Κρίνοντας εξ ιδίων έχω αρχίσει και καταλαβαίνω γιατί κάποιοι «ενοχλήθηκαν» από τα lockdown, που βίαια επέβαλε η πανδημία. Ο υποχρεωτικός εγκλεισμός απελευθέρωσε χρόνο και αυτό για ορισμένους δεν είναι καθόλου καλή εξέλιξη, γιατί μπορεί να ενισχυθεί η τάση για μάθηση, για προσφυγή στη γνώση και για αλλαγή στις καταναλωτικές συμπεριφορές.

Για τους ογκόλιθους της «προόδου» η απελευθέρωση χρόνου είναι «καλή» μόνον όταν συμβάλει στο να μαθαίνει κανείς πώς να συναρμολογεί βόμβα μολότωφ, να σχεδιάζει εμπρησμούς αυτοκινήτων, και γενικά να ασχολείται με την «απελευθέρωση» της κοινωνίας από τον … νεοφιλελευθερισμό!

Κατά τα λοιπά, υπάρχουν και κάποιοι αφελείς κοινωνιολόγοι που ασχολούνται με την μελέτη του ελεύθερου χρόνου, τονίζοντας μάλιστα ότι όσο μπαίνουμε βαθύτερα στην ψηφιακή εποχή, είναι πολύ πιθανό ο ελεύθερος χρόνος να αντικαταστήσει τη «συσσώρευση υλικού πλούτου».

Αυτή εξάλλου είναι η θεωρία του Ιάπωνα Γιονίζι Μασούντα (1905-1995), ένας κοινωνιολόγος που λόγω των ιδεών του για την πληροφορική και την επικοινωνία έφερε τον τίτλο «του πατέρα των κοινωνιών της πληροφορίας». Πολύ πριν την έκρηξη της ψηφιακής τεχνολογίας και την είσοδο στην 4η βιομηχανική επανάσταση, ο Μασούντα εκτιμούσε ότι η

πληροφορική άνοιγε τις πόρτες ενός ριζικού επαναπροσανατολισμού των αναπτυγμένων κοινωνιών, μακρυά από την επιβεβλημένη εργασία.

Με άλλα λόγια, ο Ιάπωνας κοινωνιολόγος και επιστήμονας, υποστήριξε ότι ενώ η βιομηχανική επανάσταση των δύο πρώτων περιόδων κύριο στόχο της είχε την αύξηση της παραγωγής υλικών, βασική συνεισφορά της επανάστασης της πληροφορικής θα είναι η δημιουργία περισσότερου ελεύθερου χρόνου, δίνοντας στους ανθρώπους την «ελευθερία να καθορίζουν εκούσια» τη μελλοντική τους πορεία.

Στη βάση μιας παρόμοιας προοπτικής, ο Μασούντα, από νωρίς, έβλεπε τη μετάβαση από τις υλικές χρονικές αξίες σαν μια καμπή στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Τόνιζε έτσι ότι:

«Η αξία του χρόνου βρίσκεται σε ένα ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης ζωής σε σχέση με τις υλικές αξίες, ως βασική αξία των οικο-νομικών δραστηριοτήτων. Αυτό συμβαίνει επειδή η αξία του χρόνου αντιστοιχεί στην ικανοποίηση των ανθρώπινων και πνευματικών αναγκών, ενώ οι υλικές αξίες αντιπροσωπεύουν την ικανοποίηση φυσιολογικών και υλικών αναγκών».

Από την άποψη αυτή, ιστορικοί της οικονομίας, όπως ο ιστορικός Πώλ Μπαϊρούχ για παράδειγμα, επισημαίνουν ότι, στην περίπτωση των δύο πρώτων βιομηχανικών επαναστάσεων, το πρόβλημα της ανερχόμενης ανεργίας σε αντιπαράθεση με τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο τελικά λύθηκε υπέρ του δεύτερου, αν και όχι χωρίς παρατεταμένους αγώνες ανάμεσα στα εργατικά σωματεία και τη διοίκηση των επιχειρήσεων για το ζήτημα της παραγωγικότητας και των ωρών εργασίας. Οι εντυπωσιακές αυξήσεις παραγωγικότητας στο πρώτο στάδιο της βιομηχανικής επανάστα-

σης, τον 19° αιώνα ακολουθήθηκαν από τη μείωση εργάσιμων ωρών από ογδόντα σε εξήντα την εβδομάδα. Κατά παρόμοιο τρόπο, τον 20° αιώνα, καθώς η βιομηχανική οικονομία περνούσε από την τεχνολογία του ατμού σε αυτές του πετρελαίου και του ηλεκτρισμού, οι σταθερές αυξήσεις της παραγωγικότητας οδήγησαν σε μια περαιτέρω σμίκρυνση της εργάσιμης εβδομάδας από εξήντα σε σαράντα ώρες. Σήμερα, καθώς περνάμε στο τέταρτο στάδιο της βιομηχανικής επανάστασης και δρέπουμε τους καρπούς της παραγωγικότητας από τις ψηφιακές τεχνολογίες και την τεχνητή νοημοσύνη, σε διεθνές επίπεδο, όλο και περισσότεροι παρατηρητές, θεωρούν αναπόφευκτη μια νέα μείωση των εργασίμων ωρών σε τριάντα ή και είκοσι την εβδομάδα, για να μπορέσουν να ευθυγραμμιστούν οι απαιτήσεις εργασίας με τις νέες παραγωγικές δυνατότητες του κεφαλαίου,κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες

Πάνω στο θέμα αυτό, έχουν αναπτυχθεί αρκετές θεωρητικές προσεγγίσεις, από οικονομολόγους, όπως οι Σουλτζ, Λεόντιεφ, Τζέρεμυ Ρίφκιν, Ζαν Τιρόλ κ.α., οι οποίοι φέρνουν στο προσκήνιο το ερώτημα τι γίνεται με τον ελεύθερο χρόνο;

Όταν η πληροφορική έκανε τα πρώτα της βήματα και η κινητή τηλεφωνία ήταν στα σπάργανα, νομπελίστες οικονομολόγοι, όπως ο Βασίλυ Λεοντιεφ, υποστήριζαν ότι ο ελεύθερος χρόνος πρέπει να θεωρείται ένα τίμημα του εισοδήματος, με το πρόβλημα να μετατίθεται στον τρόπο χρήσης αυτού του πόρου. Απαντώντας στον προβληματισμό αυτόν, ο Πήτερ Ντράκερ, έκανε λόγο για τη δια βίου μάθηση και τη σύνδεση του ελεύθερου χρόνου με τη γνώση.

Δημιουργήθηκε έτσι η θεωρία της «κοινωνίας της γνώσης» στην οποίαν κατά τον Άλβιν Τόφλερ, ζωτικός θα ήταν ο ρόλος του αποκαλούμενου «επαναστατικού χρήματος». Χρήμα που θα προκύπτει από άυλα παραγωγικά στοιχεία και το οποίο κατά νεώτερους οικονομολόγους θα μπορούσε να γίνει το εφαλτήριο της δημιουργίας ενός μόνιμου ελάχιστου οικονομικού εισοδήματος. Ιδού μια ιδέα που αξίζει τον κόπο να μελετηθεί.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion