Οι ειδήσεις δεν δημιουργούν τις αγορές, οι αγορές δημιουργούν τις ειδήσεις. Αυτό το αξίωμα μπορεί στους επενδυτές και τους χρηματιστές να ακούγεται κάπως υποτιμητικό, όμως είναι διδακτικό για κάθε οικονομικό δημοσιογράφο.

«Κηλίδα» στη φήμη των ΗΠΑ – Τι λένε οι αναλυτές για την υποβάθμιση από τη Fitch

Οι αποδόσεις των αμερικανικών κρατικών ομολόγων έχουν πραγματοποιήσει άλμα τις τελευταίες ημέρες, κάτι που τα μέσα ενημέρωσης το αποδίδουν στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από τον οίκο Fitch Ratings σε «ΑΑ+» από την ανώτερη επενδυτική βαθμίδα «ΑΑΑ». Η άποψη αυτή κάπως θολώνει το τοπίο για την αιτία και το αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει σε ανάλυσή της η ιστοσελίδα Barron’s. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σημειώνουν άνοδο επειδή η αμερικανική κυβέρνηση δανείζεται τεράστια χρηματικά ποσά –περί του 1 τρισ. δολαρίων μόνο αυτό το τρίμηνο.

Η συνθήκη αυτή ήταν εκ των βασικών παραγόντων για την υποβάθμιση του οίκου Fitch, ο οποίος, όπως συνηθίζεται από τους οίκους αξιολόγησης επανέλαβε αυτό που ήδη έχει πει η αγορά αντί να την καθοδηγήσει (την αγορά).

Περαιτέρω, η απόφαση του Fitch να αφαιρέσει τις ΗΠΑ από την ανώτερη αξιολόγηση «ΑΑΑ» έρχεται μετά από την ίδια απόφαση της Standard & Poor’s το 2011. Έτσι, το σοκ αυτής της τελευταίας υποβάθμισης δεν ήταν το ίδιο με αυτό της τότε όπως είχε ερμηνευθεί αδιανόητης κίνησης του S&P.

Εξάλλου, η πρώτη φορά ακολουθείται από τη δεύτερη την τρίτη και ούτω καθεξής. Και, όπως έχει δηλώσει ο πρώην «βασιλιάς» των ομολόγων σκουπίδια Μάικλ Μίλκεν, η βαθμίδα «ΑΑΑ» είναι μόνο μια υποψήφια για υποβάθμιση. Εν πάση περιπτώσει, οι αναλυτές της BCA υποστηρίζουν ότι το «ΑΑ+» είναι το νέο «ΑΑΑ».

Τα ομόλογα στο επίκεντρο

Αυτό που έχει σημασία είναι οι αριθμοί, όχι τα γράμματα. Οι αξιολογήσεις αντικατοπτρίζουν τελικά μια υποκειμενική ανάλυση της πιθανότητας αποπληρωμής ενός δανειολήπτη, με βάση την ικανότητά του καθώς και την προθυμία του να εκπληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Το τελευταίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αξιολογήσεις των Fitch και S&P. Και οι δύο επέκριναν την τοξική πολιτική που διάβρωσε την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία των ΗΠΑ.

Και είναι οι αριθμοί που ώθησαν τους χρηματιστές και τους επενδυτές να ανεβάσουν τις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων αμερικανικών κρατικών τίτλων στο υψηλότερο επίπεδό τους από τον περασμένο Οκτώβριο -και ταυτόχρονα να πιέσουν προς τα κάτω τις τιμές τους. Θεωρούν ότι οι τρέχουσες αποδόσεις των 10ετών και 30ετών κρατικών τίτλων, οι οποίες πρόσφατα σκαρφάλωσαν υψηλότερα από το 4%, είναι πολύ χαμηλές.

Τέτοια επίπεδα φαίνονται υψηλά μόνο αν συγκριθούν με τις αποδόσεις την περίοδο των μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως η αγορά αρχίζει να αναμένει μια συνεχή άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων, οι οποίες καθορίζουν το κόστος δανεισμού της αμερικανικής κυβέρνησης το οποίο με τη σειρά του θέτει τις βάσεις για τα επιτόκια.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν διαφώνησε με την αρνητική αξιολόγηση του Fitch, η οποία, όπως είπε, βασίζεται σε ξεπερασμένους αριθμούς. Η ισχύς της αμερικανικής οικονομίας δεν λήφθηκε υπόψη από τον αναλυτή, υποστήριξε. Ωστόσο, η άποψη αυτή παραβλέπει μια βασική πτυχή. Η Ουάσινγκτον συνεχίζει να χρεώνεται όλο και περισσότερο, παρά το γεγονός ότι η οικονομία λειτουργεί με πλήρη απασχόληση.

Το μήνυμα των αριθμών

Αντί να κατηγορούν τους «αγγελιοφόρους» του Fitch, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους το μήνυμα, το οποίο προέρχεται από τους ίδιους τους αριθμούς. Συγκεκριμένα, το δημοσιονομικό έλλειμμα της αμερικανικής κυβέρνησης για το 2023 είναι ήδη στο 6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, σε μια εποχή που η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο θα έπρεπε να διαθέτει ρευστό. Ελλείμματα τέτοιου μεγέθους είναι πιο τυπικά σε περιόδους ύφεσης, όταν τα φορολογικά έσοδα συρρικνώνονται και οι δαπάνες αυξάνονται για την ανεργία και τα συναφή.

Και οι μελλοντικές προοπτικές δεν φαίνονται καλύτερες για τα επόμενα χρόνια. Για το εγγύς μέλλον, το υπουργείο Οικονομικών έχει προγραμματίσει δημοπρασίες με τίτλους κάθε διάρκειας, όπως για παράδειγμα αυτή την εβδομάδα όπου θέλει να αντλήσει 103 δισ. δολάρια μέσω εκδόσεων τριών, δέκα και τριάντα ετών την ερχόμενη εβδομάδα. Ταυτόχρονα, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε επίσης αυξήσεις για κάθε τίτλο, από τα βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια έως τα μεγαλύτερης διάρκειας έντοκα γραμμάτια και ομόλογα, καθώς και τα έντοκα γραμμάτια κυμαινόμενου επιτοκίου και τους τίτλους που προστατεύονται από τον πληθωρισμό.

Αυτό συμβαίνει την ώρα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ πουλάει από το χαρτοφυλάκιό της τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου και τους ενυπόθηκους τίτλους. Οι ξένες κεντρικές τράπεζες επίσης περιορίζουν το «καταφύγιό» τους στο αμερικανικό χρέος. Όλα αυτά σημαίνουν περισσότερους τίτλους για να απορροφήσει η αγορά.

Υπάρχει απάντηση;

Η απλή απάντηση θα ήταν η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, μέσω της περικοπής των δαπανών ή της αύξησης των εσόδων. Και οι δύο κινήσεις είναι πολιτικά δυσάρεστες. Υπάρχει όμως και μια κρυφή λύση που έχει εφαρμοστεί με επιτυχία στο παρελθόν, κυρίως τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη συσσώρευση χρέους που χρηματοδότησε την προσπάθεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αποτελείται από έναν συνδυασμό πληθωρισμού και οικονομικής καταστολής. Η τελευταία περιλαμβάνει διάφορες θεσμικές ρυθμίσεις που καταστέλλουν το κόστος δανεισμού για την κυβέρνηση. Ο πληθωρισμός ενισχύει τη συνολική οικονομία, με υψηλότερες τιμές και μισθούς σε λιγότερο πολύτιμα δολάρια και παράγει περισσότερα φορολογικά έσοδα.

Αυτός ο συνδυασμός μείωσε επιτυχώς το χρέος κατά την περίοδο 1945-80, όπως έγραψαν οι Κάρμεν Ράινχαρτ και Μ. Μπέλεν Σμπράνσια και M. Belen Sbrancia σε ένα έγγραφο εργασίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου το 2015. Τα εργαλεία αυτά, τα οποία περιέγραψαν ως φόρο στους ομολογιούχους και τους αποταμιευτές, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ξανά για να αντιμετωπιστεί η αύξηση του δημόσιου χρέους.

Ο στόχος για τον πληθωρισμό ανεβαίνει

Σίγουρα, η πρόθεση της Fed είναι να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%. Σύμφωνα με την αγαπημένη της μέτρηση -την βασική προσωπική καταναλωτική δαπάνη, η οποία δεν περιλαμβάνει το κόστος των τροφίμων και της ενέργειας- εξακολουθεί να τρέχει με διπλάσιο ρυθμό, στο 4,1% τους 12 μήνες μέχρι τον Ιούνιο. Αλλά γιατί το 2% είναι ο σωστός αριθμός;

Το ερώτημα αυτό έχει τεθεί από διάφορους οικονομολόγους, ιδίως από τον Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ και ανώτερο συνεργάτη του Ινστιτούτου Peterson, ο οποίος προτείνει έναν υψηλότερο στόχο για τον πληθωρισμό, π.χ. 3%. Η καταπολέμηση του τελευταίου κομματιού του πληθωρισμού θα μπορούσε να έχει ως κόστος την αύξηση της ανεργίας και δεν θα άξιζε τον κόπο, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης. Και αυτός ο επιπλέον πληθωρισμός θα διογκώσει τα κρατικά έσοδα.

Η αυθεντία των hedge funds Μπιλ Άκμαν έγραψε στο Twitter την περασμένη εβδομάδα ότι παίρνει short θέσεις στα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, εν μέρει με βάση την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα τρέχει στο 3% μακροπρόθεσμα, κάτι που όπως υπολογίζει θα σήμαινε μια απόδοση 5,5% στα 30ετή κρατικά ομόλογα. Ενώ η απόδοση του μακροπρόθεσμου ομολόγου έχει αυξηθεί τελευταία, στο 4,27% την Πέμπτη από 3,84% στα μέσα Ιουλίου και 3,44% στις αρχές Δεκεμβρίου, αυτός ο στόχος του 5,5% συνεπάγεται σημαντική περαιτέρω αύξηση της απόδοσης και ταυτόχρονη μείωση της τιμής. Το σορτάρισμα των ομολόγων (το οποίο, όπως είπε κάνει μέσω δικαιωμάτων προαίρεσης) παρέχει περαιτέρω αντιστάθμιση έναντι των μετοχών του, οι οποίες θα είναι ευάλωτες σε πτώσεις εξαιτίας των υψηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων, πρόσθεσε.

Τελικά, οι κυβερνήσεις σε όλη τη G7 είναι πιθανό να θεσπίσουν μια χρηματοπιστωτική καταστολή μέσω πολιτικών παρόμοιων με τον έλεγχο της καμπύλης αποδόσεων της Ιαπωνίας (τον οποίο μόλις χαλάρωσε), σύμφωνα με νέο σημείωμα της ομάδας παγκόσμιας επενδυτικής στρατηγικής της Bank of America με επικεφαλής τον Μάικλ Χάρνετ. Βλέπουν ότι αυτό θα συμβεί «μόλις η επόμενη ύφεση προκαλέσει πανικό στη δημοσιονομική πολιτική και ακόμη υψηλότερο κίνδυνο για χρεοκοπία των κυβερνήσεων». Μια τέτοια χρηματοπιστωτική καταστολή θα ήταν η λύση για το βάρος του χρέους του αμερικανικού Δημοσίου, το οποίο παρατηρούν ότι θα αυξάνεται κατά 5,2 δισ. δολάρια κάθε μέρα για τα επόμενα 10 χρόνια, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου.

Το πρόβλημα με τα μακροπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα δεν είναι τόσο η ποιότητά τους, όπως υποδηλώνει η υποβάθμιση του Fitch, όσο η ποσότητα που απαιτείται για τη χρηματοδότηση του διευρυνόμενου δημοσιονομικού κενού της Ουάσινγκτον, ειδικά καθώς η εξομάλυνση των επιτοκίων αυξάνει περαιτέρω το κόστος του. Οι παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν αυτό το σημείο και ως εκ τούτου να τη η είδηση.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή