Από τους τρεις χαρακτηρισμούς «σύγχρονος, επικαιροποιημένος, αποτελεσματικός με τους οποίους συνόδευσε την ανακοίνωση της κωδικοποίησης του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων (ΚΕΔΕ) ο υφυπουργός Οικονομικών Απόστολος Βεσυρόπουλος, κρατώ με επιφυλάξεις, τους δύο πρώτους.

Για τον τρίτο χαρακτηρισμό, όπως καταδεικνύεται από την πλούσια απογοητευτική εμπειρία και απαράδεκτη πρακτική,  δεν μπορεί να περιμένει κανείς  ότι μόνο η κωδικοποίηση του Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων και, στη συνέχεια, του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, του Κώδικα  ΦΠΑ και των λοιπών έμμεσων φορολογιών, της φορολογίας, θα λειτουργήσει ως πανάκεια και θα  γίνει αποτελεσματική η φορολογική διοίκηση και η διαχείριση του φορολογικού συστήματος. Τα έχουν αυτά και πολλοί άλλοι και πολλές φορές τα τελευταία  και μάλιστα με την ανακοίνωση πολυδάπανων προγραμμάτων εκσυγχρονισμού για την «πάταξη» της παραοικονομίας και φοροδιαφυγής. Αμ δε!

Διαβάστε επίσης: ΥΠΟΙΚ: Ψηφίστηκε ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων

Είναι αλήθεια, ότι  με τις κωδικοποιήσεις αυτές  προωθείται  εκσυγχρονισμός της φορολογικής διοίκησης, καθώς επιδιώκεται η παρουσίαση  των κωδικοποιούμενων διατάξεων με πιο εύληπτο και συστηματικό τρόπο, ώστε να είναι σαφές το νόημα των κανόνων που εισάγει, η  άρση νοηματικών και ορολογικών ασυνεπειών, η αποκάθαρση του περιεχομένου μέσω της απαλοιφής των ανενεργών ρυθμίσεων, η  εναρμόνιση με τη λοιπή φορολογική νομοθεσία και με τη νομοθεσία που διέπει τη σύσταση και λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπως άλλωστε  προβλέπει  η παράγραφος  1 του άρθρου 66 του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 133).

Με τη διάταξη αυτή ανασυστήθηκε η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης (ΚΕΚ), η οποία είναι μία  ακόμα από τις  πολυώνυμες  που λειτουργούν στον απέραντο δημόσιο τομέα και η οποία  είναι  αρμόδια για την κατάρτιση κωδίκων καθώς και για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας. Σημειώνεται ότι η Κ.Ε.Κ. αποτελείται ήδη από επίτιμους ανώτατους δικαστές, πανεπιστημιακούς καθηγητές εν ενεργεία και ομότιμους, μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επίτιμα και εν ενεργεία και δικηγόρους. Η Επιτροπή δεν λειτουργεί σε καθημερινή βάση, αφού τα περισσότερα από τα μέλη της έχουν άλλες κύριες επαγγελματικές απασχολήσεις, λόγω της ασήμαντης αποζημίωσης που καταβάλλεται σε αυτά. Οι εισηγητές – σύνδεσμοι πάντως της Κ.Ε.Κ. είναι σε διαρκή επαφή με τα αντίστοιχα υπουργεία ή τους αναδόχους, καθώς κατευθύνουν και επιστατούν το παραγόμενο εκεί  έργο της σύνταξης  του αρχικού σχεδίου κωδικοποίησης.

Γίνονταν και στο παρελθόν κωδικοποιήσεις αλλά και πάλι «μπούκωναν» με τη ροπή προς πολυνομία

Όπως προανέφερα,   δέχτηκα με επιφυλάξεις τους χαρακτηρισμούς  του νέου Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων από τον κ. Βεσυρόπουλο ως  «σύγχρονου και επικαιροποιημένου» από την «πικράν πείραν» ή από τις προηγούμενες  διαβεβαιώσεις ή προηγούμενες κωδικοποιήσεις (ναι, γίνονταν και στο παρελθόν και δεν αναφέρομαι μόνο στις κωδικοποιήσεις  αρμοδιότητας του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο δεν εμπίπτει  στην  αρμοδιότητα της Κ.Ε.Κ.).

