Μεγάλα, κρυφά όμως, προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, δεν είναι ο πληθωρισμός, και το υπέρογκο κατά κεφαλήν δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Το πραγματικό πρόβλημα είναι πώς, πότε και υπό ποίες συνθήκες, μια οικονομία μπορεί να αφήσει πίσω της μακροοικονομικές ασθένειες και στρεβλώσεις, οι οποίες παύουν να είναι περαστικές και γίνονται μόνιμες.

Τα είκοσι τελευταία χρόνια, στο δυτικό κόσμο, οι διάφορες κρίσεις αντιμετωπίζονται είτε με κεϊνσιανά είτε με πιο φιλελεύθερα δημοσιονομικά εργαλεία, τα οποία ήσαν καλά σε άλλες εποχές. Συγκεκριμένα, τότε που η δυτική πραγματική οικονομία λειτουργούσε παραγωγικά και αποτελεσματικά, γιατί κάλυπτε μια ζήτηση αισθητά διαφορετική από την αντίστοιχη σημερινή. Για παράδειγμα την εποχή των «τριάντα ενδόξων χρόνων» κατά Ζαν Φουραστιέ, οι καταναλωτές αγόραζαν αυτοκίνητα, οικιακό εξοπλισμό, έπιπλα και άλλα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, τα οποία είχαν και μεγάλη για τα σημερινά δεδομένα διάρκεια ζωής.

Την ίδια περίοδο επίσης, ήτοι 1946-1976, το ποσοστό ιδιόκτητης κατοικίας στις τότε χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) από 35% έφτασε το 65% με αιχμή 70% στην Ελλάδα για παράδειγμα. Αυτό το οικονομικό πρότυπο, στη Δύση, για τριάντα και πλέον χρόνια εξασφάλισε ρυθμούς ανάπτυξης από 4% έως 12% και δημιούργησε τις περίφημες «καταναλωτικές κοινωνίες» που η μαοϊκή αριστερά καταδίκαζε ως δήθεν «αλλοτριωτικές» της ζωής των ανθρώπων. Στην ουσία, αυτό που ενοχλούσε τότε τους «γελωτοποιούς της προόδου», δεν ήταν η αλλοτρίωση της κατανάλωσης, αλλά ο εκδημοκρατισμός της παραγωγής.

Όσο ανέβαιναν η προσφορά και η ζήτηση, τόσο έπεφταν οι τιμές και άρα όλο και περισσότερος κόσμος αποκτούσε αγαθά που κάποτε μόνον λίγοι μπορούσαν να αγοράσουν. Για παράδειγμα, στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, το 1962, η αγορά ενός καλού ραδιοφώνου, απαιτούσε 4 ημέρες εργασία. Το 1973, χρονιά της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, ο χρόνος αυτός είχε περιοριστεί σε μισή ώρα. Αυτό σήμαινε ότι πολλά εκατομμύρια κόσμος μπορούσε να πληροφορηθεί τι συμβαίνει στον πλανήτη, κάτι που 60 χρόνια πριν ήταν προνόμιο πολύ λιγότερων ανθρώπων.

Αυτή η αρχή της ενίσχυσης της προσφοράς και ζήτησης προς ικανοποίηση των αναγκών των πολλών στις πιο καλές γι’ αυτούς τιμές, υπήρξε, με αφετηρία την Αμερική και τον Χένρι Φορντ, της αποκαλούμενης από τον μεγάλο Αυστριακό οικονομολόγο Γιόζεφ Σουμπέτερ «δημιουργικής καταστροφής», η κινητήρια δύναμη της δυτικού τύπου καταναλωτικής κοινωνίας.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Χένρι Φορντ δέχθηκε τα ομαδικά πυρά των εχθρών της ανοικτής οικονομίας και κοινωνίας, όταν η αυτοκινητοβιομηχανία του στις ΗΠΑ, στις αρχές του 20ου αιώνα άρχισε να εφαρμόζει τις πωλήσεις επί πιστώσει με γενναία ενίσχυση της αμοιβής εργασίας των εργαζόμενων.

Βασική φιλοσοφία του Αμερικανού πρωτοπόρου βιομηχάνου ήταν ότι το αυτοκίνητο έπρεπε να γίνει μέσο μεταφοράς και προσωπικής ικανοποίησης για κάθε εργαζόμενο και όχι ακριβό διαρκές καταναλωτικό αγαθό με το οποίον θα έκαναν επίδειξη πλούτου οι λίγοι.

Υπό αυτή την έννοια, ο φορντισμός, στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξε μια πραγματική επανάσταση, η οποία αν θεματικά την αναλύσουμε με προσοχή, μεταμόρφωσε και ολόκληρο το σύστημα λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας. Είναι προφανές έτσι ότι ο φορντισμός στην εποχή του έδωσε μια καινοτόμο δυναμική στο βιομηχανικό σύστημα, το οποίο έγινε βαθύτατα καταναλωτικό, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί άρδην και η κοινωνική σύνθεση των αποκαλούμενων καπιταλιστικών κοινωνιών. Το περίφημο προλεταριάτο των Μαρξ και Ένγκελς, όπως πολύ σωστά έγραψε ο Σουμπέτερ, δεν ενδιαφερόταν να καταρρίψει το σύστημα στο οποίο πρόσφερε την εργασία του, αλλά να το αξιοποιήσει για να αποκτήσει τα περισσότερα δυνατά αγαθά που θα βελτίωναν τη ζωή του.

Πηγαίνοντας πιο μακριά στη σκέψη μας, μπορούμε να πούμε ότι ο φορντισμός από πολιτικής πλευράς ευνόησε θεωρητικά και πρακτικά τη σοσιαλδημοκρατία, παράλληλα όμως ανέδειξε τον δυναμισμό, την καινοτομία και την παραγωγικότητα σε κορυφαίους συντελεστές παραγωγής αλλά και υψηλής ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα όμως, από φιλοσοφικής πλευράς, ενίσχυσε την τάση του ανθρώπου για αυτο-ανάκαμψη και αυτο-πραγμάτωση, ανατρέποντας πλήρως τις μηχανιστικές θεωρίες που ήθελαν τον άνθρωπο, σχεδόν άψυχο εργαλείο απόκτησης εξουσίας.

Στην ψηφιακή εποχή μας, οι συνθήκες του κοινωνικού γίγνεσθαι, στις αναπτυγμένες χώρες, ανατρέπονται και νέα φαινόμενα, απότοκα νέων αναγκών, όχι απαραιτήτως υλικών, δημιουργούν πεδία συμπεριφορών που κάποτε ήσαν οριακά, αλλά σήμερα γενικεύονται. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε μάρτυρες βαθύτατων αλλαγών στην αποκαλούμενη «τεχνολογία των ιδεών», την οποίαν για την ώρα αξιοποιούν αρνητικά αδίστακτοι καιροσκόποι πολιτικοί.

Αυτά ακριβώς που και πολλά χρόνια υπονομεύουν και διασύρουν το κράτος δικαίου, το οποίο βεβαίως δεν είναι και αυτό άμοιρο ευθυνών για την κρίση που περνάει. Μια κρίση η οποία, όπως πολύ σωστά υποστηρίζει ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος, καθηγητής Εντμουντ Φελπς, οφείλεται στην έλλειψη δυναμισμού που οι συντεχνίες έχουν αφαιρέσει από τις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες. Έλλειψη η οποία μεταφράζεται σε μείωση της καινοτομικής δραστηριότητας και άρα σε χαλάρωση της «δημιουργικής καταστροφής», που συνήθως χαρακτηρίζει τις ανοικτές οικονομίες.

Μήπως, λοιπόν, οι προοδευτικές κυβερνήσεις αντί να επιδοτούν συντεχνίες και ισχυρά συμφέροντα θα έπρεπε να καθιερώσουν στη θέση επιδομάτων ανεργίας δια βίου επιδόματα καινοτομίας και επιχειρηματικότητας;

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion