Ποιους υπουργούς προηγούμενων κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης θυμόμαστε εκ των υστέρων για το έργο τους; Παρ’ ότι είναι υποκειμενικό, τα ονόματα Τρίτσης, Γεννηματάς, Πεπονής, Μάνος, Διαμαντοπούλου ακούγονται πολύ συχνά, όταν μιλάμε για υπουργούς, οι οποίοι συνέδεσαν το όνομά τους με νόμους και έργα που άφησαν εποχή, ενώ σε Μπακογιάννη και Βενιζέλο αναφερόμαστε συνήθως για την προσωπικότητά τους. Αδικώ σίγουρα πολλούς άλλους, πραγματικά αξιόλογους, υπουργούς, οι οποίοι άφησαν εξαιρετικά θετική παρακαταθήκη με το έργο τους, από τους οποίους ζητώ να με συγχωρέσουν μιας και χάριν συντομίας του άρθρου δεν αναφέρονται.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι, για τους οποίους τώρα «χτυπάμε το κεφάλι μας», ενώ κατά τη διάρκεια της θητείας των, τους εμποδίσαμε με «νύχια και με δόντια» να προχωρήσουν και να υλοποιήσουν το έργο τους. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα; Τάσος Γιαννίτσης και το Ασφαλιστικό! Έχει βάση ο ισχυρισμός ότι αν τον είχαμε αφήσει να προχωρήσει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, την οποίαν είχε σχεδιάσει, η Ελλάδα θα είχε αποφύγει πολλά προβλήματα, ενδεχομένως και τα μνημόνια. Επειδή όμως, όπως έχει αναφέρει πρόσφατα η Άννα Διαμαντοπούλου, θα έπρεπε «να συμφωνήσουμε στην τεκμηριωμένη ανάλυση τού γιατί φτάσαμε στην κρίση ώστε να μην ξαναβρεθούμε στη θέση αυτή, κάτι όμως που δεν έγινε ποτέ», ο προαναφερθείς ισχυρισμός παραμένει μετέωρος, παρ’ ότι έχουμε στη διάθεσή μας όλα τα οικονομικά δεδομένα του Ασφαλιστικού (βλ. Υ.Γ.1). Το σίγουρο είναι ότι στη συνέχεια και οι συντάξεις μειώθηκαν δραστικά, αλλά και συνολικά οι όροι του επιδεινώθηκαν, ενώ παράλληλα το ερώτημα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του παραμένει.

Προσγειωθήκαμε λοιπόν στο παρόν ολοκληρώνοντας ένα σύντομο ταξίδι στο πρόσφατο παρελθόν. Και τι κάνουμε για το μέλλον; Μήπως, έχοντας αυτή την εμπειρία με τον Τάσο Γιαννίτση, έχει νόημα ν’ αφουγκρασθούμε αυτά τα οποία αναφέρει ο ίδιος σε συνεχείς παρεμβάσεις του στον δημόσιο λόγο αναφορικά με το μέλλον της χώρας, αναλογιζόμενοι, παράλληλα με μια δόση αυτοκριτικής, το ρητό «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» (βλ. Υ.Γ.2); Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του με τίτλο «Βιομηχανία ή υπηρεσίες; Το λάθος δίλημμα» στην Καθημερινή της 6ης Φεβρουαρίου 2023, στο οποίο τεκμηριώνει με στοιχεία την υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνει ότι «ότι τόσο στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες έχουμε μια κοινή αδυναμία: την ισχνή παρουσία των στοιχείων της γνώσης, της τεχνογνωσίας, του τεχνολογικού υποβάθρου και της καινοτομίας, που καθορίζουν σήμερα διεθνώς την ανταγωνιστική βάση κάθε χώρας.» Μια στο καρφί (βιομηχανία) και μια στο πέταλο (υπηρεσίες), με αποτέλεσμα «η παραγωγικότητα και στους δύο τομείς υστερεί σημαντικά από αυτήν σε ανεπτυγμένες ή ανάλογες χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία).» Για του λόγου το αληθές βλ. Πίνακα 1.

Αναφερόμενος, μεταξύ των άλλων, στη, λεγόμενη, βαριά βιομηχανία της χώρας μας, κάνει την εκτίμηση ότι «Τουρισμός ή εμπόριο έχουν χαμηλή επίδραση (Σ.Σ.: στην παραγωγικότητα) σε σύγκριση με τηλεπικοινωνίες, δραστηριότητες στην πληροφορική ή σε άλλες υπηρεσίες.» Ενώ για τις εξαγωγές συμπληρώνει ότι «Επιπλέον, αρκετές υπηρεσίες από τη φύση τους δεν εξάγονται και, συνεπώς, δεν μπορούν να αποτρέψουν τη συνεχή επιδείνωση του ισοζυγίου πληρωμών που επιβαρύνει επικίνδυνα την οικονομική μεγέθυνση της χώρας.»

Ήδη μέσα από τα, εκ μέρους του Τάσου Γιαννίτση, προαναφερθέντα διαφαίνεται μία διέξοδος, η οποία μπορεί να συμβάλλει σε σταθερή, βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας μας, η οποία με τη σειρά της θα έχει ως ένα αποτέλεσμα υψηλότερους μισθούς των εργαζομένων. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο δρόμος; Οι δραστηριότητες στις υπηρεσίες έντασης τεχνολογίας και υψηλής παραγωγικότητας, δηλαδή της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών (Τεχνολογίες Πληροφορικής Επικοινωνιών, ΤΠΕ – ICT) με στόχο και την άνοδο των εξαγωγών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έχουμε όλα εκείνα τα εφόδια, τα οποία θα μας επιτρέψουν ν’ αλλάξουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας, που βασίζεται στην κατανάλωση, επενδύοντας στην ενίσχυση της παραγωγικής βάσης, τόσο στη βιομηχανία, όσο και στις υπηρεσίες, κάτι το οποίο άλλες ανεπτυγμένες χώρες εφαρμόζουν με επιτυχία εδώ και πολλά χρόνια, βλ. Πίνακα 2.

Συμφωνώντας με τον πρώην υπουργό ότι «Το πώς, βέβαια, θα επιτευχθεί η ενίσχυση της βιομηχανίας ή τεχνολογικά προηγμένων υπηρεσιών … δεν μπορεί να δοθεί σε άρθρα τέτοιας μορφής …», θα ήθελα να σημειώσω ότι έχουν εκπονηθεί εξειδικευμένες μελέτες, τόσο αναφορικά με τις ΤΠΕ και τις δυνατότητές των ν’ αυξήσουν τη συνεισφορά τους στην ελληνική οικονομία, όσο και αναφορικά με την μετάβαση της χώρας μας στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Ενδεικτικά αναφέρω την μελέτη Στρατηγικού Σχεδιασμού του κλάδου ΤΠΕ στην Ελλάδα (εκ μέρους της Deloitte για λογαριασμό του ΣΕΠΕ, Νοέμβριος 2019), την μελέτη της Alpha Bank για τον κλάδο ΤΠΕ (Alpha Bank Economic Research, ICT and Digital Transformation, Νοέμβριος 2022) καθώς επίσης και την μελέτη «Ψηφιακή και τεχνολογική ωριμότητα οικονομίας και επιχειρήσεων» (εκ μέρους της Deloitte για λογαριασμό του ΣΕΒ, Φεβρουάριος 2022).

Είναι όμως ταυτόχρονα κοινός τόπος ότι στην Ελλάδα δεν υστερούμε στην παραγωγή σκέψης και ιδεών, αλλά η μεταφορά τους στην πράξη και η επιτυχημένη υλοποίησή των δεν μπορείς να πεις ότι ήταν το φόρτε μας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η χώρα μας σε μετρήσεις δεικτών του κλάδου ΤΠΕ με ή χωρίς συνδυασμό οικονομικών δεικτών βρίσκεται τις περισσότερες φορές κάτω του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνήθως μάλιστα στο τελευταίο τρίτο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυπώνεται στην προστιθέμενη αξία του κλάδου ΤΠΕ – ICT ως ποσοστό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) (βλ. Πίνακα 3).

Η προστιθέμενη αξία του τομέα ΤΠΕ – ICT αντιπροσώπευε κατά μέσο όρο το 4,6% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU-27) το 2021, με την Ελλάδα να καταγράφει ποσοστό 3,2%, το χαμηλότερο μεταξύ των 27 χωρών.

Εξ ου κι ο Τάσος Γιαννίτσης σημειώνει αυτό που βλέπει: «Την Ελλάδα τη χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα παραγωγικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων από πολύ περισσότερες χώρες απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν.» Απαισιόδοξο; Ίσως. Πραγματικό; Μάλλον.

Και όμως τα τελευταία χρόνια υπάρχουν κάποιες ενθαρρυντικές ενδείξεις, οι οποίες δείχνουν ότι ακόμα και ένα χάσμα μπορεί να καλυφθεί (βλ. Πίνακα 4).

Από την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού μέχρι το 2021, η Ελλάδα έχει υπερκαλύψει τη διαφορά που είχε στην αρχή της κρίσης αναφορικά με την προσφορά ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών στους πολίτες (από 68 σε 90, έναντι 85 σε 89 της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και στις επιχειρήσεις (από 78 σε 95, έναντι 95 σε 97 αντίστοιχα). Το gov.gr και η ψηφιακή υλοποίηση της διαδικασίας του εμβολιασμού στέλνουν τα χαιρετίσματά τους.

Παράλληλα με το Δημόσιο στην υπηρεσία των ιδιωτών (πολιτών και επιχειρήσεων), στον ιδιωτικό τομέα τεράστιες παγκόσμιες εταιρείες του ψηφιακού, και όχι μόνο, χώρου επέλεξαν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα για να επενδύσουν στην ανάπτυξη λογισμικού, ψηφιακών υποδομών και υπηρεσιών, οι περισσότερες των οποίων προορίζονται για εξαγωγές. Amazon, Google, Microsoft, Pfizer, Cisco, Deloitte, Accenture, PwC, Deutsche Telekom, Digital Realty, TeamViewer είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα εταιρειών, οι οποίες απασχολούν εξειδικευμένους μηχανικούς του κλάδου ΤΠΕ. Μια από τις πρώτες εταιρείες που επένδυσε κατ’ αυτόν τον τρόπο στη χώρα μας ήταν ο τηλεπικοινωνιακός κλάδος της Siemens στις αρχές της δεκαετίας του 90, επένδυση την οποίαν συνεχίζει μέχρι σήμερα η NOKIA, απασχολώντας στο Κέντρο Έρευνας & Ανάπτυξης ΤΠΕ περισσότερους από 900 μηχανικούς.

Οι εταιρείες αυτές αξιολογούν τις εναλλακτικές δυνατότητες επένδυσης σε διάφορες χώρες και προχωρούν στην τελική τους επιλογή βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, στοχεύοντας στη βέλτιστη απόδοση παραγόμενου αποτελέσματος σε σχέση με την επένδυσή των. Ένα βασικό κριτήριο είναι η παραγωγικότητα των μηχανικών, η οποία και εκ του συγκεκριμένου αποτελέσματος αποδεικνύει ότι οι Έλληνες και Ελληνίδες μηχανικοί είναι σε θέση ν’ ανταπεξέλθουν με τον καλύτερο τρόπο στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού και γιατί όχι ν’ αποτελέσουν ένα βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας στην εποχή του ψηφιακού μετασχηματισμού, προσφέροντας υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και αναπτύσσοντας λογισμικό και εφαρμογές στον χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας.

Σε συνδυασμό με την οριζόντια αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνογνωσίας στους περισσότερους, αν όχι σε όλους, τους κλάδους της οικονομίας, ιδιαίτερα όμως στη βιομηχανία, η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να κλείσει τη ψηφιακή ψαλίδα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και να καλύψει ένα μεγάλο μέρος του χάσματος στο οποίο έχει αναφερθεί ο Τάσος Γιαννίτσης, ξεκινώντας ταυτόχρονα τη μετάβαση σ’ ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας με εξαγωγικό προσανατολισμό. Στοχεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της συμμετοχής του κλάδου των ΤΠΕ στο ελληνικό ΑΕΠ από σχεδόν 3% σε πάνω από 6% τα επόμενα χρόνια, προσφέροντας περισσότερες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας σε νέες και νέους της χώρας μας. Αισιόδοξο; Ίσως. Εφικτό; (Υπό συνθήκες) μάλλον.

Και ο πρώην υπουργός καταλήγει στο άρθρο του: «Τα χάσματα αυτά δεν καλύπτονται σε πέντε ή και δέκα χρόνια και, με τις σημερινές συνθήκες, έχουν πολύ πιο σοβαρές συνέπειες απ’ ό,τι φαίνεται. Σημαίνει αυτό εγκατάλειψη; Σημαίνει ανάγκη για μεγαλύτερη υπευθυνότητα, αναπτυξιακή εμμονή, επιλεκτικότητα, σχεδιασμό και μορφές πολιτικής υπέρβασης.» Οι μεγάλες αλλαγές, οι οποίες είναι απαραίτητες για να καλύψουν χάσματα, απαιτούν στοχευμένες και συνδυαστικές δράσεις τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου τομέα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δρομολογούνται τις περισσότερες φορές από την κορυφή προς τη βάση. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: επειδή στη συγκεκριμένη κορυφή θα πρέπει να υπάρχει κι ο κατάλληλος άνθρωπος, μήπως αυτά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία ανέφερε ο Τάσος Γιαννίτσης, ταιριάζουν σε κάποιον; Σε πρώην ή νυν υπουργό και όχι μόνο. Ει δυνατόν σε κάποιον, ο οποίος αποδεδειγμένα έχει δώσει επιτυχημένο δείγμα γραφής στον συγκεκριμένο χώρο.

Οι εκλογές είναι προ των πυλών. Ας ψάξει ο καθένας μας και ας κρίνει, ποιος υποψήφιος ή ποια υποψήφια είναι σε θέση ν’ αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Η επιλογή είναι, κυριολεκτικά, στο χέρι μας. Η απόφαση όμως περνάει από το μυαλό και την καρδιά μας. Ας το κάνουμε λοιπόν!

Υ.Γ.1: Υπόθεση εργασίας: έστω ότι η μη υλοποίηση της πρότασης Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό συνετέλεσε στην αύξηση των δαπανών του κράτους, κατά συνέπεια και του δανεισμού, άρα, εν μέρει και κατά το ποσό που αναλογεί, συνετέλεσε και στην υπερχρέωση και χρεοκοπία της χώρας. Ευθύνεται γι’ αυτό ο Τάσος Γιαννίτσης;

Υ.Γ.2: Λεξικό Μπαμπινιώτη: ενώ η λέξη κριτική προέρχεται από τα Αρχαία Ελληνικά και συγκεκριμένα από το ρήμα κρίνω (η αρχική σημασία ήταν πιθανώς «κοσκινίζω», που προσέλαβε αργότερα και μεταφορική χρήση: «ζυγίζω προσεκτικά μίαν απόφαση, αποφασίζω»), η λέξη αυτοκριτική είναι Ελληνογενής ξένος όρος και προέρχεται από τα Γαλλικά. Τι σημαίνει Ελληνογενής ξένος όρος: λόγια λέξη σχηματισμένη σε ξένη γλώσσα, π.χ. Γαλλικά από ελληνικά συνθετικά στοιχεία. Με λίγα λόγια, ενώ τα δύο συνθετικά στοιχεία της λέξης είναι ελληνικά, η λέξη «αυτοκριτική» δεν είναι ελληνική, αλλά τη συνέθεσαν οι Γάλλοι. Μήπως γι’ αυτό δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα την αυτοκριτική;

* Ο Γιάννης Γούσης είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts