Η τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή επιβεβαιώνει ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το κλίμα. Ωστόσο, η Παγκόσμια Ενεργειακή Ανασκόπηση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας για το 2021 αποδεικνύει ότι γνωρίζουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε. Ωστόσο, δεν κάνουμε αυτό που θα έπρεπε κι, έτσι, οι εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται. Θα αλλάξει αυτό στη Σύνοδο COP26 στη Γλασκόβη; Αμφιβάλλω.

Δεν είναι πλέον αναγκαίο να συζητούμε για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή. Αντιθέτως, αυτό που είναι απαραίτητο είναι να επικεντρωθούμε σε αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα και αυτό είναι κάτι που η Παγκόσμια Ενεργειακή Ανασκόπηση για το 2021 μάς καθιστά σαφές.

Διακρίνει τέσσερα σενάρια: τις «δηλωθείσες πολιτικές» (STEPS), οι οποίες αφορούν τις πραγματικές πολιτικές των κυβερνήσεων, τις «ανακοινωθείσες δεσμεύσεις» (APS), οι οποίες προϋποθέτουν ότι όλες οι δεσμεύσεις θα εκπληρωθούν πλήρως και εγκαίρως, την «αειφόρο ανάπτυξη» (SDS), που αφορά τους στόχους αειφόρου ανάπτυξης του ΟΗΕ και, τέλος, τις «καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050» (NZE), που είναι ακριβώς αυτό που αναφέρει η ονομασία.

Οι «δηλωθείσες πολιτικές» (STEPS) θα βοηθήσουν, απλώς, στο να σταθεροποιηθούν οι εκπομπές, εξασφαλίζοντας συνεχώς αυξανόμενες θερμοκρασίες, ενώ, οι «ανακοινωθείσες δεσμεύσεις» (APS) θα συνέβαλαν στο να μειωθούν οι εκπομπές σε μόνο 20 γιγατόνους CO2, σε ετήσια βάση, μέχρι το 2050. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η θερμοκρασία θα συνεχίσει να αυξάνεται. Το σενάριο των «καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050» (NZE)  θα συμβάλλει στην παραγωγή των εκπομπών αυτών μέχρι το 2050 και σε μια μέση αύξηση της θερμοκρασίας 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, αλλά θα πρέπει, επίσης, να μειώσει τις παγκόσμιες εκπομπές κατά τουλάχιστον 40 τοις εκατό έως το 2030. (Δείτε διαγράμματα.)

Βρισκόμαστε σε μια νέα κατάσταση: η επανάσταση στο ενεργειακό σύστημα αποτελεί, πλέον, αναγκαιότητα, με τον ΔΟΕ να επιμένει ότι η επανάσταση αυτή είναι, στην πραγματικότητα, τεχνικά εφικτή και προσιτή. Το μόνο που χρειάζεται είναι να υπάρχει θέληση. Μέσα σε μία γενεά, πρέπει να στραφούμε σε μια νέα ενεργειακή οικονομία της οποίας τα περιγράμματα είναι σαφή, και πολλά εκ των οποίων είναι τεχνικά εφικτά. Πυρήνα αυτού του νέου συστήματος θα αποτελεί η ηλεκτρική ενέργεια, η οποία θα παράγεται από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παρόλο που η ηλεκτροδότηση είναι το κλειδί, θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλες πηγές ενέργειας, ιδίως υδρογόνο και βιοενέργεια, για τους τομείς της βιομηχανίας και της ενέργειας. Πολλοί θα επέμεναν ότι θα χρειαστεί να υπάρξει και κάποιο είδος χρήσης της πυρηνικής ηλεκτρικής ενέργειας.

Οι πολίτες θα απαιτήσουν την άμεση παροχή καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο, καθίστανται αναγκαίες και οι βελτιώσεις στην ενεργειακή απόδοση, στη μείωση των διαρροών μεθανίου, ενός ισχυρού αερίου θερμοκηπίου, και στην καινοτομία, ιδίως στους δύσκολους τομείς. Βασικά, η αλλαγή θα πρέπει να γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο. Το εάν η μάχη θα κερδηθεί ή θα χαθεί θα κριθεί στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, στις οποίες σημειώνεται ταχύτατη αύξηση του πληθυσμού και ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση ενέργειας. Σήμερα, για παράδειγμα, σχεδόν 770 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.

Η καινοτομία διαδραματίζει, επίσης, καθοριστικό ρόλο. Χρειάζεται, κυρίως, να μάθουμε πώς να διαχειριζόμαστε τα πολύπλοκα νέα αυτά συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό θα απαιτήσει τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, οι οποίες, με τη σειρά τους, πρέπει να προστατεύονται από τις κυβερνοεπιθέσεις. Επίσης, σημαντική θα είναι η καινοτομία στις βιομηχανικές διαδικασίες. Οι νέες τεχνολογίες, που καθίστανται αναγκαίες, συμπεριλαμβάνουν τις προηγμένες μπαταρίες, τους ηλεκτρολύτες υδρογόνου, τα προηγμένα βιοκαύσιμα και τις καινοτομίες για τη δέσμευση και τη χρήση CO2. Αυτό θα απαιτήσει μεγάλες επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη.

Όλα αυτά θα απαιτήσουν τεράστιες επενδύσεις τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, με τον τελευταίο να καθοδηγείται από τα κατάλληλα κίνητρα και κανονισμούς. Το πρότυπο των επενδύσεων στην ενέργεια θα αλλάξει, από ορυκτά καύσιμα σε μπαταρίες. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ενεργειακή Ανασκόπηση για το 2021, οι επενδύσεις που σχετίζονται με τη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές ρύπων θα πρέπει να φτάσουν τα 4 τρισ. δολάρια ετησίως μέχρι το 2030 από περίπου 1 τρισ. δολάρια, σήμερα. Αυτή η υψηλή επένδυση θα αντισταθμιστεί εν μέρει με χαμηλότερες λειτουργικές δαπάνες: οι μέσοι λογαριασμοί ηλεκτρικής ενέργειας των νοικοκυριών θα πρέπει, υποστηρίζει ο ΔΟΕ, να είναι πραγματικά χαμηλότεροι από τις καθαρές μηδενικές εκπομπές το 2030 και το 2050 από ό,τι έχει ανακοινωθεί.

Η μεγαλύτερη πρόκληση θα είναι η χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων, ειδικά στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες (εκτός της Κίνας). Οι πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες θα πρέπει να διαδραματίσουν βασικό ρόλο, ενώ, επίσης σημαντικές κρίνονται και οι ιδιωτικές επενδύσεις. Επίσης. κρίσιμης σημασίας θα είναι και η παροχή της απαραίτητης τεχνογνωσίας στις αναπτυσσόμενες χώρες, ώστε να σημειώσουν πρόοδο στον τομέα της ενεργειακής οικονομίας. Ωστόσο, σε πολλές αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, ο άνθρακας θεωρείται το κυρίαρχο καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η σταδιακή κατάργησή του θα αποτελέσει μία αρκετά δύσκολη πρόκληση.

Ενώ φαίνεται ότι η πορεία προς την οικονομία μηδενικών εκπομπών ενέργειας είναι σαφής, είναι αρκετά δύσκολη τεχνικά και ακόμη πιο δύσκολη πολιτικά. Όσον αφορά την πρώτη δυσκολία, η έκθεση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα της εφαρμογής ενός ριζικά νέου συστήματος, μερικά από τα στοιχεία λειτουργίας του οποίου είναι ακόμα ασαφή, καθώς θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η ενέργεια που χρειάζονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα συνεχίσει κανονικά να τους παρέχεται. Όσον αφορά τη τελευταία δυσκολία, οι τομείς που θα πρέπει, κυρίως, να απασχολούν τις κυβερνήσεις είναι οι παρακάτω: ο φωτισμός, η θέρμανση, ο κλιματισμός και οι μεταφορές. Εάν αυτά σταματήσουν να παρέχονται σε όσους πολίτες τα θεωρούν «δεδομένα» ή σταματήσουν να είναι οικονομικά προσιτά, οι πολίτες θα αντιδράσουν. Οι υψηλές τιμές ενέργειας, που επικρατούν σήμερα, αποτελούν μία απογοητευτική προειδοποίηση. Εάν η ενεργειακή αυτή επανάσταση συμβεί, θα πρέπει να σχεδιαστεί, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το ενδεχόμενο πολιτικής αντίδρασης, σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά.

Όπως τονίζει η έκθεση του ΔΟΕ, οι κυβερνήσεις πρέπει να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας παγκόσμιας εξωτερικότητας. Μόνο μέσω της  συνεργασίας καθίσταται δυνατή η χάραξη πολιτικής για μια τόσο μεγάλη αλλαγή στην ιδιωτική συμπεριφορά. Η Σύνοδος COP26 μπορεί να είναι η τελευταία ευκαιρία να στραφεί η ανθρωπότητα στην προσπάθεια επίτευξης καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Εάν οι κυβερνήσεις δεν εκμεταλλευτούν αυτήν την ευκαιρία, σήμερα, η αλλαγή αυτή, πιθανότατα, να μην συμβεί με την απαιτούμενη κλίμακα και ταχύτητα. Είναι μια τεράστια ευθύνη και ένα τεράστιο καθήκον. Οι κυβερνήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.