Ο πρόσφατος θάνατος του επιχειρηματία και ιδιοκτήτη της ιστορικότερης ελληνικής χαλυβουργίας, με συνεχή δραστηριότητα περίπου 90 ετών στην παραγωγή χαλυβουργικών προϊόντων, της Χαλυβουργική Α.Ε., του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, και του επικείμενου «θανάτου» και της ίδιας της εταιρείας, έκανε να ξυπνήσουν πολλές αναμνήσεις, να «ξαναδώ» παλιές εικόνες και να θυμηθώ πολλές λεπτομέρειες για την έναρξη του έπους της εκβιομηχάνισης και της επιχειρηματικότητας, η οποία πολεμιέται αγρίως, ενοχοποιείται συνεχώς και κατασυκοφαντείται ασυστόλως στη χώρα μας, μολονότι εξασφαλίζει απασχόληση και εισόδημα σε εκατομμύρια Έλληνες εργαζόμενους!

Γι’ αυτό, επειδή αυτές τις ημέρες, με την ευκαιρία του γεγονότος αυτού και γράφονται πολλά για τους δημιουργούς της μεγάλης αυτής βιομηχανίας, την οικογένεια Αγγελόπουλου, προτίμησα να μοιραστώ με τους αναγνώστες μου μερικές, ίσως άγνωστες, άλλες λεπτομέρειες, οι οποίες καταδεικνύουν γιατί είναι τόσο δύσκολες οι επενδύσεις και μάλιστα οι άμεσες ξένες επενδύσεις, δηλαδή το επάρατο «ξένο κεφάλαιο», και τόσο προσφιλής ο κρατισμός με την ίδρυση γαλαξία δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Με την είδηση του θανάτου του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου θυμήθηκα ένα παλιό βιβλίο ενός άλλου φτωχού Έλληνα από το Αγρίνιο, ο οποίος έγινε ένας μεγάλος και επιτυχημένος επιχειρηματίας και ευεργέτης, του Ευάγγελου Παπαστράτου, με τίτλο «Η δουλειά και ο κόπος της», με πολλές παρακαταθήκες για τους νέους και πολλή αισιοδοξία! «Τα παιδιά που ξεκινούν για τη ζωή, πρέπει να πιστεύουν σε κάτι να έχουν κάποιο ιδανικό, πέρα από τον πόθο της οικονομικής επιτυχίας», γράφει στο βιβλίο του. «Είναι ψέμα και μεγάλο λάθος να δίνεται στους νέους η εντύπωση πώς είναι αδύνατο να προκόψουν, αν δε χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα, κι εκείνα που δεν είναι αδιάβλητα. Η τιμιότητα είναι το καλύτερο μέσο για ένα νέο που θέλει να επιτύχει στη ζωή του, αν είναι πραγματικά αποφασισμένος να δώσει όλες του τις δυνάμεις στον σκοπό που θα τάξει στον εαυτό του, χωρίς βέβαια τη μονομέρεια που μαραίνει τα νιάτα και την ανθρωπιά του, αλλά και χωρίς να σπαταλάει τις δυνάμεις του σε πολλά και σε τίποτα και να χάνει το κουράγιο του σε κάθε φύσημα αντίξοου ανέμου…».

Οι αδελφοί Παπαστράτου

Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά που γράφονταν και καταγγέλλονταν κατά των πρωτοπόρων βιομηχάνων και επιχειρηματιών της χώρας μας όχι μόνο δεν αποτελούσαν παρακαταθήκες και αξίες για τους νέους, αλλά προκαλούσαν και βίαιες και αιματηρές αντιδράσεις! Ανέφερα όλα αυτά από το βιβλίο του Ευάγγελου Παπαστράτου, διότι στην Ελλάδα ενοχοποιείται γενικώς σχεδόν κάθε επιτυχημένος επιχειρηματίας που επενδύει, απασχολεί χιλιάδες άτομα και συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση. Κι αυτό, διότι είναι ιδιώτης επιτυχημένος επιχειρηματίας!

Όπως και η οικογένεια Αγγελόπουλου και η Χαλυβουργική για την οποία ο τίτλος ενός βιβλίου θα ταίριαζε να ήταν “Η δουλειά, ο κόπος της και οι εφιαλτικές περιπέτειές της”. Θυμήθηκα και πολλούς άλλους πρωτοπόρους επιχειρηματίες, βιομηχάνους και εφοπλιστές που επένδυαν στη χώρα τους για την προώθηση της εκβιομηχάνισης, την επίτευξη της ανασυγκρότησης και εξασφάλιση ικανοποιητικής οικονομικής μεγέθυνσης και απασχόλησης, που πρόσφεραν στη χώρα μας, μολονότι δεν είχε εξασφαλισθεί το ιδανικό θεσμικό πλαίσιο, το οποίο, όπως έλεγε ο αείμνηστος “φιλελεύθερος σοσιαλιστής” Ξενοφών Ζολώτας, θα μεγιστοποιούσε την κοινωνική ευημερία, την κοινωνικοπολιτική ευημερία, με στήριγμα την παραγωγικότητα, την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, με στόχο, αλίμονο, και το κέρδος!

Και το κρίμα και το άδικο για τις αντιδράσεις και τους χαρακτηρισμούς που άκουγαν γίνεται μεγαλύτερο, αν υπενθυμίσω τη συμβολή των μεγάλων επιχειρήσεων (τραπεζικών, ασφαλιστικών, εμπορικών και βιομηχανικών) στην απασχόληση του μεγαλύτερους μέρους του ελληνικού εργατικού δυναμικού. Απλώς, από επίσημα στοιχεία αναφέρω ότι οι εργοδότες που απασχολούν από τα 50 έως τα 150 άτομα προσωπικό είναι συνολικά πάνω από 3.300 και απασχολούν συνολικά πάνω από 274.000 άτομα, ενώ οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα με περισσότερους από 150 εργαζόμενους είναι μόλις 1360 επιχειρήσεις., αλλά απασχολούν συνολικά πάνω από 720 χιλιάδες εργαζόμενοι, δηλαδή τουλάχιστον ο ένας στους τρεις εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, έτσι, με τις καταγγελίες (σα να μην υπάρχει κράτος και υπηρεσίες) ενοχοποιούνται συνολικά πάνω από 5.000 μεγάλες επιχειρήσεις και πάνω από 1.000.000 εργαζόμενοι!

Επίσης, θυμήθηκα ότι επί δεκαετίες και σε κάθε έκδοση και κυκλοφορία του “Οικονονομικού Ταχυδρόμου” υπήρχε ολοσέλιδη διαφήμιση της “Χαλυβουργικής” στη δεύτερη ή την τέταρτη σελίδα του εξωφύλλου του. Ακόμα, θυμήθηκα τις συχνές συζητήσεις μου με τον καθηγητή μου και ακαδημαϊκό Άγγελο Αγγελόπουλο στο σπίτι του και, αργότερα, στο γραφείου του ως διοικητή της Εθνικής Τράπεζας καθώς και με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθηγητή και ακαδημαϊκό Ξενοφώντα Ζολώτα μετά τη μεταπολίτευση, οι οποίοι με γλαφυρότητα και υπευθυνότητα μου έλεγαν για τη μεταπολεμική προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης με την εκβιομηχάνιση της χώρας μας, η οποία συμπίπτει με εκείνη της οικογένειας Αγγελόπουλου.

Έτσι, από τότε και επί δεκαετίες, η “Χαλυβουργική” υπήρξε η μοναδική, πλήρως καθετοποιημένη χαλυβουργία στην Ελλάδα, η οποία χρησιμοποιούσε σιδηρομετάλλευμα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή τελικών προϊόντων. Στη συνέχεια, με ολοκλήρωση των προγραμμάτων επενδύσεων σε νέες και καινοτόμες τεχνολογίες, διέθετε ένα από τα πλέον σύγχρονα συγκροτήματα παραγωγής χάλυβα και επιμηκών προϊόντων χάλυβα στον κόσμο. Οι επενδύσεις αυτές, αφορούσαν σε ένα νέο υπερσύγχρονο χαλυβουργείο το οποίο παρήγε όλες τις κατηγορίες χάλυβα με τις αυστηρότερες ποιοτικές προδιαγραφές, σε δυο νέα
ελασματουργεία, τα οποία εφαρμόζουν τη μοναδική τεχνολογία Συνεχούς Έλασης μπιγιέτας (Endless Rolling) για την παραγωγή επιμηκών προϊόντων. Επίσης, η βιομηχανία διέθετε τρεις μονάδες παραγωγής δομικών πλεγμάτων και μανδυών υποστυλωμάτων.

Σε αυτές τις επενδύσεις προστίθεται κι εκείνη που αφορούσε στη νέα μονάδα παραγωγής “Spooler Line”, η οποία παρείχε τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ειδικού τύπου κουλούρες, διεθνώς γνωστές ως “Compact Rebar Coils”. Σημειώνεται ότι η μονάδα αυτή ήταν είναι η πρώτη που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και η “χαλυβουργική” έγινε ο πρώτος και μοναδικός παραγωγός τέτοιου τύπου προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος στην Ελλάδα.

Θυμάμαι ότι κάθε τέτοια μεγάλη επένδυση για νέες μονάδες, εκσυγχρονισμό και ανταγωνισμό συνοδευόταν από λυσσαλέες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις με “φλάμπουρο” τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη ρύπανση της θάλασσας, η οποία, πράγματι, γινόταν, αλλά στην περίπτωση αυτή υπήρχαν νόμοι, υπήρχες νέα τεχνολογία, υπήρχε κράτος να ελέγχει!

Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι υποδέχονται στη Χαλυβουργική τον Κωνσταντίνο Καραμανλή

Η αρχή του επιχειρηματικού έπους

Αυτή η ιστορία της μεγάλης ελληνικής χαλυβουργίας αρχίζει από τον πατριάρχη της οικογενείας, τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, τον παππού του Κωνσταντίνου Αγελλόπουλου, ο οποίος είχε πει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Η συγκινητική ιστορία του παππού μου ξεκινάει από τη Βλαχοράπτη της Αρκαδίας. Η Βλαχοράπτη είναι έδρα ταχυδρομείου από το 1890. Εκεί εργάζεται ως ταχυδρόμος, μοιράζοντας
με το μουλάρι την αλληλογραφία στα χωριά της περιοχής, την οποία παίρνει από τη Δημητσάνα. Συμμετέχει στα κοινά του χωριού ως κοινοτικός σύμβουλος και πρόεδρος της κοινότητας για μία διετία. Με τη σύζυγό του, Χριστίτσα Παπαθανασίου, αποκτούν πολυμελή οικογένεια, η οποία ασφυκτιά στα στενά όρια ενός χωριού. Η απόφασή του για μετάβαση στην Αθήνα είναι μονόδρομος…».

Από εκεί, από τη Βλαχοράπτη της Αρκαδίας, ξεκινώντας, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος θα φτάσει με την Χριστίτσα και τα παιδιά τους, Άγγελο, Δημήτρη, Παναγιώτη, Ιωάννη και Κατίνα στην Αθήνα και θα εγκατασταθούν σε ένα σπίτι δύο δωματίων στη Νεάπολη. Ο άντρας της αδερφής του, Ιωάννης Παπαθανασίου, έχει ανοίξει από το 1909 ένα εμπορικό κατάστημα σιδηρικών στην Αιόλου 77Β και Ευριπίδου και εδώ θα εργαστεί επί επτά χρόνια περίπου ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Στην πραγματικότητα, μαζί του έχει τους δύο γιούς του, Δημήτρη και Παναγιώτη, διότι ο Άγγελος, που είναι αριστούχος, σπουδάζει και ο μικρός, ο Ιωάννης, πηγαίνει ακόμη στο δημοτικό σχολείο.

Χαρακτηριστική είναι η φράση που έλεγε ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος στον γιό του Κωνσταντίνο και που θυμίζει τον Ευάγγελο Παπαστράτο: “Ξεκινήσαμε ξυπόλητοι από τη Βλαχοράπτη. Δεν σπουδάσαμε, διότι δουλεύαμε από το πρωί ως αργά το βράδυ για να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας και να δημιουργήσουμε τις επιχειρήσεις, οι οποίες τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στη χώρα μας και στους εργαζόμενους».

Σημειώνω ότι πολύτιμη πηγή αυτών και πολλών άλλων πληροφοριών αποτελεί το αρχείο των επιχειρήσεων του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του οποίου ένα μέρος (παραχωρήθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, προκειμένου να χρησιμεύσει σε κάθε μελετητή της σύγχρονης ελληνικής οικονομικής ιστορίας). Ένα μέρος περιλαμβάνεται στην εξαιρετική έκδοση «Ο επιχειρηματίας Θεόδωρος Αγγ. Αγγελόπουλος, 1875 – 1953», που παρακολουθεί την πορεία του γενάρχη της οικογένειας από τη γέννηση ως το θάνατό του, του οποίου συγγραφέας είναι Γιάννης Λ. Λάμπρου.

Αυτό, το χωριό τους και τους ανθρώπους της ήδη από την εποχή της Κατοχής δεν ξέχασε ποτέ η οικογένεια Αγγελόπουλου. Επίσης, στήριξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χρηματοδότησε την
ανέγερση ναού στην Αθήνα, τη λειτουργία παιδικού πρεβαντορίου για άρρωστα και άπορα παιδιά ή τις υποτροφίες στη Σιβιτανίδειο σχολή για άπορους μαθητές και ανέπτυξηε ένα σημαντικό κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, το οποίο, όπως και όλων των μεγάλων Ελλήνων εθνικών ετεργετών, δικαιώνει τη διαπίστωση του Αριστοτέλη για τις χορηγίες και ευεργεσίες, ότι δηλαδή αυτές πραγματοποιούνται μόνο από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Φιλανθρωπικό έργο που συνέχισαν μετά τον θάνατό του τα παιδιά του.

Το οικονομικό περιβάλλον κατά την έναρξη της επιχειρηματικής εποποιίας

Αλλά, όπως προανέφερα, όλα αυτά είναι γνωστά. Έτσι, παρακάμπτοντας τη διαδρομή από την οδό Αιόλου 77Β το 1909, από το κατάστημα σιδηρικών στην οδό Αθηνάς το 1925, από το πρώτο ιδιόκτητο κτίριο της βιομηχανίας στην οδό Πειραιώς 187 “Ελληνικά Συρματουργεία Θ. Α. Αγγελοπούλου” το 1932 (συμμετέχει στην έκθεση του Ζαππείου το 1938), από τον πόλεμο και την επιστράτευση των εργαζομένων στην επιχείρηση και τη λεηλασία από τους Γερμανούς κατά την Κατοχή, ερχόμαστε στη ίδρυση χαλυβουργείου, που είχε προαναγγελθεί προπολεμικά, τον Μάρτιο του 1946. Τότε υπογράφεται και η σύμβαση με την Ηλεκτρική Εταιρεία για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Το 1951, οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα.

Σημειώνεται ότι η εγκατάσταση αυτή έγινε πριν από Ν.Δ. 2176/1952, το οποίο αποτέλεσε και την πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την προστασία της περιφερειακής βιομηχανίας. Με το νομοθέτημα αυτό μειώθηκαν τα επιτόκια βιομηχανικών δανείων και ΦΚΕ και αυξήθηκαν τα όρια αποσβέσεων για τις βιομηχανίες που ήταν εγκατεστημένες ή επρόκειτο να εγκατασταθούν εκτός του Νομού Αττικής. Επίσης, το ίδιο διάταγμα απαγόρευσε τη χορήγηση αδειών για εγκατάσταση βιομηχανιών στο Νομό Αττικής για την περίοδο 1952-5, κάτι όμως που όχι απλώς έμεινε στα… χαρτιά, αλλά και αγνοήθηκε παντελώς, αφού από τότε κατακλύσθηκε το Θριάσιο Πεδίο από μεγάλες ρυπαίνουσες βιομηχανίες και διυλιστήρια και νέκρωσε η θάλασσα του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας!

Από τότε και με τις συνεχείς επενδύσεις, όπως προαναφέρθηκε, η βιομηχανία αύξανε συνεχώς τη δραστηριότητα και τη ζήτηση προσωπικού, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της Ελευσίνας και όχι μόνο ως σημαντικής εργατούπολης και στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Ωστόσο, παράλληλα, άρχισαν και έντονες αντιδράσεις από τοπικούς φορείς και κόμματα με (δικαιολογημένες) καταγγελίες για μόλυνση του περιβάλλοντος (ατμόσφαιρας και θάλασσας), παρά τις τεράστιες επενδύσεις για περιορισμό της ρύπανσης.

Οι αντιδράσεις και οι καταγγελίες

Αλλά, πέρα από τις αντιδράσεις και κινητοποιήσεις με διαμαρτυρίες για τη μόλυνση του περιβάλλοντος της περιοχής, συχνά ήταν και τα εχθρικά δημοσιεύματα κατά της επιχείρησης
αυτής και όχι μόνο. Αναφέρω μερικά:

Πρώτον, θυμάμαι δημοσιεύματα που αναφέρονταν συνεχώς σε “σκανδαλώδεις” τότε επιδοτήσεις από τη ΔΕΗ στη “Χαλυβουργική” και σε άλλες ενεργοβόρες βιομηχανικές μονάδες, που έπαιρναν, βάσει νόμων και συμφωνιών και με απάτη, ηλεκτρικό ρεύμα σε χαμηλότερες τιμές!

Δεύτερον, το 1974, λίγο μετά τη μεταπολίτευση, διάφορα δημοσιεύματα ανέφεραν προσλήψεις απότακτων βασανιστών από την ΕΣΑ και την αστυνομία, τονίζοντας ότι έτσι «μάντρωνε» καλύτερα τους εργαζόμενους!

Τρίτον, σε όλη την προεκλογική περίοδο του 1981, οι εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ για “εθνικοποιήσεις” οδηγούσαν το μυαλό και στη “Χαλυβουργική” με τους ψιθύρους να θέλουν τους “πρασινοφρουρούς” να ετοιμάζονται!

Τέταρτον, το 1983, όταν κυριαρχούσαν οι συζητήσεις και οι φόβοι για “εθνικοποιήσεις” μεγάλων επιχειρήσεων και βιομηχανιών και ιδρύθηκε και ο Οργανισμός τάχα “Ανασυγκρότησης” Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) στον οποίο εντάχθηκαν πάνω από 40 προβληματικές και υπερχρεωμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις και ο οποίος διόγκωσε ακόμα περισσότερο τον κρατικό επιxειρηματικό τομέα με τη διάθεση ενός τρισ. δραχμών, ο τότε υπουργός Εμπορίου Βασίλης Κεδίκογλου, ως απάντηση στα δημοσιεύματα “περί σκανδάλου της Χαλυβουργικής”, επέβαλε πρόστιμο οκτώ δισ. δραχμών και πενταετή απαγόρευση συμμετοχής της εταιρείας σε κρατικές προμήθειες.

Τότε, καταγγελίες και δημοσιεύματα αναφέρονταν στο «σκάνδαλο της Χαλυβουργικής» για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος αξίας 57 εκατ. δολαρίων (μεταξύ 1970-1980). Επίσης, ο τότε υπουργός Οικονομίας Γεράσιμος Αρσένης απαντώντας σε αντιδράσεις των βιομηχάνων τόνισε ότι «τα κέρδη από το 1974 και μετά δεν δικαιολογούν την επενδυτική απραξία και είναι ειρωνικό να ακούγεται ότι η βιομηχανία έχει προβλήματα». Σημειώνω ότι στον επόμενο ανασχηματισμό του Ανδρέα Παπανδρέου έπαυσε να είναι υπουργός Εμπορίου ο Βασίλης Κεδίκογλου!

Πάντως, σύμφωνα με παρατηρητές όλα αυτά για τη Χαλυβουργική, τα ναυπηγεία και άλλες εμβληματικές επιχειρήσεις οδήγησαν στη δολοφονία του Δημήτρη Αγγελόπουλου, αδελφού του
Παναγιώτη Αγγελόπουλου και συνεργάτη του, τον Απρίλιο του 1986, του Αλεξάνδρου Αθανασιάδη Μποδοσάκη την 1η Μαΐου του 1988, του εφοπλιστή και ιδιοκτήτη των Ναπηγείων Ελευσίνας Κώστα Περατικού στις 28 Μαϊου 1997, τον τραυματισμό του επιχειρηματία Βαρδή Βαρδινογιάννη και του οδηγού στις 20 Σεπτεμβρίου 1990! Και, δυστυχώς, παρά το αίμα που έχει χυθεί, η ίδια “καταγγελτική” ή “εισαγγελική” τακτική συνεχίζεται και σήμερα εναντίον επιχειρηματών και εφοιπλιστών σαν να μην υπάρχει κράτος να ελέγχει με τις αρμόδιες υπηρεσίες! Μετά τη δολοφονία του αδερφού του, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος, δικαιολογημένα, επικέντρωσε όλη σχεδόν τη δραστηριότητά του πια στις επιχειρήσεις του στο εξωτερικό για την οποία και πάλι κατηγορήθηκε!

Το ναυάγιο της συνεργασίας με τη ΔΕΗ

Μία προσπάθεια ενίσχυσης των επενδύσεων στη χώρα μας ήταν και η συμφωνία για τη δημιουργία μιας μεγάλης επένδυσης με τη ΔΕΗ, η οποία αφορούσε στην κατασκευή μονάδας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Η προσπάθεια αυτή άρχισε το 2008 και, μολονότι, είχε εγκριθεί η επένδυση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού στην οποία είχαν προσφύγει οι ανταγωνιστές και οι μόνιμοι διαμαρτυρόμενο για επενδύσεις, είχε άδοξο τέλος και μάλιστα ύστερα από… τρία χρόνια, δηλαδή το 2011, όταν στη χώρα μας εφαρμοζόταν το πρώτο επαχθές Μνημόνιο και η τότε κυβέρνηση υποσχόταν μεγάλες επενδύσεις! Με βάση το Μνημόνιο συνεργασίας, η μονάδα θα λειτουργούσε με φυσικό αέριο, θα είχε συνολική ισχύ 880 μεγαβάτ και θα κατασκευαζόταν στις εγκαταστάσεις της “Χαλυβουργικής” στην Ελευσίνα. Το μνημόνιο πρόβλεπε τη δημιουργία ξεχωριστής ανώνυμης εταιρείας, με τη “Χαλυβουργική” να κατέχει το 51% του μετοχικού κεφαλαίου και τη ΔΕΗ το 49%.

Κι έγινε πάλι παναττικός και πανελλήνιος χαλασμός από αντιδράσεις, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή Ανταγωνισμού με την υπ ́ αριθμόν 1446/V/2009 απόφασή της επέτρεψε την επένδυση αυτή. Ωστόσο, σε ανακοίνωσή τους οι κάτοικοι της περιοχής ανέφεραν τότε ότι η υπό ίδρυση μονάδα θα επιβαρύνει την ήδη επιβαρημένη περιοχή του Θριασίου (λόγω του διυλιστηρίου της Πετρόλα και του εργοστασίου της Χαλυβουργικής) με ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που θα ισοδυναμούν με τις εκπομπές τουλάχιστον 80.000- 100.000 βενζινοκίνητων αυτοκινήτων! Η Επιτροπή Αγώνα που είχε συσταθεί στο Θριάσιο για να εμποδίσει την περαιτέρω μόλυνση του περιβάλλοντος στην ανακοίνωσή της επεσήμαινε ακόμα ότι η μονάδα θα κατασκευαστεί σε μπαζωμένη θαλάσσια έκταση 102 στρεμμάτων και ότι θα προσθέσει στην ατμόσφαιρα της περιοχής τόσα καυσαέρια όσα εκπέμπονται από το διυλιστήριο των ΕΛΠΕ στον Ασπρόπυργο!

Σημειώνω ότι η ίδια Επιτροπή Αγώνα , η οποία και στο παρελθόν είχε αντιτεθεί στην πρόθεση της “Χαλυβουργικής” να κατασκευάσει μονάδα ηλεκτροπαραγωγής, υπολόγιζε ότι το νέο εργοστάσιο θα προσθέτει στην ατμόσφαιρα τουλάχιστον 2.000-2.300 τόνους οξειδίων του αζώτου τον χρόνο, όταν σήμερα σε όλο το Θριάσιο Πεδίο παράγονται περίπου 2.700 τόνοι τον χρόνο! Θα υπήρχε, δηλαδή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, αύξηση της ρύπανσης τουλάχιστον κατά 75%.

Οι κάτοικοι προειδοποιούσαν ότι θα κάνουν τα πάντα για να μην περάσει το σχέδιο, προαναγγέλλοντας δυναμικές κινητοποιήσεις και αναφέρουν ότι τα Δημοτικά Συμβούλια Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Μάνδρας, Μαγούλας και Νέας Περάμου έχουν λάβει ομόφωνα αρνητικές αποφάσεις στην πρόθεση της Χαλυβουργικής για ίδρυση μονάδας ηλεκτροπαραγωγής. Μάλιστα έλεγαν ότι έχουν διαμηνύσει στη ΔΕΠΑ ότι θα παρεμποδίσουν με κάθε τρόπο την κατασκευή αγωγού υψηλής πίεσης από το Πάτημα έως τη Χαλυβουργική για την τροφοδοσία της μονάδας με φυσικό αέριο.

Αυτά διήρκεσαν επί … τρία χρόνια με συζητήσεις, αντιδράσεις, καταγγελίες, μνημόνια, τρόικα, ανεργία ρεκόρ, ύφεση ρεκόρ, μείωση εισοδήματος ρεκόρ, αύξηση του δημόσιου χρέους ρεκόρ, περικοπές μισθών και συντάξεων ρεκόρ και υπερφορολόγηση ρεκόρ!!!! Εννοείται ότι οι δύο ενδιαφερόμενες για την επένδυση εταιρείες με στοιχεία προσπαθούσαν να πείσουν για το αντίθετο, ότι προστατευόταν το περιβάλλον και ότι η επένδυση θα ενίσχυε την απασχόληση και την ανάπτυξη, αλλά… χαιρέτα μας τον πλάτανο!

Οι απόψεις οικονομολόγων για τη μεταπολεμική εκβιομηχάνιση

Αλλά, όπως προανέφερα, για τους αναγνώστες του “Οικονομικού Ταχυδρόμου” προτίμησα να παρουσιάσω το οικονομικό περιβάλλον, τα διλήμματα και τις έριδες γύρω από το μοντέλο που έπρεπε να εφαρμόσει η χώρα μας μεταπολεμικά για την ανασυγκρότησή της, την αύξηση της απασχόλησης και, κυρίως, την αναχαίτιση της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Αυτό το περιβάλλον, το κλίμα, τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες υπό τις οποίες αναλήφθησαν και προωθήθηκαν στη συνέχεια σημαντικές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, όπως εκείνες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και των παιδιών του Παναγιώτη και Δημητρίου, θα παρουσιάσω με βάση μερικές σημειώσεις που κρατούσα κατά τις συχνές συζητήσεις μου με τον “σοσιαλιστή” της “καπιταλιστικής” οικογένειας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, τον γιό του Άγγελο Αγγελόπουλο, ο οποίος δεν συμμετείχε καθόλου στην επιχειρηματική δραστηριότητα του πατέρα του και των αδερφών του, καθώς είχε διαλέξει την επιστημονική και ακαδημαϊκή πορεία του.

Ο Άγγελος Αγγελόπουλος σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕΕ), και συμπλήρωσε[ τις σπουδές του στο εξωτερικό μεταβαίνοντας στη Λειψία, στο πανεπιστήμιο της οποίας εκπόνησε διδακτορική διατριβή στις πολιτικές επιστήμες.Στη συνέχεια, επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία (καθηγητής Δημόσιας Οικονομίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ακαδημαϊκός κλπ). Σημειώνω ότι διετέλεσε και γραμματέας (υπουργός) επί των Οικονομικών στην Κυβέρνηση του Βουνού το 1944, εκπρόσωπος της ΠΕΕΑ στο Συνέδριο του Λιβάνου και υφυπουργός Οικονομικών] το ίδιο έτος στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου.

Την περίοδο 1974 – 1979 διετέλεσε διοικητήςτης Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Όμως, σημαντική είναι συμβολή του Άγγελου Αγγελόπουλου στην καλλιέργεια μεταπολεμικά της οικονομικής σκέψης, αφού, μετά την απόλυσή του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1946, ίδρυσε το ιστορικό περιοδικό “Νέα Οικονομία”, του οποίου πάντοτε κρατούσε στα χέρια του αντίτυπα και καμάρωνε, όπως και για τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”. Και πραγματικά, οι θέσεις που υποστήριζε στα άρθρα του, τα οποία αναδημοσιεύονταν συνήθως και στο “Βήμα”, σε σχέση με τις δυνατότητες εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας ήταν πολύ τολμηρές για την εποχή
εκείνη, ενώ οι οικονομικές προτάσεις του βασίζονταν σε εκλεκτικά παραδείγματα των ευρωπαϊκών οικονομιών, οι οποίες εκείνη την εποχή κινούνταν προγραμματικά προς μια κεντρική πολιτική απορρόφησης του εργατικού δυναμικού, αλλά και στην εξασφάλιση της οικονομικής μεγέθυνσης με επενδύσεις σε όλους του τομείς. Με την ευκαιρία του επιχειρηματικού έπους της οικογένειας Αγγελόπουλου, παραθέτω τις κυρίαρχες τότε απόψεις του Άγγελου Αγγελόπουλου, οι οποίες ήταν περίπου στη μέση των δύο αντίθετων, δηλαδή του “αστού” οικονομολόγου Κυριάκου Βαρβαρέσου και Ξενοφώντος Ζολώτα και άλλων επιφανών οικονομολόγων για τη βιομηχανία και την εκβιομηχάνιση:

– Οι απόψεις της “Νέας Οικονομίας” και του Άγγελου Αγγελόπουλου επεσήμαναν κυρίως την ανάγκη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού μιας βιομηχανικής πολιτικής. Δηλαδή,
τοποθετούσαν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξης στη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας και όχι στην προώθηση μικρών ανταγωνιστικών επιχειρήσεων καταναλωτικών ειδών.

– Στο τέλος της δεκαετίας του 1950 οι προτάσεις του εγκατέλειψαν κάθε επιφύλαξη για τις δυνατότητες χρηματοδότησης της βιομηχανίας και προέβαλαν το κράτος όχι μόνο ως
οργανωτή των επενδυτικών πρωτοβουλιών, αλλά και ως άμεσο χρηματοδότη τους, μέσω της επένδυσης των τραπεζικών διαθεσίμων.

– Οι απόψεις του διακρίθηκαν ιδιαίτερα για την εμμονή τους στην αξιοποίηση των εσωτερικών πόρων ή πιο σωστά των δυνατοτήτων παραγωγικής επένδυσης των κρατικών πόρων. Υπενθυμίζεται ότι από το 1947 χορηγούνταν στην Ελλάδα αmερικανική βοήθεια (Σχέδιο Μάρσαλ) περίπου δυόμισι δισεκατομμυρίων δολαρίων.

– Σε όλα σχεδόν τα άρθρα του στο περιοδικό “Νέα Οικονομία” και το “Βήμα”, ο Άγγελος Αγγελόπουλος επεσήμαινε δικαίως το μείζον ενεργειακό έλλειμμα της χώρας και ως προϋπόθεση ίδρυσης βαριάς βιομηχανίας έθετε την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού.

Οι απόψεις του Κυράκου Βαρβαρέσου

Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος ήταν έντονα επιφυλακτικός με “την χρηματοδότησιν νέων επενδύσεων εις την βιομηχανίαν», ενώ υποστήριζε την ανάγκη να υποβληθεί κάθε πρόταση και κάθε σχέδιο σε ενδελεχή και εξονυχιστική έρευνα. Η άποψή του για το πρόγραμμα βιομηχανικής ανάπτυξης απέκλεισε την κρατική παρέμβαση για την παραγωγή αλουμινίου, αζώτου ή σιδήρου, παρά την ύπαρξη ορυκτού πλούτου και εργατικού δυναμικού, γιατί θεωρούσε ότι η στενότητα της εσωτερικής αγοράς θα καθιστούσε την παραγωγή οικονομικά ασύμφορη.

Ακόμα, υποστήριζε ότι το κράτος έπρεπε να προσανατολιστεί στην αποκατάσταση της νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας και να αφήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο την εκδήλωση ενδιαφέροντος για ανάλογες βιομηχανίες. Επίσης, θεωρούσε ότι η ανάπτυξη της γεωργίας έπρεπε να αποτελέσει την κύρια επιδίωξη ενός προγράμματος ανασυγκρότησης. Πάντως, η προτροπή του ήταν η χρηματοδότηση ανταγωνιστικών επιχειρήσεων βιομηχανικής παραγωγής ειδών ευρείας κατανάλωσης, επιχειρήσεων που θα συμμετείχαν με ίδια κεφάλαια στην αύξηση της παραγωγής τους, ενώ είχε προτείνει φορολογικές διευκολύνσεις σε βιομηχανίες.

Εννοείται ότι και στην περίπτωση αυτή οι αντιδράσεις από τους γνωστούς “δαιμονολόγους” ήταν τόσο έντονες που σε ορισμένες περιπτώσεις η έκθεσή του χαρακτηρίστηκε, ως συνήθως στην Ελλάδα, και ως παρέμβαση του “ξένου παράγοντα” και των ΗΠΑ, μολονότι την ίδια στιγμή ασκούσε κριτική και στην αμερικανική παρέμβαση, δηλαδή στην Εκθεση Πόρτερ, η οποία σημείωνε ότι υπήρχαν δυνατότητες ανάπτυξης της βιομηχανίας στην Ελλάδα, δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου στον τομέα της ενέργειας! Πάντως, αυτός ο “αστός” οικονομολόγος πρότεινε τη φορολόγηση αυτών που πλούτισαν στη διάρκεια της Κατοχής, αποτελεσματικότερη διανομή της βοήθειας της UNRRA, επαναφορά των διατιμήσεων, σταθερότητα μισθών/ημερομισθίων!

Υπέρμαχος της εκβιομηχάνισης ο Ξενοφών Ζολώτας υπό όρους!

Υπέρμαχος της εκβιομηχάνισης της χώρας στη θεωρία και στην πράξη ήταν και ο καθηγητής και ακαδημαϊκός (πρωθυπουργός το 1990 και διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τα προηγούμενα χρόνια), ο οποίος, ωστόσο, υποστήριζε ότι πρέπει να δίνεται μεγάλη σημασία στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην ελεύθερη οικονομία. Ιδανικό σύστημα ήταν για τον Ζολώτα εκείνο που θα διαμόρφωνε το θεσμικό πλαίσιο που θα μεγιστοποιούσε την κοινωνική ευημερία, δηλαδή ο «φιλελεύθερος σοσιαλισμός».

Κατά τη γνώμη του, η κοινωνικοπολιτική ευημερία μιας χώρας στηριζόταν σε τρεις πυλώνες: στην παραγωγικότητα, στην ελευθερία και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Το κράτος έπρεπε, κατά τον Ζολώτα, να συμπληρώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Επρεπε ακόμη να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των ορίων της πολιτικής για την οικονομική ανάπτυξη και της κοινωνικής πολιτικής. Όπως τόνιζε, το μέλλον της χώρας βρισκόταν κατ’ αυτόν στη βιομηχανία και μάλιστα στην εξαγωγική. Πάντως, μολονότι είχε θετική στάση στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για την εκβιομηχάνιση, εμφανιζόταν να έχει και ενδοιασμούς. Μάλιστα, σε μια σύσκεψη το 1963 χαρακτήριζε την Ελλάδα «μάλλον ημιανάπτυκτο», καθώς, όπως τόνιζε, η ανάπτυξη «επεταχύνθη μεγάλως κατά την τελευταίαν δεκαετίαν», αλλά αναφερόμενος στην ποιότητά της διαπίστωνε ότι «εις τας ολιγωτέρον ανεπτυγμένας χώρας η ιδιωτική πρωτοβουλία προσανατολίζεται συχνά προς κερδοσκοπικός δραστηριότητας»!