Κατ΄αρχάς,  επισημαίνω ότι όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις ρέπουν  στην πολυνομία με την ψήφιση πολλών νόμων και αμέτρητων τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια. Κι αυτή η πλημμύρα  νόμων, διαταγμάτων και τροπολογιών, επειδή  κατακλύζει και πνίγει τους δημόσιους υπαλλήλους,  αντιμετωπίζεται με εγκυκλίους!  Κι αυτό δεν μπορεί να διαβεβαιώσει κανέναν ότι δεν θα συνεχισθεί και μετά τον «εκσυγχρονισμό και την επικαιροποίηση»  με τη νέα  κωδικοποποίηση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που αναφέρει σε ένα  πρόσφατο ( Σεπτέμβριος του 2022) κείμενο  για την Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης ο πρόεδρός της  επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Γεώργιος Σταυρόπουλος:

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις δυσκολίες που είχα αντιμετωπίσει και προσωπικά στο παρελθόν προκειμένου, για την καταπολέμηση της πανθομολογούμενης διαφθοράς, να προωθηθεί στη Βουλή και να ψηφισθεί το 2012 το νέο τότε αυστηρό πειθαρχικό των δημοσίων υπαλλήλων (ν.4057/2012), ενώ με θλίψη μου στη συνέχεια πληροφορήθηκα  τις νομοθετικές τροποποιήσεις  που ακολούθησαν και  αλλοίωσαν σε κάποια έκταση το αρχικό του περιεχόμενο..», τονίζει.

Ύστερα, αναφέρω ότι η ανάγκη για κωδικοποιήσεις  είχε  παρουσιασθεί  από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μάλιστα, το 2003  άρχισε να λειτουργεί η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης, η οποία ανασυστήθηκε το 2020, όπως προαναφέρθηκε. Τότε, προχώρησε σε ορισμένες κωδικοποιητικές εργασίες, ενώ άλλες, πολύ περισσότερες, ουδέποτε περατώθηκαν, κυρίως διότι η Πολιτεία έπαυσε να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση στα μέλη της, όπως επισημαίνει ο κ. Γεώργιος Σταυρόπουλος ! Από τότε έως το 2020  ολοκληρώθηκαν μόνο 10 κωδικοποιητικά κείμενα, εκ των οποίων μόνο τα έξι πήραν τη μορφή τυπικού νόμου ή προεδρικού διατάγματος, όπως επισημαίνει πάλι ο κ. Σταυρόπουλος.

Αλλά, πέρα  από  τη ροπή και τον τρόπο με τον οποίον αλλάζουν οι νομοθετικές διατάξεις σχετικά με τη φορολογία του εισοδήματος, πρόσθετο πρόβλημα  αποτελούν  και η συχνότητα και το πλήθος των αλλαγών. Σύμφωνα με μια σημαντική  μελέτη (διαΝΕΟσις, 2016), την περίοδο 2002-2015 ψηφίστηκαν 36 αμιγώς φορολογικοί νόμοι (2,6 νόμοι ανά έτος), με μέσο όρο 78 άρθρα και 68 σελίδες ανά νόμο. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις δεν περιορίσθηκαν όμως στους αμιγώς φορολογικούς νόμους, καθώς ψηφίσθηκαν επιπλέον περίπου 40, συναφείς με τη φορολογία, διατάξεις διάσπαρτα σε άλλους νόμους ανά έτος.

Έτσι, όπως τονίζεται στην παραπάνω έρευνα, «τόσο συχνές αλλαγές στη νομοθεσία περιορίζουν σημαντικά την προβλεψιμότητα του φορολογικού συστήματος και αυξάνουν την αβεβαιότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των φορολογουμένων φυσικών και νομικών προσώπων, με αρνητικές επιδράσεις στα κίνητρα ανάληψης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και γενικότερα στην οικονομική αποτελεσματικότητα».

Και η επιφύλαξή μου αυτή για ένα πια «σύγχρονο και επικαιροποιημένο» Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων»  ενισχύεται και από τη διαπίστωση ότι η συχνότητα των αλλαγών στη φορολογική νομοθεσία οφείλεται  και στις πολιτικές  κατευθύνσεις  των κυβερνήσεων που εναλλάσσονται στην εξουσία, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από  έλλειψη της δυνατότητας αυτόματης προσαρμογής του φορολογικού συστήματος στις μεταβολές στο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. «Αυτή η έλλειψη ευελιξίας αποτελεί ένα ακόμα μειονέκτημα του συστήματος φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα και συμβάλλει στη βαθμολόγηση των επιδόσεών του ως εξαιρετικά μη ικανοποιητικές ως προς την ευελιξία και τη σταθερότητά του», επισημαίνεται στην παραπάνω έρευνα.

Απογοητευτική αξιολόγηση της φορολογικής διοίκησης

Επίσης, όπως προανέφερα, δεν νομίζω ότι μόνο η κωδικοποίηση θα κάνει αποτελεσματικό τον Κώδικα Είσπραξης Δημόσιων Εσόδων και, γενικώς τη φορολογική διοίκηση και τον φοροελεγκτικό και φοροεισπρακτικό μηχανισμό, για τους ακόλουθους λόγους που παραθέτω με τη μορφή ερωτημάτων. Τα ερωτήματα – παραδείγματα αυτά, τα οποία  ισχύουν και για τις επόμενες  φορολογικές κωδικοποιήσεις,  στηρίζονται σε εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σε ομιλίες του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και σε έρευνες του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών και διαΝΕΟσις:

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας που, σχετικά με το κόστος διαχείρισης του φορολογικού συστήματος, αποτελεί πρόβλημα  το πολύ υψηλό ποσοστό ενασχόλησης των εργαζομένων της φορολογικής διοίκησης σε διοικητικές υπηρεσίες (56,3% των ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, έναντι 27,2% κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ).

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας  που αυτή η διοικητική επιβάρυνση στερεί από τη φορολογική διοίκηση πόρους για παραγωγικότερες διαδικασίες, όπως ο έλεγχος φορολογικών υποθέσεων (25,0% των ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, έναντι 36,2% στον ΟΟΣΑ), η ανάπτυξη πληροφορικών συστημάτων και η ασφάλεια (2,5% στην Ελλάδα, έναντι 13,6% στον ΟΟΣΑ), και οι υπηρεσίες προς τους πολίτες (3,8% στην Ελλάδα, έναντι 9,2% στον ΟΟΣΑ).

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας  που, ως προς το κόστος συμμόρφωσης για τους φορολογουμένους, μολονότι έχει σημειωθεί πρόοδος τα τελευταία χρόνια, παραμένει υψηλό σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (το έμμεσο κόστος συμμόρφωσης που επωμίζονται οι επιχειρήσεις για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος αντιστοιχεί σε 12,6% των εσόδων από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων – στοιχεία για το 2013- όταν σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, το αντίστοιχο κόστος έχει εκτιμηθεί σε 2,2% και 5% αντιστοίχως);

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που η Ελλάδα είναι δεύτερη  στην Ευρωπαϊκή Ένωση Πρώτη είναι η Ρουμανία)  σε έλλειμμα  (φοροδιαφυγή) στο ΦΠΑ ,  το οποίο, σύμφωνα με στοιχεία  της ετήσιας έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος και της Eurostat ξεπερνά τα 5 δις. ετησίως, αφού   χάνεται το 1 από τα 4 ευρώ που έπρεπε να εισπραχθούν από το δημόσιο (το 2019 οι απώλειες εσόδων από ΦΠΑ είναι 2,5 φορές μεγαλύτερες από το μέσο όρο της ΕΕ);

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που, σχετικά με την άμεση φορολογία (10,2% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 13,3% στην Ευρωζώνη) η  χώρα μας  υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της Ευρωζώνης  στα έσοδα από άμεσους φόρους ( μόνιμη υστέρηση στην απόδοση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στο συγκεκριμένο είδος φορολογίας, ενώ, αντίστοιχα, στη φορολογία των επιχειρήσεων, παρά τον υψηλό συντελεστή στη φορολογία εταιρικών κερδών, τα φορολογικά έσοδα υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου;

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που, σχετικά με την έμμεση φορολογία η Ελλάδα έχει δυσανάλογα υψηλότερα έσοδα από έμμεσους φόρους σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ  (17,1%  του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 9%  του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη),  πρωτίστως λόγω των υψηλών φορολογικών συντελεστών;

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που η διάρθρωση των φορολογικών βαρών αποτελεί μία βασική στρέβλωση του φορολογικού συστήματος (η μεγαλύτερη έμφαση στη συγκέντρωση εσόδων μέσω της άμεσης φορολογίας χαρακτηρίζει μια σύγχρονη φορολογική διοίκηση, με υψηλή φορολογική συνείδηση, συμμόρφωση και δικαιοσύνη, αφού το φορολογικό βάρος συναρτάται με το εισόδημα και την περιουσία του φορολογουμένου, ενώ, από την άλλη, η έμφαση στην έμμεση φορολογία αποτελεί μια άδικη κατανομή του φορολογικού βάρους, καθώς αυτό εξαρτάται από την καταναλωτική δαπάνη και όχι από την φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, και έτσι πλήττονται αναλογικά περισσότερο τα ασθενέστερα εισοδηματικά κλιμάκια, τα οποία συνήθως καταναλώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους;

Κυριαρχία των αντιλαϊκών έμμεσων φόρων στην Ελλάδα

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που και η άντληση εσόδων μέσω της έμμεσης φορολογίας προτιμάται παραδοσιακά στην Ελλάδα διότι είναι ευκολότερη, λιγότερο δαπανηρή και με μεγαλύτερη απόδοση;

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που ο συνδυασμός της σύνθεσης των φορολογικών εσόδων (από φόρους και εισφορές) και του επιπέδου των φορολογικών συντελεστών καταδεικνύει τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα του φορολογικού συστήματος στη χώρα μας που συνδέονται με  τη σχετικά (με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ) χαμηλή αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού,  τη μεγάλη “παραοικονομία”,  το μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων στο εργατικό δυναμικό,  την έντονη προοδευτικότητα στην άμεση φορολογία,  την άνιση φορολογική μεταχείριση μισθωτής και μη μισθωτής εργασίας,  τη χαμηλή παραγωγικότητα και προστιθέμενη αξία,  την υψηλή εξάρτηση από την κατανάλωση,  το μικρό ποσοστό οικονομικά ενεργού πληθυσμού, και  την υψηλή ανεργία;

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που η φορολογική βάση στη φορολογία εισοδήματος, παραμένει περιορισμένη, επικεντρωμένη στη μισθωτή εργασία και μαζί τη σχετικά μικρή αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, ευνοούν την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, παραβιάζοντας την αρχή της οριζόντιας ισότητας (δηλαδή, άτομα με την ίδια φοροδοτική ικανότητα δεν φαίνεται να χαίρουν της ίδιας φορολογικής αντιμετώπισης, είτε λόγω εξαιρέσεων που ακόμα υπάρχουν στο νομοθετικό πλαίσιο, είτε λόγω εκτεταμένης φοροδιαφυγής);

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που η καθαρή μέση επιβάρυνση από φόρους εισοδήματος και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (η ελληνική οικονομία, σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας, αφού  το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα, τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων, όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες  υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ), ενώ, ταυτόχρονα, ο ανώτερος συντελεστής στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερος σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ;

60% περίπου των φορολογουμένων δηλώνουν εισόδημα έως 10.000 ευρώ!

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που, σύμφωνα με στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημόσιων Εσόδων (ΑΑΔΕ) σχεδόν το 10% του συνόλου των φορολογουμένων σε επίπεδο φορολογικών δηλώσεων δήλωσαν  μηδενικό εισόδημα και περισσότεροι από τους μισούς (58,9%) δήλωσαν εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ;

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που η γραφειοκρατία μαστίζει εξαιρετικά έντονα και τη φορολογική διοίκηση (διασπορά αρμοδιοτήτων, υπέρμετρη τυπολατρία, δυσλειτουργία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών, η υποστελέχωση υπηρεσιών, ελλιπής εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και έλλειψη κινήτρων για την επίτευξη στόχων του φοροελεγκτικού μηχανισμού);

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που η αποδοτικότητα στο ΦΠΑ  (0,52) υπολείπεται σαφώς εκείνης στον ΟΟΣΑ (0,71);

-Έφταιγε έως τώρα η ΜΗ κωδικοποίηση  της φορολογικής νομοθεσίας που το κόστος  λειτουργίας τους φοροεισπρακτικού μηχανισμού είναι σημαντικά υψηλότερο στην Ελλάδα (1,69) από το αντίστοιχο στον ΟΟΣΑ (1,0);

Και δύο φορολογικά … «ανέκδοτα»  παλιάς … «κοπής»!

Μετά τα παραπάνω ερωτήματα έκρινα πως έπρεπε να διασκεδάσω τους αναγνώστες μου με  δύο παλιά μου σχόλια που δημοσιεύθηκαν στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και στη συνέχεια στο βιβλίο μου «540 ιστορίες οικονομικής τρέλας» και που έχουν γίνει πια … «ανέκδοτα»:

-Στη Γερμανία 300 υπάλληλοι έλεγχαν δαπάνες 60 τρισ. δραχμών ή 176 δις. ευρώ  το 1989! Το πρώτο με τίτλο «Στη Γερμανία 300 υπάλληλοι έλεγχαν δαπάνες 60 τρισ. δραχμών!»  βασίζεται  σε μια διαπίστωση  που διάβασα σε  ένα Δελτίο Τύπου  (Δεκέμβριος του 1989 της πρεσβείας της τότε Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα, από την οποία κυριεύθηκα  από αγανάκτηση, απελπισία, μελαγχολία. Τότε, λοιπόν, διάβασα  ότι στη Γερμανία υπήρχαν μόνο 300 υπάλληλοι, οι οποίοι δεν έλεγχαν μόνο τις εισπράξεις και τις δαπάνες … 600 δισ. μάρκων ή 60 περίπου τρισ. δραχμών ή 176 δις. ευρώ  όλου του …  κράτους, δηλαδή των  υπουργείων, των σιδηροδρόμων, των ταχυδρομείων, της κοινωνικής ασφάλισης και άλλων οργανισμών και την προσήκουσα αποτελεσματικότητα και οικονομικότητα, τη σωστή σχέση ανάμεσα στο κόστος και στην απόδοση, ενώ σε πολλές περιπτώσεις συμβουλεύουν μάλιστα να γίνει προσπάθεια για χαμηλότερο κόστος! Τότε, λοιπόν, στην Ελλάδα, όπου απασχολούνταν μόνο για την είσπραξη εσόδων χιλιάδες υπάλληλοι (εφοριακοί, ταμίες κλπ), παρέμεναν ανείσπρακτοι φόροι 1 τρισ. δραχμών (όπως κατήγγελλαν οι ίδιοι οι … εφοριακοί! Και μάλιστα ο τότε πρόεδρός τους  και μετέπειτα βουλευτής  του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Μακρυπίδης. Και το … ανέκδοτο αυτό πρόσθετα τα ακόλουθα: Θα μου πείτε, οι Γερμανοί είναι … «κουτόφραγκοι»…

-Αλέκος Παπαδόπουλος το 1994: «Δεν μπορεί να ελέγξει το υπουργείο Οικονομικών μεγάλη βιομηχανία με υπαλλήλους … Λυκείου!»: Το δεύτερο με τίτλο «Δεν μπορεί να ελέγξει το υπουργείο Οικονομικών μεγάλη βιομηχανία με υπαλλήλους … Λυκείου!» στηρίζεται σε μια συνέντευξη , η οποία δημοσιεύθηκε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (2 Απριλίου 1994) του τότε υπουργού Οικονομικών Αλέκου Παπαδόπουλου στον Γιάννη Μαρίνο, τον γράφοντα, τον Γιάννη Ζωγράφο και τον Παύλο Κλαυδιανό,  ο οποίος επεσήμαινε, μεταξύ άλλων το εξής: «Μόνον αφελείς μπορεί να πιστεύουν ότι η σημερινή ΥΠΕΔΑ (σημείωση: παλιά υπηρεσία ελέγχου του υπουργείου Οικονομικών) με τους υπαλλήλους που έχουν γνώσεις Λυκείου ή και γενικές Πανεπιστημίου, μπορεί να ελέγξει μια μεγάλη βιομηχανία με τα τελειότερα λογιστικά συστήματα…» Τότε, σχολιάζοντας στη στήλη στην εφημερίδα «Τα Νέα» την ίδια ημέρα την επισήμανση αυτή, έγραφα τα ακόλουθα: «Ακριβώς εδώ εντοπίζεται μια ακόμη πτυχή της κακοδαιμονίας του κρατικού προϋπολογισμού. Διότι, αυτό ακριβώς είναι η αχίλλειος πτέρνα του ελληνικού συστήματος διοίκησης των φόρων, της βεβαίωσης των πραγματικών φόρων. Για τους λόγους αυτούς άλλωστε εξαγγέλλονται συνεχώς ρυθμίσεις εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, από τις οποίες το κράτος χάνει εκατοντάδες δις. δραχμών και με τις οποίες δικαιώνεται πάντοτε ο ασυνεπής και τιμωρείται ο συνεπής φορολογούμενος… Καταλάβατε, λοιπόν, γιατί «παρακαλούνται» συνεχώς οι φοροφυγάδες και οι χρεοφειλέτες να  ρυθμίσουν τις εκκρεμείς υποθέσεις τους με προκλητικά ευνοϊκούς όρους;»

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion