Στην αρχή αποδόθηκε το γεγονός της αύξησης των καταθέσεων στην παύση της κατανάλωσης των πολιτών λόγω της καραντίνας. Στη συνέχεια εκτιμήθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων και των δανείων προς τις επιχειρήσεις καθώς και οι αναστολές φόρων, ήταν η βασική αιτία της συνεχιζόμενης αύξησής τους. Εχουν περάσει ήδη πάνω από 18 μήνες μεγάλης αύξησης των καταθέσεων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με εισροές άνω των 25 δισ. ευρώ και η τάση συνεχίστηκε και τους πρώτους δύο μήνες μετά το άνοιγμα της οικονομίας. Συνεχίστηκε δηλαδή ακόμα και όταν είχαν σταματήσει για τους περισσότερους οι έκτακτες ενισχύσεις της πανδημίας. Οταν άνοιξε η αγορά και άρχισαν να τρέχουν οι υποχρεώσεις. Ακόμα και όταν ξεκίνησε να διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία, η συσσωρευμένη και καταπιεσμένη κατανάλωση της καραντίνας.

Στην περίπτωσή μας είναι ξεκάθαρο ότι «λεφτά υπάρχουν» ξανά. Οχι όσα υπήρχαν πριν από την κρίση. Το 2009 τον Δεκέμβριο είχε καταγραφεί το ιστορικό υψηλό των 237,6 δισ. ευρώ. Σήμερα με στοιχεία τέλος Ιουλίου αγγίζουν τα 170 δισ. ευρώ. Η διαφορά μεγάλη. Αλλά ενδιάμεσα το 2017 είχαν πέσει και στα 118 δισ. ευρώ. Το επίτευγμα όπως και να το δει κανείς είναι μοναδικό. Είχαμε αρχίσει να τις ξεγράφουμε τις καταθέσεις, με μια οικονομία που κατάφερε μετά τη μεγάλη ύφεση, εξαιρετικά μικρή ανάκαμψη. Κι όμως νοικοκυριά και επιχειρήσεις κατάφεραν να «βάλουν στο πλάι» πάνω από 50 δισ. ευρώ σε 4 χρόνια. Μόνο στην περίοδο της πανδημίας ήρθαν στις ελληνικές τράπεζες όσα είχαν φύγει την πρώτη χρονιά της χρεωκοπίας, τη χρονιά του μεγάλου σοκ, το 2010 (-28 δισ.).

Πλέον είναι βέβαιο και το δείχνουν και τα στοιχεία ότι εκτός των έκτακτων καταθέσεων της πανδημίας, έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα πολλά από τα λεφτά που είχαν βγει σε τράπεζες του εξωτερικού στις διάφορες φάσεις της 10ετούς οικονομικής κρίσης.

Επέστρεψαν ορισμένα από τα ποσά που ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας, έλεγε πριν από μερικά χρόνια στον ΣΕΒ, ότι αρκούσε να έρθει στις ελληνικές τράπεζες το 10% των χρημάτων που διατηρούσαν οι επιχειρήσεις στο εξωτερικό για να ανασάνει η ελληνική οικονομία. Φαίνεται ότι ήρθε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από τα άνω των 50 δισ. ευρώ που βγήκαν άρον άρον κατά τη διάρκεια του εν εξελίξει ελληνικού δράματος. Από το σοκ των πρώτων προγραμμάτων, μέχρι την κορύφωση του 2015 και το κλείσιμο των τραπεζών. Εκ τότε τα χρήματα αυτά παρέμεναν κατατεθειμένα σε τράπεζες του εξωτερικού. Από την Ελβετία και το Λουξεμβούργο, μέχρι τη Μάλτα και το Λιχτενστάιν. Τα τελευταία χρόνια με μηδενική απόδοση για τους κατόχους τους. Απλά τα είχαν κατατεθειμένα σε μια ασφαλέστερη χώρα.

Ο επαναπατρισμός κεφαλαίων είναι γεγονός την τελευταία διετία και αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη εμπιστοσύνης στις προοπτικές της χώρας. Επιπλέον λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις, αν ληφθεί υπόψη η βάσιμη εκτίμηση ότι τα χρήματα που έχουν έρθει από το εξωτερικό είναι πολύ περισσότερα από αυτά που καταγράφονται στις καταθέσεις. Μεγάλο μέρος τους, λόγω αποδόσεων, έχει επενδυθεί σε ελληνικά ομόλογα, είτε απευθείας, είτε κυρίως μέσω επενδυτικών εταιρειών. Ενώ ένα άλλο μέρος τους έχει κατευθυνθεί σε μετοχές, ρέπος και έντοκα γραμμάτια με την ίδια διαδικασία, μέσω επενδυτικών εταιρειών ή ξένων τραπεζών.

Η τάση που έχει δημιουργηθεί δείχνει και την ευκαιρία που υπάρχει. Οχι για να γίνουν οι νέες καταθέσεις κατανάλωση, όπως ελπίζουν κοντόφθαλμα πολλοί ακόμα και μέσα στην κυβέρνηση. Αλλά για να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα και ασφάλεια οι τράπεζές μας να χρηματοδοτούν με χαμηλότερα επιτόκια βιώσιμες επενδύσεις και μέσω αυτών να μοχλεύουν τόσο τα ποσά της πανδημίας όσο και αυτά που επαναπατρίστηκαν λόγω της επιστροφής της εμπιστοσύνης…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Macro
Ρολφ Στράουχ: «Πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης»
Macro |

Ρολφ Στράουχ: «Πρέπει να επιταχυνθεί η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης»

Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM μιλάει για τις τρεις μεγάλες μελλοντικές προκλήσεις, την πρόοδο της Ελλάδας, τα ανησυχητικά σημάδια και την ανάγκη προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων