Πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο βρίσκεται η ελληνική οικονομία ως προς την πράσινη μετάβαση, σε αντίθεση με την πορεία προς την ψηφιακή μετάβαση, όπου πολύτιμος χρόνος χάθηκε στην προ- COVID περίοδο δυσχεραίνοντας σημαντικά τις προσπάθειες της Ελλάδας να πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Αυτό επισημαίνεται σε ανάλυση του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών) με θέμα «Πράσινη και Ψηφιακή Μετάβαση: Θετικές εξελίξεις, ανάγκη για επιτάχυνση δράσεων», σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένους δείκτες που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και διεθνή ινστιτούτα.

Πράσινη μετάβαση

Η πράσινη μετάβαση αποτελεί τον μοναδικό δείκτη στον οποίον η ελληνική οικονομία σύμφωνα με ποικίλες εκθέσεις βρίσκεται όχι μόνο κοντά στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά και το ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και υποδείκτες.

Σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης μεταβάσεων (Transitions Performance Index – TPI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έκδοσης 2021 (στοιχεία 2020), η ελληνική οικονομία, ενώ υστερεί στην οικονομική, κοινωνική και μετάβαση διακυβέρνησης, βρίσκεται στη 10η θέση στην περιβαλλοντική μετάβαση (Πίνακας 1). Αξίζει να σημειωθεί η σημαντική πρόοδος και στις 4 μεταβάσεις η οποία αποτελεί την 2η καλλίτερη επίδοση (πίσω από της Κροατίας) στην ΕΕ27 για την περίοδο 2011-2020. Ο συγκεκριμένος δείκτης περιβαλλοντικής μετάβασης περιλαμβάνει λίγες μόνο διαστάσεις της πολυδιάστατης πράσινης μετάβασης, όπως μείωση εκπομπών ρύπων θερμοκηπίου, βιοποικιλότητα, παραγωγικότητα πλουτοπαραγωγικών πηγών και παραγωγικότητα ενέργειας (ΕΕ, 2022α).

Η Eurostat δημοσιεύει κάθε χρόνο το ποσοστό συμμετοχής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) στην τελική κατανάλωση ενέργειας των κρατών-μελών. Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία αφορούν στο 2021 (Πίνακας 2). Η Ελληνική οικονομία έχει καταφέρει να βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη χρήση ΑΠΕ στην κατανάλωση ενέργειας, ξεπερνώντας τον στη χρήση ΑΠΕ στη θέρμανση και ψύξη, ενώ εκεί που υστερεί σημαντικά είναι στη χρήση ΑΠΕ στις μεταφορές. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2021 η χρήση ΑΠΕ στην ΕΕ σημείωσε ελαφρά πτώση, με πιο σημαντική τη μείωση χρήσης ΑΠΕ στις μεταφορές, πράγμα που δείχνει την ανάγκη ανάληψης περαιτέρω σχετικών δράσεων σε ευρωπαϊκό και, ιδιαίτερα, σε εθνικό επίπεδο.

Ένας πιο εμπεριστατωμένος δείκτης είναι ο Δείκτης Πράσινου Μέλλοντος (Green Future Index) που καταρτίζεται από το γνωστό MIT της Αμερικής, ο οποίος περιλαμβάνει 76 κράτη –20 εκ των οποίων κράτη-μέλη της ΕΕ– δίνοντας έτσι μια παγκόσμια προοπτική στην πράσινη μετάβαση.

Ο δείκτης περιέχει στοιχεία από πληθώρα βάσεων δεδομένων και τα δεδομένα της έκδοσης του 2022 αφορούν προηγούμενα έτη (και πριν από το 2021). Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατάταξη της χώρας μας σε σχέση με την έκδοση του 2021 ανέβηκε 15 θέσεις από την 37η στην 22η, που σημαίνει ότι εάν ανέβει λίγο ακόμα θα μπει στην πρώτη 20άδα που, σύμφωνα με τον Δείκτη, αποτελούν τους «πράσινους ηγέτες».

Πίνακας 3.

Από τον Πίνακα 3 φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται να εστιάσει στη βελτίωση του κλάδου της πράσινης κοινωνίας, ιδιαίτερα στον τομέα της ανακύκλωσης, των πράσινων κτιρίων και των πράσινων μεταφορών, καθώς επίσης και να εντείνει τις προσπάθειες να γίνει ο αγροτικός τομέας περισσότερο φιλικός προς το περιβάλλον με ταυτόχρονες επενδύσεις στην τεχνολογία τροφίμων (foodtech) και την αύξηση του αριθμού πράσινων ευρεσιτεχνιών (πατεντών) αλλά και γενικά αύξηση δράσεων για το κλίμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ η Ευρώπη γενικά θεωρείται και είναι πρωτοπόρος στην πράσινη μετάβαση υπάρχουν αρκετές παράμετροι όπως οι εκπομπές CO2 αλλά και συνολικά η διάσταση της ενεργειακής μετάβασης στην οποία υστερεί σε σχέση με άλλα κράτη του κόσμου.

Κλείνοντας, δεδομένου ότι η πράσινη μετάβαση (όπως και η ψηφιακή) έχουν άμεση σχέση με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την προσέλκυση επενδύσεων, γίνεται αναφορά στον δείκτη ελκυστικότητας επενδύσεων ΑΠΕ (Renewable Energy Country Attractiveness Index –RECAI). Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση του δείκτη, ο οποίος καταρτίζεται από την Ernst&Young –EY, η ελληνική οικονομία σημειώνει συνεχή βελτίωση των επιδόσεών της ανεβαίνοντας στην 16η θέση από την 21η στην έκδοση του Μαΐου σε σύνολο 40 κρατών. Ο δείκτης περιλαμβάνει ολοκληρωμένες, τρέχουσες, προγραμματισμένες και ανακοινωμένες επενδύσεις λαμβάνοντας υπόψη πολιτικές που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την προώθηση των ΑΠΕ, την ποιότητα του δικτύου υποδομών, την ικανότητα αποθήκευσης ενέργειας, την μακροοικονομική σταθερότητα και το επενδυτικό κλίμα κάθε οικονομίας. Όπως σημειώνεται στην έκθεση, στην Ελλάδα έχουν γίνει σημαντικά βήματα στο να καταστεί η νομοθεσία φιλική προς την επέκταση των επενδύσεων σε ΑΠΕ, (EY, 2022).

Ψηφιακή μετάβαση

Στα πλαίσια της παρακολούθησης των επιδόσεων των κρατών-μελών στην ψηφιακή μετάβαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδει από το 2015 τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI). Σύμφωνα με την τελευταία έκδοση (2022) του δείκτη (Πίνακας 4), η ελληνική οικονομία παρέμεινε στην 25η θέση στην οποία ανέβηκε το 2021 από την 27η (τελευταία) που κατείχε μέχρι τότε.

Αυτό σημαίνει ότι η παρά την, σύμφωνα με το δείκτη, ικανοποιητική πρόοδο της Ελλάδας προς την κατεύθυνση της ψηφιοποίησης, η μεγάλη απόσταση που έχει να διατρέξει η ελληνική οικονομία δεν καλύπτεται εύκολα δεδομένης και της συνεχούς και ταχείας πορείας προς την ψηφιακή μετάβαση των ευρωπαίων εταίρων. Σημειώνεται ότι τα στοιχεία της εκάστοτε έκδοσης του δείκτη αφορούν στο προηγούμενο της έκδοσης έτος, συγκεκριμένα στο 2021 για την τελευταία έκδοση. Αυτό σημαίνει ότι η όποια εξέλιξη και πρόοδος έχουν συντελεστεί εντός του 2022 θα αποτυπωθούν στην επόμενη έκδοση που θα λάβει χώρα εντός του 2023.

Ο Πίνακας 5 εστιάζει στις επιμέρους παραμέτρους των βασικών τεσσάρων διαστάσεων του δείκτη και ιδιαίτερα σε αυτές που χρειάζονται περαιτέρω βελτίωση. Όσον αφορά στο ανθρώπινο κεφάλαιο η διαφορά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι η μικρότερη. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ψηφιακές δεξιότητες του πληθυσμού είναι αρκετά κοντά στο μέσο όρο των εταίρων μας και μάλιστα στην ηλικιακή ομάδα 16-24 ετών οι ψηφιακές δεξιότητες ανέρχονται στο 88%, αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (71%).

Στη συνδεσιμότητα έχει γίνει σημαντική πρόοδος όσον αφορά στην κάλυψη των δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN) και 5G, αν και τα πρώτα έχουν αρκετό δρόμο να καλύψουν. Επίσης, είμαστε πίσω στη διείσδυση σταθερών ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 100Μbps (9%) όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 41%, καθώς και στην διείσδυση διαδικτύου υψηλών ταχυτήτων (>1Gbps), αλλά και στην κάλυψη οπτικών ινών μέχρι τον χώρο του χρήστη.

Όσον αφορά στην ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις είμαστε σημαντικά πίσω, ιδιαίτερα σε παραμέτρους όπως το ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) με τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, καθώς και τη χρήση υπολογιστικού νέφους και τεχνητής νοημοσύνης από τις επιχειρήσεις. Αντίθετα, λίγο υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου ποσοστό ελληνικών ΜΜΕ πραγματοποιούν ηλεκτρονικές πωλήσεις.

Τέλος, παρά τη σημαντική βελτίωση στις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί παραμένει μεγάλη. Εκτός από τον ενεργό αριθμό χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης που υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (69%-65%), στα προσυμπληρωμένα έντυπα και τις δημόσιες ψηφιακές υπηρεσίες προς πολίτες και επιχειρήσεις είμαστε ακόμα αρκετά πίσω από τους Ευρωπαίους εταίρους.

Συμπεράσματα

Σε γενικές γραμμές οι εκθέσεις και οι δείκτες που παρουσιάστηκαν αναφέρονται θετικά στις προσπάθειες της Ελληνικής οικονομίας στους τομείς της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης. Ιδιαίτερα, όσον αφορά στην πράσινη μετάβαση, η Ελληνική οικονομία βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των ΕΕ27 και μάλιστα στη χρήση ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη αρκετά πιο πάνω από αυτόν. Ωστόσο, υστερεί σημαντικά στη χρήση ΑΠΕ στις μεταφορές. Επίσης η χώρα χρειάζεται να κάνει ακόμα πολλά για να πλησιάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε σειρά παραμέτρων όπως η ανακύκλωση, η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων, ο βαθμός αειφορίας του αγροτικού τομέα, οι πολιτικές για το κλίμα, οι πράσινες ευρεσιτεχνίες καθώς και οι επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες τροφίμων.

Όσον αφορά στην ψηφιακή μετάβαση, σημειώνεται επανειλημμένως ότι η χώρα καθυστέρησε σημαντικά την έναρξη την ψηφιοποίησης με αποτέλεσμα να χάσει γρήγορα έδαφος σε σχέση με τους εταίρους της. Ως αποτέλεσμα, το κενό που καλείται να καλύψει είναι τόσο μεγάλο που παρά τις σημαντικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση της ψηφιακής μετάβασης η οποία ξεκίνησε με σημαντική καθυστέρηση και «χάρη» στην πανδημία δεν φαίνεται να πλησιάζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσο γρήγορα θα ήταν επιθυμητό.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Green