Μεγάλα αποθέματα ρευστότητας για την επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης τα επόμενα χρόνια διαθέτουν αυτήν τη στιγμή οι ελληνικές τράπεζες.

Πρόκειται για ένα από τα βασικά συγκριτικά τους πλεονεκτήματα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα, που μπορεί να κάνει τη διαφορά στα αποτελέσματά τους στις επόμενες χρήσεις.

«Βουτιά» στα νέα δάνεια τον Ιανουάριο – Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΤτΕ

Κι αυτό διότι όταν ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ θα έχουν μεγαλύτερα περιθώρια να αναπληρώσουν τα χαμένα έσοδα από τις υφιστάμενες χορηγήσεις, μέσω νέων εργασιών.

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος, η εγχώρια καταθετική βάση διαμορφωνόταν στο τέλος Ιανουαρίου 2024 στα 190 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, τα υπόλοιπα των χορηγήσεων ανέρχονταν σε 115 δισ. ευρώ.

Δηλαδή οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα της τάξης των 75 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, την μεγέθυνση του ενεργητικού τους και την ανάπτυξη της κερδοφορίας τους.

Όπως επισημαίνουν αναλυτές, «με δείκτη δάνεια προς καταθέσεις στο 60% έναντι 100% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, οι ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση αυτήν τη στιγμή να εκμεταλλευτούν την επικείμενη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ για να ενισχύσουν τις εκταμιεύσεις».

Τα περιθώρια επιτάχυνσης των ρυθμών αύξησης των δανειακών υπολοίπων αποτυπώνονται στο business plan της τριετίας 2024 – 2026 που έδωσε στη δημοσιότητα πρόσφατα η Τράπεζα Πειραιώς.

Σύμφωνα με αυτό, η συνολική καθαρή πιστωτική επέκταση κατά την υπό εξέταση περίοδο, εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μεταξύ 18 και 21 δισ. ευρώ στο σύνολο της αγοράς.

Ο ρόλος της ζήτησης

Φυσικά για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, προϋπόθεση αποτελεί η ενίσχυση της ζήτησης από υποψήφιους δανειολήπτες που πληρούν τα συνήθη τραπεζικά κριτήρια.

Μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα των ερευνών που πραγματοποιεί σε τακτική βάση η Τράπεζας της Ελλάδος, δεν είναι ενθαρρυντικά.

Παρά τη βελτίωση που καταγράφεται σε σχέση με την δεκαετία της κρίσης, ο αριθμός αξιόχρεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων που αιτούνται δανειακής στήριξης, παραμένει χαμηλότερος του επιθυμητού.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, τα δάνεια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης θα υποστηρίξουν σε μεγάλο βαθμό τις εργασίες στην επιχειρηματική πίστη, ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αρκεί.

Όπως λένε, είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση επενδυτικών σχεδίων από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ ανάκαμψη θα πρέπει να καταγραφεί και στη λιανική τραπεζική.

Η σύγκριση με τη χρυσή 10ετία

Η σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα είναι ενδεικτική των περιθωρίων αύξησης των σχετικών μεγεθών:

  •  Τα υπόλοιπα των δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις είχαν φτάσει το 2010 ως τα 126 δισ. ευρώ. Τον περασμένο Ιανουάριο διαμορφώνονταν στα 65 δισ. ευρώ, σχεδόν στο μισό.
  •  Τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις σημείωσαν ιστορικό υψηλό στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας στα 16 δισ. ευρώ.

Σήμερα, τα υπόλοιπά τους βρίσκονται στη ζώνη των 4,5 δισ. ευρώ, χαμηλότερα δηλαδή κατά 72%.

  •  Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων βρέθηκαν την ίδια περίοδο στα 81 δισ. ευρώ και σήμερα δεν ξεπερνούν τα 28 δισ. ευρώ. Είναι δηλαδή χαμηλότερα κατά 65%.

Βαίνουν δε, συνεχώς μειούμενα, καθώς οι νέες εκταμιεύσεις υπολείπονται σε μόνιμη βάση των αποπληρωμών.

  •  Τα υπόλοιπα των καταναλωτικών δανείων είχαν φτάσει έως και τα 36 δισ. ευρώ και σήμερα, παρά την αύξηση των πωλήσεων, δεν ξεπερνούν τα 9 δισ. ευρώ.

Σημειώνεται ότι η υποχώρηση των μεγεθών σε αυτό το βαθμό, είναι αποτέλεσμα κυρίως του μεγάλου κύκλου αποενοποίησης κόκκινων δανείων που ολοκλήρωσαν τα προηγούμενα χρόνια οι τράπεζες μέσω πωλήσεων και τιτλοποιήσεων, στο πλαίσιο της εξυγίανσης των ισολογισμών τους.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επιχειρήσεις