Υπενθυμίζω ότι υπέρμαχος της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας ήταν και Αλέξανδρος Διομήδης, οποίος είχε υποδείξει προπολεμικά ότι Ελλάδα δεν θα έπρεπε να στηρίζεται στους «άδηλους πόρους» από το εξωτερικό, αλλά να στρέψει την προσοχή της στην αξιοποίηση των δικών της παραγωγικών πόρων, με κινητήριους μοχλούς την εκβιομηχάνιση και τον εξηλεκτρισμό.

Σημειώνεται ότι υποστηρικτής της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας, και μάλιστα μέσω της βαριάς βιομηχανίας, ήταν και Δημήτρης Μπάτσης, αλλά με ταυτόχρονη απεξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο και τη στήριξη της οικονομίας μέσα στα πλαίσια ενός γενικότερου προγράμματος σχεδιασμένης ανασυγκρότησης της οικονομίας. Μάλιστα, ενώ κατηγορούσε το καπισταλιστικό μοντέλο εκβιομηχάνισης, πρότεινε οι πρώτες νέες βιομηχανίες να είναι εκείνες που θα ικανοποιήσουν πρώτα την ανασυγκρότηση, δηλαδή μεταλλουργική βιομηχανία και σιδηρομεταλλουργία, πάνω στις οποίες θα βασιζόταν η περαιτέρω εκβιομηχάνιση και άλλων κλάδων της οικονομίας. Δηλαδή, πρότεινε αυτό που έκανε ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος! Πρόκειται για αντιδράσεις ή απόψεις κυρίως από τον “προοδευτικό” χώρο, οι οποίες εστιάζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος αποτελούσε τον κύριο φορέα ανάληψης και λειτουργίας στρατηγικής σημασίας βιομηχανικών μονάδων, για τις οποίες δεν υπήρχε ανάλογο ενδιαφέρον και μέγεθος συσσώρευσης κεφαλαίου από ιδιώτες,, ενώ οι ξένες επενδύσεις περιέκλειαν κινδύνους αποικιοκρατικών εκμεταλλεύσεων. Η κριτική αυτή για τον αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης χαρακτήρα των άμεσων ξένων επενδύσεων εντάθηκε μετά το Νομοθετικό Διάταγμα 2687/1953 , το οποίο έδινε φορολογικά και άλλα κίνητρα για τις επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, κίνητρα που δεν απολάμβανε το εγχώριο κεφάλαιο, και μόνο αργότερα θεσπίστηκαν ανάλογοι νόμοι, κυρίως στη δεκαετία του 1960 που όξυναν τον πολιτικό διάλογο (Πεσινέ, «Esso Pappas» κλπ). Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής “υιοθέτησε”… όλες τις απόψεις!

Τελικά, από το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης που εφαρμόστηκε στη χώρα κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 προκύπτει οτι ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν… “δυσαρέστησε” κανένα από τους οικονομολόγους που είχαν εκφράσει διαφορετικές απόψεις για την ανασυγκρότηση και την εκβιομηχάνιση της χώρας μας, με ορόσημο το 1953, όταν η ελληνική οικονομία πέρασε από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση στην προπαρασκευαστική φάση αναζωογόνησης με συνταγή την κρατική παρέμβαση παντού και με “κερασάκι” απλώς την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα!

«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 16.3.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αυτό προκύπτει από από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1950, όταν η κρατική παρέμβαση ήταν εμφανής και προσανατολιζόταν στην άμεση ανάληψη έργων υποδομής και εξηλεκτρισμού με κεφάλαια από τις εξωτερικές πιστώσεις (κυρίως του Σχεδίου Μάρσαλ) και την κατάρτιση μεσοπρόθεσμων οικονομικών προγραμμάτων, αρχικά λόγω της αναγκαιότητας κατάθεσής τους στους διεθνικούς οικονομικούς οργανισμούς διαχείρισης των εξωτερικών πιστώσεων και άλλης εισροής κεφαλαίων.

Στο βιομηχανικό τομέα το πρόγραμμα έδινε απόλυτη προτεραιότητα στην ίδρυση βιομηχανικών μονάδων παραγωγής αζώτου, αλουμινίου, μαγνήσιου, νικελίου, σόδας, ζάχαρης, χυτοσιδήρου, διυλιστηρίων πετρελαίου και μονάδων επισκευής πλοίων. Η επιλογή των μονάδων στηριζόταν στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (π.χ. βωξίτη, λευκόλιθου) και της γεωργικής παραγωγής (π.χ., τεύτλων), καθώς και στην αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας.

Το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω βιομηχανικών μονάδων και των ανάλογων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής πραγματοποιήθηκε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας μέσω του Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Ανάπτυξης 1960-1964.

Είχε προηγηθεί μία σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που στόχευαν στην προσέλκυση ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων για επενδύσεις στην Ελλάδα, στην ενθάρρυνση των καταθέσεων ταμιευτηρίου, στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με συγχωνεύσεις και συγκρότηση μετοχικών εταιρειών, στη διεύρυνση του πάγιου κεφαλαίου στη βιομηχανία, στην αποκέντρωση των βιομηχανικών μονάδων και στην ενίσχυση των εξαγωγών, όπως:

-Το νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εκ του εξωτερικού», με το οποίο προστατεύονταν οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, κατοχυρώθηκε η με περιορισμούς επανεξαγωγή κεφαλαίων και ενός ορισμένου ύψους κερδών, δόθηκαν φορολογικά κίνητρα κλπ.

-Το νομοθετικό καθεστώς για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα συμπληρώθηκε με ειδικές διατάξεις που περιλήφθηκαν στους νόμους 4171/1961 και 4256/1962, καθώς και στον Α.Ν. 89/1967 «Περί εγκαταστάσεων εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών»
(συμπληρωμένο από τον Α.Ν. 378/1968).

-Το νομοθετικό διάταγμα 3323/1955 «Περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων» από τη μια εισήγαγε τη γενική φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων και από την άλλη απάλλασσε πλήρως από το φόρο τα εισοδήματα από τόκους καταθέσεων κάθε είδους σε τράπεζες και κρατικά ταμιευτήρια, καθώς και από τόκους εθνικών δανείων που εκδίδονταν με τη μορφή έντοκων γραμματίων του. Δημοσίου ή ομολόγων.

-Το νομοθετικό διάταγμα 3746/1957 επεξέτεινε πλήρως την απαλλαγή στα εισοδήματα από τοκομερίδια, από λαχνούς ομολογιακών δανείων Ανώνυμων Εταιρειών ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου (εκτός των Ασφαλιστικών Ταμείων47 και Ιδιωτικού Δικαίου, επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας. Καθιερώθηκε πλήρης απαλλαγή φόρου για μια δεκαετία για τα μερίσματα προνομιούχων μετοχών.

