Η βασική θέση που αναπτύσσουν οι συγγραφείς του άρθρου είναι ότι οι οικονομίες των​ ΗΠΑ, αλλά και των άλλων αναπτυγμένων χωρών, θα ​κινδυνεύσουν να αντιμετωπίσου στο άμεσο μέλλον . Αυτή η, ​πολύ πιθανή, «σύνοδος» των τριών ειδών πληθωρισμού ​θα είναι ιστορικά πρωτοφανής και, ως εκ τούτου, επικίνδυνη, καθώς δε γνωρίζουμε ποιες θα είναι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των τριών αγορών και πώς οι αλληλεπιδράσεις αυτές θα επηρεάσουν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Στο Μέρος Β, που δημοσιεύεται σήμερα, αναλύονται οι λόγοι που καθιστούν ιδιαίτερα πιθανή την ταυτόχρονη εκδήλωση τριών ειδών πληθωρισμού: στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, στα ακίνητα και στις χρηματιστηριακές αξίες, και περιγράφονται οι δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η οικονομική πολιτική για την ​άμβλυνση των επιπτώσεών της, ​εάν, ή όταν, προκύψει.

Στο Μέρος Α, που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο, μετά την κρίση του 2008-2009, οδηγήθηκαν οι οικονομίες στη δημιουργία ​των προϋποθέσεων αυτής της «συνόδου» πληθωρισμών.

Μέρος Β: Η επικείμενη «σύνοδος»

Ήδη, στην οικονομία των ΗΠΑ, ο πληθωρισμός στις δύο από τις τρεις κύριες αγορές, δηλαδή στην αγορά των χρηματιστηριακών τίτλων και στην αγορά των ακινήτων, βρίσκεται πάλι σε πολύ υψηλά έως εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Πρώτα, η αγορά ακινήτων έχει αρχίσει να «κινείται» στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες οικονομίες, ιδιαιτέρως δε στις ΗΠΑ, με ισχυρά ανοδικούς ρυθμούς που θυμίζουν την περίοδο πριν από το 2008.

Το πληθωριστικό φαινόμενο είναι ακόμη περισσότερο έκδηλο στις χρηματιστηριακές αγορές των ΗΠΑ, οι οποίες δείχνουν να έχουν πλήρως αποκοπεί από τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομικής δραστηριότητας. Παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας, συνέχισαν να κινούνται ανοδικά φτάνοντας σε στρατοσφαιρικά επίπεδα, επηρεασμένες από την αδιάκοπη νομισματική επέκταση με την οποία έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η αναγκαστική απραξία μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας που επέβαλε η αντιμετώπιση της πανδημίας. Ο όρος «νομισματική επέκταση» εμπεριέχει, πέραν της πιστωτικής, επιπλέον και τη δημοσιονομική επέκταση, δοθέντος ότι στο μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδοτείται μέσω της «ποσοτικής διευκόλυνσης» (quantitative easing), δηλαδή μέσω της συνεχούς αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας.

Αποτέλεσμα, βεβαίως, είναι να παρατηρούνται φαινόμενα τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την, υποτιθέμενη από την κρατούσα θεωρία, ορθολογική συμπεριφορά των οικονομικών υποκειμένων. Δηλαδή, για παράδειγμα, η δημοσιοποίηση αρνητικών στοιχείων για την περαιτέρω πορεία της πραγματικής οικονομίας (π.χ. η μείωση της ανεργίας στις ΗΠΑ να είναι χαμηλότερη από τις προσδοκίες), οδηγεί το χρηματιστήριο να εξακοντίζεται σε νέα ύψη με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα, διότι όλοι αντιλαμβάνονται ότι εφόσον η ανεργία δεν μειώθηκε σημαντικά η πιστωτική επέκταση θα συνεχιστεί! Αυτό είναι προφανές ότι αποτελεί μία εντελώς στρεβλωτική συμπεριφορά η οποία μεσοπρόθεσμα, εάν όχι βραχυπρόθεσμα, δε μπορεί να μείνει χωρίς συνέπειες.

Όμως, το πιο σημαντικό ερώτημα που πλανάται εδώ και λίγους μήνες σε όλους τους οικονομολόγους είναι εάν, πέρα από τον πληθωρισμό στις αγορές των χρηματιστηριακών τίτλων και των ακινήτων, θα υπάρξει πληθωρισμός και στην αγορά των προϊόντων και των υπηρεσιών. Η ανησυχία αυτή οφείλεται σε προφανείς λόγους: στο γεγονός ότι με την επάνοδο στην κανονικότητα, όταν πλέον η πανδημία θα έχει τεθεί υπό έλεγχο, θα υπάρξουν πληθωριστικές πιέσεις και από την πλευρά της ζήτησης και από την πλευρά της προσφοράς.

Η ζήτηση, χωρίς αμφιβολία, θα είναι αυξημένη λόγω της μεγάλης πιστωτικής και δημοσιονομικής επέκτασης που ένα σημαντικό μέρος της, με την μορφή των εισοδηματικών και επιχειρηματικών ενισχύσεων, κατέληξε στα χαρτοφυλάκια τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων χωρίς να είναι δυνατόν, σε μεγάλο βαθμό, να χρησιμοποιηθεί στην διάρκεια της πανδημίας. Από την πλευρά της προσφοράς, επίσης, θα υπάρξουν προβλήματα διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, στην διάρκεια της πανδημίας λόγω διακοπών ή δυσχερειών στις «εφοδιαστικές αλυσίδες» δημιουργήθηκαν σημαντικές συμφορήσεις (bottlenecks). Επιπλέον, δεν έχουν διασωθεί ή δε θα διασωθούν όλες οι επιχειρήσεις που υπήρχαν πριν την κρίση και αυτό σημαίνει πως η παραγωγική δυναμικότητα της παγκόσμιας οικονομίας έχει μειωθεί. Αποτέλεσμα είναι πως η προσφορά σε πολλούς κλάδους δε μπορεί να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Τέλος, παρατηρείται αύξηση των τιμών των πρώτων υλών παγκοσμίως, ενώ οι ναύλοι των εμπορικών πλοίων και, γενικότερα, οι μεταφορικές δαπάνες έχουν επίσης ιδιαιτέρως αυξηθεί. Από τον συνδυασμό όλων αυτών των παραγόντων, εύλογο είναι να προκύπτει ο φόβος δημιουργίας ενός ισχυρού πληθωριστικού φαινομένου στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών.
Στην πραγματικότητα, οι ανησυχίες για πληθωριστική αύξηση έχουν πάρει τη μορφή βεβαιότητας και η συζήτηση, ειδικά στις ΗΠΑ, αφορά όχι στο αν τελικά θα υπάρξει αλλά στο τι διαστάσεις θα λάβει και κατά πόσο θα είναι παροδική ή πιο μόνιμη.

Η Fed εκπροσωπεί την «αισιόδοξη» άποψη πως το φαινόμενο θα είναι παροδικό και θα έχει, μάλιστα, ευεργετικές επιπτώσεις διότι θα θεραπεύσει κάποια από τα δεινά που προκάλεσε η προηγηθείσα «αντιπληθωριστική» περίοδος. Είναι, βέβαια, απορίας άξιο πώς είναι δυνατόν, σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις, η οικονομία των ΗΠΑ να αναπτυχθεί το 2021 με ρυθμό 6,5%, η ανεργία να μειωθεί στο 4,5% και, ταυτόχρονα, η Κεντρική Τράπεζα να συνεχίσει να κρατάει τα επιτόκια στο μηδέν και να αγοράζει ετησίως ομόλογα ύψους 1,4 τρισ. δολαρίων, χωρίς αυτό να έχει καμία σημαντική, παρά μόνο μία μεταβατική επίπτωση στον πληθωρισμό, ο οποίος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Πάουελ, μπορεί μεν να σκαρφαλώσει σημαντικά πάνω από το 2% αλλά μόνο για κάποιο «μικρό» διάστημα, ενώ στη συνέχεια με κάποιο μαγικό τρόπο θα επιστρέψει στον στόχο του 2%, χωρίς να χρειαστεί να αυξηθούν τα επιτόκια ούτε το 2021, ούτε το 2022, ούτε το 2023 αλλά το 2024! Και, μάλιστα, όταν την ίδια στιγμή η δημοσιονομική επέκταση από τη μεριά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχεδιάζεται να φτάσει στα 6 τρις δολάρια ή στο 25% του ΑΕΠ της χώρας.

Πέραν όμως αυτών, υπάρχει κάτι θεμελιωδώς κρισιμότερο. Η αισιόδοξη οπτική της Fed μάλλον παραβλέπει μία ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο: εάν υπάρξει πληθωριστική αύξηση θα είναι, ίσως, η πρώτη φορά στην ιστορία που ο πληθωρισμός θα εκδηλώνεται και στις τρεις αγορές ταυτοχρόνως. Δηλαδή και στους χρηματιστηριακούς τίτλους και στα ακίνητα και στα αγαθά/υπηρεσίες. Σε μία τέτοια περίπτωση κανείς δε μπορεί να είναι βέβαιος για το ποιες θα είναι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των τριών αυτών αγορών και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Είναι εξαιρετικά πιθανό πως από τις αλληλεπιδράσεις αυτές θα προκύψει μία οικονομική κρίση η οποία μάλλον θα είναι ενός νέου τύπου και διαφορετική, τόσο από εκείνη του 1929 όσο και από τις – συγκριτικά, ελάσσονες – κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και της εποχής της χαμηλής μακροοικονομικής μεταβλητότητας από το 1980 και μετά (τη λεγόμενη περίοδο του great moderation).

Η εμπειρία του 2008 άνοιξε τους ορίζοντες της οικονομικής σκέψης επιτρέποντάς της να αντιληφθεί ότι μία κρίση είναι δυνατόν να προκύψει από έναν πολύ μεγαλύτερο συνδυασμό παραγόντων από ό,τι πιστευόταν έως τότε. Και να αντιληφθεί, επίσης, ότι η εξέλιξη και οι διαστάσεις που μπορεί να λάβει μία κρίση δεν είναι προκαθορισμένες. Η κατάλληλη οικονομική πολιτική μπορεί να μειώσει τις επιπτώσεις της, όπως πράγματι συνέβη το 2008 όταν, χάρη στις έγκαιρες παρεμβάσεις των νομισματικών και των δημοσιονομικών αρχών, αποφεύχθηκε μία επανάληψη του 1929. Στην παρούσα συγκυρία, όμως, που υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανιστεί μία κρίση νέου τύπου (την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «κρίση των τριών πληθωρισμών»), διαφαίνεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα όσον αφορά την αντιμετώπισή της από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής.

Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι «τώρα» δε θα υπάρχει η δυνατότητα να επαναληφθούν οι απαντήσεις που δόθηκαν το 2008, διότι τα «πυρομαχικά» της νομισματικής πολιτικής έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Από την στιγμή που τα επιτόκια έχουν καθηλωθεί στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα δεν υπάρχει περιθώριο ουσιαστικής περαιτέρω μείωσής τους, ενώ ο πληθωρισμός θα τα ωθήσει αναπότρεπτα προς την άνοδο.

Γενικότερα, το όπλο της «ποσοτικής διευκόλυνσης», (λόγω της κατάχρησής του από τις νομισματικές αρχές και της αδυναμίας τους να σταματήσουν τη σχετική πρακτική, αφ’ ης στιγμής ο αρχικός στόχος τής αποτροπής μίας μεγάλης καταστροφικής ύφεσης είχε επιτευχθεί), έχει πλέον αχρηστευθεί και είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι άλλο απομένει στο οπλοστάσιο της νομισματικής πολιτικής για να αντιμετωπισθεί μία νέα μείζων κρίση, με πρωτόγνωρα, ενδεχομένως, χαρακτηριστικά. Το ίδιο βεβαίως θα μπορούσε να αναφερθεί και όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική. Ειδικά, μάλιστα, στην περίπτωση που το πρόβλημα, τουλάχιστον σε μία αρχική φάση, δεν θα είναι η περιορισμένη ζήτηση αλλά, εν πολλοίς, ο συνδυασμός μίας εκρηκτικής ζήτησης με μία ανεπαρκή και «ακριβή» προσφορά.

Σε ένα τέτοιο δύσκολο και δύσβατο οικονομικό περιβάλλον, σε μία «ζώνη καταιγίδων» που πιθανότατα θα δημιουργηθεί από την πρωτόγνωρη «σύνοδο» των τριών ειδών πληθωρισμού, το μόνο βέβαιο είναι πως η οικονομική σκέψη θα πρέπει να αναζητήσει καινούργια εργαλεία οικονομικής πολιτικής τα οποία, μέχρι σήμερα, δε βρίσκονται μέσα στο πεδίο των προβληματισμών και των αναλύσεών της.

Μέρος Α: Η πορεία προς τη «σύνοδο» (εδώ)

Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι καθηγητής, πρώην πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος. Συγγραφείς του βιβλίου «Ζήτημα εθνικής επιβίωσης», εκδόσεις Κριτική.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts