Αναντίστοιχο των αναγκών των εργαζομένων, χαρακτηρίζει η ΓΣΕΕ τον νέο κατώτατο μισθό των 830 ευρώ (μεικτά) που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ενώ προσθέτει ότι οι αυξήσεις αυτές «σε καμία περίπτωση δε διασφαλίζουν συνθήκες στις οποίες ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δε θα βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και θα έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο». Υπενθυμίζει δε την πανελλαδική πανεργατική απεργία που έχει προκηρύξει για τις 17 Απριλίου.

ΕΛΣΤΑΤ: Μείωση 2,3% στον τζίρο για το λιανεμπόριο τον Ιανουάριο του 2024

Μεταξύ άλλων η ΓΣΕΕ σημειώνει τα εξής:

O πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος

«Την ώρα που η ακρίβεια έχει γίνει θηλιά στο λαιμό των εργαζομένων, με τον πληθωρισμό να έχει εξαντλήσει τα εισοδήματά τους και την αγοραστική τους δύναμη να βρίσκεται στα τάρταρα, την ώρα που η ΓΣΕΕ έχει τεκμηριωμένα καταθέσει πρόταση για αύξηση στο 60% του διάμεσου μισθού που είναι το κατώφλι της φτώχειας συν την αύξηση της παραγωγικότητας και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό, την ώρα που η Ελλάδα είναι πρώτη στη συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών στο εθνικό εισόδημα αλλά προτελευταία στους μισθούς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, η Κυβέρνηση ανακοινώνει κατώτατο μισθό αναντίστοιχο των αναγκών των εργαζομένων. Αυξήσεις που σε καμία περίπτωση δε διασφαλίζουν συνθήκες στις οποίες ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, δε θα βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και θα έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο».

Και προσθέτει η ΓΣΕΕ:

«Εμείς δε ζητάμε ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό, ζητάμε αυξήσεις από τους εργοδότες μας για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Ζητάμε πίσω τα εργαλεία συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω της επαναφοράς του θεσμικού πλαισίου των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας».

Κορκίδης (πρόεδρος ΕΒΕΠ): Τήρηση ισορροπίας για ενίσχυση εισοδημάτων και ανταγωνιστική οικονομία

Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης

Ως «αποτέλεσμα τήρησης ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος ενάντια στην ακρίβεια και στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας», χαρακτήρισε με δήλωσή του ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, ο οποίος τονίζει ότι «η κυβέρνηση, συνεπής προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αξιοποιώντας τη δυναμική της κυκλικότητας στην οικονομία, επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα» και ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και, αντίστοιχα, την οικονομία».

Όπως υπογραμμίζει ο κ. Κορκίδης, «σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης».

Καταλήγοντας επισημαίνει ότι «το βέβαιο είναι πως οι μικρότεροι, αλλά και μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ φοβικά τις αυξήσεις των αμοιβών των εργαζόμενων τους, όταν αυτές ήταν λελογισμένες».

Καφούνης (πρόεδρος ΕΣΑ): Να συνδυαστεί με μείωση του μη μισθολογικού κόστους

Ο πρόεδρος του ΕΣΑ, Σταύρος Καφούνης

Από τη μεριά του ο Σταύρος Καφούνης, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών χαρακτήρισε «καλοδεχούμενη κάθε αύξηση η οποία βελτιώνει το οικογενειακό εισόδημα, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων οικονομικά συμπολιτών μας», εκτιμώντας ότι «μόνον έτσι θα πραγματοποιηθεί η αναγκαία αύξηση της υποτονικής κίνησης, που έχει καταγραφεί στην αγορά το τελευταίο διάστημα».

Ωστόσο επισήμανε ότι «επειδή δεν γίνεται κοινωνική πολιτική στις πλάτες της επιχειρηματικότητας, αναμένουμε η απόφαση αυτή που υπερβαίνει τις προτάσεις μας, να συνδυαστεί τουλάχιστον με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα πλήξουμε άμεσα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δυστυχώς θα αναγκαστούμε, όπως συνέβη και στο παρελθόν, να πάρουμε πίσω την αύξηση με πολλαπλάσιο κόστος ή στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσουμε να προχωρήσουμε όπως επιθυμούμε και το επόμενο έτος, σε μία περαιτέρω σημαντική βελτίωση των μισθών».

Χατζηθεοδοσίου: Xωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει

O πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου

Σαφώς θετικός στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, δήλωσε ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «αυτή η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη».

Ο κ. Χατζηθεοδοσίου τόνισε επίσης:

«Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών».

Αν θέλουμε πραγματικά ως χώρα να δούμε επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον, πρέπει η Πολιτεία να δει και τις ανάγκες της πολύ μικρής, της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Είναι και οι μικρομεσαίες που μπορούν να παράξουν πλούτο, να αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης, να στηρίξουν τα δημόσια έσοδα. Και δικαιούνται μίας καλύτερης μεταχείρισης.

Κουνενάκη – Εφραίμογλου (πρόεδρος ΕΒΕΑ): Αναγκαία η αύξηση, απαιτούνται παρεμβάσεις υπέρ ανταγωνιστικότητας

Η πρόεδρος του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου

«Η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ένα αναγκαίο μέτρο διατήρησης της κοινωνικής συνοχής, το οποίο θα έχει θετικό αντίκτυπο και στην αγορά, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα», δήλωσε από τη μεριά της η πρόεδρος του Εμπορικού Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, με αφορμή την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Επισήμανε δε ότι «η προσπάθεια αυτή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αγωνίζονται να παραμείνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες, σε ένα απαιτητικό περιβάλλον».

Πρόσθεσε ότι «χρειάζεται να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών».

ΒΕΑ: Ανάσα για τους εργαζόμενους, επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις

Η νέα αύξηση κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες, σύμφωνα με την παρατήρηση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας.

Αυτό αναφέρει σε σχετική ανακοίνωσή του το ΒΕΑ, με αφορμή την αύξηση στον κατώτατο μισθό.

Το ΒΕΑ επισημαίνει ότι «αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων, για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση».

Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, ζητά την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Tax
Ακίνητα: Αντίστροφη μέτρηση για διορθώσεις στο Ε9 και λιγότερο ΕΝΦΙΑ
Φορολογία Eιδήσεις |

Ακίνητα: Αντίστροφη μέτρηση για διορθώσεις στο Ε9 και λιγότερο ΕΝΦΙΑ

Ποιοι θα πρέπει να υποβάλουν νέα δήλωση για την ακίνητη περιουσία τους - Ποιοι εξαιρούνται. Έως 31 Ιανουαρίου 2025 η υποβολή αρχικών και τροποποιητικών δηλώσεων ακίνητης περιουσίας.