Έτσι, με την εισροή ξένων κεφαλαίων άρχισαν μερικές σημαντικές επενδύσεις στη βιομηχανία κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950, κυρίως στους κλάδους της χαρτοποιίας, των μεταφορικών μέσων, των ηλεκτρικών ειδών και, κατά την επόμενη δεκαετία, του 1960, έγιναν οι πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις στη χαλυβουργία, στα πετρελαιοειδή – ESSO-Pappas, Motor Oil – στην επεξεργασία βωξίτη (Pechiney), στα ελαστικά (Pirelli). Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης το 1956 οι ξένες ακαθάριστες επενδύσεις αποτελούσαν το 3% των ακαθάριστων επενδύσεων στη μεταποίηση, το 1957 το 5,3%, το 1958 το 8%, το 1959 το 4%, το 1960 το 8,5%, ενώ αυξήθηκαν θεαματικά το 1963 και αποτέλεσαν το 24%. Το 1965 έφτασαν το 31,8% και στη συνέχεια μειώθηκαν στο 21,9% το 1966, στο 14,2% το 1967 και στο 12,4% το 1968.

Έντονος και ο τοξικός κρατισμός

Παράλληλα με τις ιδιωτικές επενδύσεις και πειθόμενος τοις ρήμασι και των “προοδευτικών” οικονομολόγων, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θεμελίωσε και ανέπτυξε κατά τη δεκαετία του 1950 και του 1960 ένα νέο θεσμικό δίκτυο της άμεσης οικονομικής κρατικής παρέμβασης, το οποίο ενισχύθηκε με τη “σοσιαλμανία” που κυριάρχησε αμέσως μετά τη μεταπολύτευση με την κρατικοποίηση του τεράστιου ομίλου τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών και βιομηχανιών του Στρατή Ανδρεάδη τον Δεκέμβριο του 1975! Έτσι, η Νέα Δημοκρατία παρέδωσε το 1981 στο ΠΑΣΟΚ 119 κρατικές επιχειρήσεις, στις οποίες στη συνέχεια προστέθηκαν το 1983 κι άλλες περίπου άλλες 50, προ χαρά και αγαλλίασιν των “πρασινοφρουρών”! Αναφέρω ότι, σύμφωνα με μελέτη, μόνο το 1959 το 34% του συνόλου των πάγιων κεφαλαίων των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανήκε στο κράτος, που σημαίνει ότι μετά από 30 χρόνια, το 1989, το ποσοστό αυτό θα αποτελούσε ίσως παγκόσμιο ρεκόρ για μια ευρωπαϊκή χώρα!

Από τότε, παράλληλα, με την κρατική επιχειρηματική βουλιμία, προωθήθηκαν σημαντικές πρωτοβουλίες που οδήγησαν, πέρα της “Χαλυβουργικής”, στην ίδρυση ορισμένων σημαντικών βιομηχανιών, που αξιοποιούσαν τον φυσικό πλούτο της χώρας, όπως του (κρατικού) διυλιστηρίου Ασπροπύργου (εγκαίνια 1958), της ιδιωτικής εταιρείας κατασκευής αμαξωμάτων, ελβετικών και γερμανικών συμφερόντων, ΒΙΑΜΑΞ στη Θεσσαλονίκη επίσης το 1958, του εργοστασίου ελαστικών της Pirelli στην Πάτρα το 1959, του εργοστασίου της Dow Chemical στο Λαύριο (1961), της Philips (άδεια το 1961), των (κρατικών) εργοστασίων ζάχαρης στη Λάρισα (1961) και τις Σέρρες (1962), του επίσης κρατικού εργοστασίου αζωτούχων λιπασμάτων Πτολεμαΐδας (1960) και του ιδιωτικού εργοστασίου φωσφορικών λιπασμάτων Νέας Καρβάλης (1962) και στην υπογραφή το 1962 της σύμβασης ανάμεσα στο ελληνικό κράτος και την κοινοπραξία Esso-Pappas που προέβλεπε την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη ενός διυλιστηρίου, χαλυβουργίας, εργοστασίου παραγωγής αμμωνίας και ενός πετροχημικού.

Επιπλέον στη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, η οποία προπολεμικά ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, εμφανίστηκαν τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, της Ελευσίνας και της Χαλκίδας. Στη χημική βιομηχανία δημιουργήθηκε η βιομηχανία πλαστικών και στη μεταλλουργία – νικελοβιομηχανία ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα και η βιομηχανία αλουμίνας και αλουμινίου στους Δελφούς με την επωνυμία Πεσινέ , η οποία προκαλούσε μονίμως αντιδράσεις κυρίως από την αντιπολίτευση για το ύψος της τιμής ((3,1 mills/kWh για τα πρώτα 16 έτη και σε 3,6 kWh για τα υπόλοιπα 34, δηλαδή 9,3 και 10,8 λεπτά της δραχμής αντίστοιχα) παροχής ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ για να είναι η επιχείρηση ανταγωνιστική, αλλά και τα μεγάλα ποσά ενέργειας!

Από την παράθεση των επενδύσεων αυτών προκύπτει ότι είναι έντονη η κρατική παρουσία. Αυτή η κρατική επιχειρηματική κυριαρχία στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την εσωτερική συσσώρευση του κεφαλαίου, στηρίχθηκε στο νέο κρατικό προσανατολισμό και την αντίστοιχη διαμόρφωση της κρατικής υποδομής για τη στήριξη της βιομηχανίας. Οι άμεσες κρατικές επενδύσεις κατευθύνθηκαν κυρίως στον εξηλεκτρισμό, τις μεταφορές και άλλες υποδομές, ενώ οι ιδιωτικές (και οι άμεσες ξένες) επενδύσεις κατευθύνθηκαν προς τους κλάδους της κυρίως βιομηχανίας (μεταποίησης) και μάλιστα της λεγόμενης βαριάς.

Σημειώνω ότι για την προώθηση αυτού του μοντέλου ανασυγκρότησης και ανάπτυξης, το 1958 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντόνος Καραμανλής ιδρυσε ένα συμβούλιο υψηλού επιπέδου
για τον προγραμματισμό της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής με τη συμμετοχή αξιόλογων επιστημόνων της εποχής. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών με
επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου, χάρη στο οποίο έγιναν πολλές έρευνες και μελέτες για την ελληνική οικονομία!

Σημειώνεται ότι πριν από πολλές δεκαετίες, δηλαδή κατά την προπολεμική περίοδο, η επιχειρηματική δραστηριότητα του ελληνικού κράτους ήταν περιορισμένη τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο. Όμως στη συνέχεια, το κράτος άρχισε να γίνει επιχειρηματίας τάχα για το καλό της χώρας και της οικονομίας!

Πριν από 107 χρόνια, το 1914, έγινε η αρχή της συμμετοχής του κράτους στην επιχειρηματική δραστηριότητα με την απόκτηση και την εκμετάλλευση του σιδηροδρομικού δικτύου Πειραιώς – Αθηνών – Θεσσαλονίκης που υπήρχε τότε. Το 1920, τη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου ανέλαβαν οι Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) και λίγο πριν από τον Β ́ ΠαγκόσμιΠόλεμο το κράτος ανέλαβε τη λειτουργία και του σιδηροδρομικού δικτύου της Πελοποννήσου με τη σύσταση των Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ). Τότε, τα χρόνια εκείνα, καθώς «τρώγοντας έρχεται η όρεξη», στη δεκαετία του 1920, ιδρύθηκαν ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Και καθώς η όρεξη συνεχώς αυξανόταν, το 1923, ιδρύθηκε η Ελεύθερη Ζώνη Θεσσαλονίκης και ακατάπαυστα, το
1926, ιδρύθηκε ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ) και το 1929, η κρατική «επιχειρηματική» βουλιμία επεκτάθηκε και στον τραπεζικό τομέα, αφού ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος.

