τα εμβολιασθέντα άτομα μεταδίδουν το ιό ακόμη και εάν οι ίδιοι είναι ασυμπτωματικοί ή νοσούν ελαφριά. Το ποσοστό αποτροπής μετάδοσης δεν χρειάζεται να είναι 100%, όμως χρειάζεται να είναι αρκετά υψηλό (70% και άνω).

Ερωτηματικά εγείρονται και σχετικά με την διάρκεια της ανοσίας των εμβολιασμένων ή ιασθέντων. Η ανοσία μετά μολύνσεως του ιού φαίνεται να εξασθενεί προοδευτικά με το χρόνο. Ομοίως, η διάρκεια της ανοσίας μετά εμβολιασμού, και πιθανή ανάγκη ενισχυτικών δόσεων στην διάρκεια του χρόνου, είναι επίσης ζητήματα τα οποία χρήζουν μελέτης, με πιθανότητα η ασθένεια COVID-19 να γίνει, τελικά, όπως η γρίπη.

Επιπλοκές στα ανωτέρω επιφέρουν οι νέες (και συνεχείς) μεταλλάξεις του ιού, έναντι των οποίων προηγούμενη ανοσία, έστω και εάν υπάρχει σε μεγάλο ποσοστό, πιθανόν να μην παρέχει επαρκή προστασία.

Παράδειγμα αποτελεί η πόλη Μανάους στη Βραζιλία, στην οποία ερευνητές υπολόγισαν ότι έως τον Ιούνιο 2020, περίπου το 60% του πληθυσμού είχε μολυνθεί από τον ιό, πιθανότατα οδηγώντας στην επιβράδυνση μετάδοσης μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 2020. Όμως, τον Ιανουάριο 2021 τα κρούσματά αυξήθηκαν δραματικά εξ΄ αιτίας της μετάλλαξης P.1, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι η αναπτυχθείσα ανοσία δεν επαρκούσε έναντι της μετάλλαξης.

Άλλωστε, υψηλότερα ποσοστά ανοσίας δημιουργούν επιλεκτική και εξελικτική πίεση στον ιό, προκρίνοντας μεταλλάξεις που δύνανται να μολύνουν άτομα που έχουν ανοσία, με τρόπο αντιμετώπισης να είναι ο γρηγορότερος και ευρύτερος εμβολιασμός.

Σε κάθε περίπτωση, η διανομή των εμβολίων, είτε διακρατικά είτε εντός του ίδιου κράτους, είναι χρονικά, γεωγραφικά, και ηλικιακά, ανομοιογενής. Για παράδειγμα, το Ισραήλ άρχισε τους εμβολιασμούς τον Δεκέμβριο του 2020 και, συμφωνώντας να παρέχει δεδομένα σε αντάλλαγμα για δόσεις του εμβολίου της Pfizer, έως τα μέσα Μαρτίου 2021 είχε εμβολιάσει άνω του 50% του πληθυσμού πλήρως, με σχεδόν το 60% να έχει λάβει τουλάχιστον την πρώτη δόση (ρυθμός εμβολιασμού περίπου 1% του πληθυσμού κάθε ημέρα). Εν αντιθέσει, γειτονικές χώρες όπως η Ιορδανία και η Αίγυπτος, δεν είχαν εμβολιάσει ούτε 1% του συνολικού πληθυσμού.

Στο εσωτερικό ενός κράτους, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (ΗΠΑ) για παράδειγμα, σε πολιτείες όπως η Γιούτα και η Τζόρτζια έχει εμβολιαστεί λιγότερο από 10% του πληθυσμού, ενώ σε άλλες όπως η Αλάσκα και το Νέο Μεξικό, άνω του 16%, με την διαπολιτειακή μετάβαση όμως να είναι ελεύθερη. Όσον αφορά σε ηλικιακή ανομοιογένεια, τα υπάρχοντα εμβόλια έχουν εγκριθεί για χρήση για άτομα άνω των 18 ετών (πλην αυτού της Pfizer για άτομα άνω των 16, και, μόλις εχθές στις ΗΠΑ, για άτομα 12 έως 15 ετών). Έτσι, στις ΗΠΑ για παράδειγμα, όπου το 24% του πληθυσμού είναι κάτω των 18 ετών, για να επιτευχθεί ανοσία του 76% του συνολικού πληθυσμού, θα πρέπει να εμβολιαστεί το 100% του πληθυσμού άνω των 18 ετών, με το ποσοστό βέβαια αντιστοίχως να μειώνεται σε περίπτωση έγκρισης εμβολίων για νεότερες ομάδες του πληθυσμού.

Τέλος, θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με τους ευρείς εμβολιασμούς, τα κράτη αίρουν σταδιακά τα μέτρα περιορισμού, αποστασιοποίησης, και προστασίας που έχουν επιβάλει. Όμως, εάν, π.χ., ένα εμβόλιο παρέχει 90% προστασία και προ άρσης των μέτρων υπήρχε συνάντηση μεταξύ το πολύ 2 ατόμων, ενώ έπειτα άρσης των μέτρων υπάρχει συνάντηση 10 ατόμων, τότε, επί της ουσίας, η ανοσία τίθεται εν αμφιβόλω.

Τα ανωτέρω παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά στον διαχωρισμό μεταξύ ανοσίας μέσω μόλυνσης και ίασης, και ανοσίας μέσω εμβολίων, επί του οποίου βασίστηκαν διαφορετικές στρατηγικές κρατών για την αντιμετώπιση της πανδημίας (π.χ. Σουηδίας και Ελλάδας αντιστοίχως), ο οποίος διαχωρισμός φαίνεται να μην επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά πάντα στην μακροπρόθεσμη εξάλειψη της πανδημίας.

Η ανοσία αγέλης αναμφίβολα αποτελεί ένα ισχυρό (ίσως το κύριο) προστατευτικό μέτρο έναντι της πανδημίας. Όμως, οι ανωτέρω παράγοντες καταδεικνύουν την ανάγκη προσαρμογής και ευρύτερου συντονισμού των εμβολιασμών ώστε η ανοσία να επέλθει πιο αποτελεσματικά σε παγκόσμια κλίμακα.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι θα χρειαστεί επαγρύπνηση και μία ευρύτερα συνδυαστική προσέγγιση για την δραστική καταπολέμηση του ιού, με την ανάπτυξη μέτρων αντιμετώπισης σε συνδυασμό με τους εμβολιασμούς, όπως φαρμακευτικές αγωγές, τα οποία και θα αποδυναμώσουν περαιτέρω τον ιό, μειώνοντας σημαντικά την ένταση και το εύρος των αρνητικών επιπτώσεων του στην υγεία των ανθρώπων.

* Δρ. Αλέξανδρος Κυριακίδης, Διδάκτωρ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Υπεύθυνος Λειτουργίας και Ερευνών του Κέντρου Έρευνας Δημοκρατίας και Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Επιστημονικά Υπεύθυνος του Παρατηρητηρίου Κυβερνητικών Περιοριστικών Μέτρων Πανδημίας COVID-19 (GovRM-COVID19)

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Academia