Μεταπολεμικά, το 1949, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (έως τότε οι τηλεπικοινωνίες ανήκαν σε ιδιωτικές εταιρείες), το 1950, το κράτος επεκτάθηκε και στο χώρο της
ενέργειας, ιδρύοντας τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και το 1954, το κράτος δεν μπορούσε να μη γίνει και «επιχειρηματίας» χρηματοδότης. Έτσι ίδρυσε τον Οργανισμό
Χρηματοδοτήσεως Οικονομικής Αναπτύξεως (ΟΧΟΑ) για τη χρηματοδότηση αυξημένων κινδύνων που δεν μπορούσαν να αναλάβουν οι τράπεζες. Πάντως, όπως παρατηρείτε, εντυπωσιάζουν όλοι σχεδόν οι τίτλοι των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών για τους … σκοπούς τους!

Το 1959, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει «κενό» στη χρηματοδότηση και έτσι αποφασίσθηκε να ιδρυθεί ο Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΟΒΑ) για την προώθηση τάχα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σαν να μην ήταν τότε το τραπεζικό σύστημα κατά 90% σχεδόν… κρατικό!

Το 1964, διαπιστώθηκε κι άλλο «κενό» στη χρηματοδότηση και έτσι ιδρύθηκε η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως στην οποία συγκεντρώθηκαν οι λειτουργίες του ΟΧΟΑ, του
ΟΒΑ και του Οργανισμού Τουριστικής Πίστεως. Ράβε, ξήλωνε, δηλαδή…

Το 1970, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ). Τότε, με τον οργανισμό αυτό συγχωνεύθηκαν οι ΣΕΚ και οι ΣΠΑΠ.

Επίσης, το ίδιο έτος, το 1970, οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, που αποτελούσαν ξεχωριστή Διεύθυνση στο υπουργείο Συγκοινωνιών, μεταφέρθηκαν στα Ελληνικά Ταχυδρομεία ΕΛΤΑ), που ιδρύθηκαν τότε. Την ίδια χρονιά, το 1970, ιδρύθηκαν τα Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία τηςΠεριοχής Αθηνών – Πειραιώς (ΗΛΠΑΠ) με την εξαγορά της ιδιωτικής ΗΕΜ.

Το 1975, η ΔΕΗ συγχωνεύθηκε με την Εταιρεία Λιγνιτών Πτολεμαίδας (ΛΙΠΤΟΛ). Την ίδια χρονιά, το 1975, το κράτος θέλησε να επεκταθεί και στο χώρο των αερομεταφορών εξαγοράζοντας την Ολυμπιακή Αεροπορία, η οποία λειτουργούσε από το 1956 ως ιδιωτική επιχείρηση του Αριστοτέλη Ωνάση και παρουσίαζε κέρδη στους ισολογισμούς της. Η συνέχεια είναι γνωστή: εξελίχθηκε σε μια διαρκώς ζημιογόνα επιχείρηση με καταθλιπτικές επιπτώσεις στα δημόσια ελλείμματα.

Μία νύχτα της Παρασκευής της 5ης Δεκεμβρίου 1975 έγινε από την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παρέμβαση και … κρατικοποίηση ενός τεράστιου ομίλου (πέντε) τραπεζών, (τριών) ασφαλιστικών εταιρειών και άλλων επτά βιομηχανιών και επιχειρήσεων, του Ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας ή του Ομίλου Ανδρεάδη.

Το 1977 ιδρύθηκε ο κρατικός φορέας φορέα αστικών συγκοινωνιών που λειτουργούσε παρανόμως επί… χρόνια!

Με το Νόμο 588/1977, ιδρύθηκε υπό το κλίμα μιας έντονης «σοσιαλμανίας», η Επιχείρηση Αστικών Συγκοινωνιών (ΕΑΣ) και ο Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών (ΟΑΣ), ο γνωστός Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθήνας (ΟΑΣΑ), ο οποίος επόπτευε και συντόνιζε στο έργο τους και τους άλλους δύο κρατικούς φορείς αστικών συγκοινωνιών, δηλαδή τα Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία Περιοχής Αθηνών – Πειραιώς (ΗΛΠΑΠ) και Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών – Πειραιώς (ΗΣΑΠ), όπως λέγονταν.

Ο ιδρυτικός νόμος 588/1977 πρόβλεπε την καταβολή από το κράτος, ως μοναδικό μέτοχο, το ποσό των 50.000.000 δραχμών ως μετοχικό κεφάλαιο. Το ποσό αυτό, όπως αποκάλυπτα τότε κάθε χρόνο στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» αναλύοντας τον ισολογισμό του ΟΑΣ δεν είχε καταβληθεί τουλάχιστον έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, μολονότι συνεχώς επισημαινόταν στο Πιστοποιητικό των ορκωτών λογιστών, το οποίο συνόδευε τον εκάστοτε ισολογισμό!

Το 1977, συγχωνεύθηκαν ο Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας (ΕΟΕΧ) και το Κέντρο Βιοτεχνικής Αναπτύξεως (ΚΕΒΑ) σε κοινό οργανισμό, τον Ελληνικό Οργανισμό Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (ΕΟΜΜΕΧ).

Την ίδια χρονιά, το 1977, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Προωθήσεως Εξαγωγών (ΟΠΕ).

Το 1979, ιδρύθηκε η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) για την… αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου!

Στη δεκαετία του 1970, για να μην πολυλογούμε, ιδρύθηκαν η Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομήσεως, Οικισμού και Στεγάσεως (ΔΕΠΟΣ), η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), η Ελληνική Εταιρεία Βιομηχανικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΛΕΒΜΕ), η Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, ενώ σε όλα αυτά προστέθηκαν το 1975, όπως έχουμε αναφέρει, και 15 τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, εμπορικές, βιομηχανικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις του Ομίλου Ανδρεάδη.

Το 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές, κληρονόμησε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας «καμένη γη», αλλά και έναν εντυπωσιακό γαλαξία 119 τραπεζικών, ασφαλιστικών, βιομηχανικών, εμπορικών, ξενοδοχειακών, τεχνικών, εξαγωγικών και ενεργειακών επιχειρήσεων που το ίδιο κόμμα, με διάφορες ονομασίες. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι η κρατική επιχειρηματική παρέμβαση έγινε έντονη και σε παραγωγικούς τομείς που δεν χρειαζόταν, όπως με την ίδρυση δημόσιων οργανισμών… γάλακος (πάνω από 15!), κρέατος, ρητίνης, κόκκινου πιπεριού, ζωοτροφών, χυμών, φρούτων, αλιείας, σουλτανίνας. Ο πίνακας είναι μακρύς και προκλητικός…

Σε όλες αυτές τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση μετά το 1981 πρόσθεσε δεκάδες άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, που κρατικοποίησε και ενέταξε το 1983 στον περιβόητο Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων που κόστισε στους Έλληνες φορολογούμενους πάνω από ένα τρισ. δραχμές!

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion