
Οι δασμοί που αποσκοπούν στο να εμποδίσουν τη Ρωσία να ρίχνει φθηνά λιπάσματα στην αγορά της ΕΕ είναι «πολύ λίγοι, πολύ αργά», προειδοποίησαν οι ευρωπαίοι βιομήχανοι του κλάδου, μετά την κατάρρευση των κερδών τους τα τελευταία χρόνια, καθώς το κόστος τους εκτινάχθηκε στα ύψη.
Αποκλεισμένη από την πώληση φυσικού αερίου στην ΕΕ μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία χρησιμοποίησε το αέριο για να αυξήσει την παραγωγή και τις εξαγωγές λιπασμάτων, τα οποία δεν υπόκεινται σε κυρώσεις.
«Είναι κλασσικό ντάμπιγκ», είπε ένα στέλεχος εταιρείας λιπασμάτων στους Financial Times.
ΣΠΕΛ πλαίσιο: ευρωπαϊκό και εθνικό ρυθμιστικό για τα λιπάσματα
Τα λιπάσματα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο ως πρώτη ύλη, αφήνοντας τις ευρωπαϊκές εταιρείες να παλεύουν να ανταγωνιστούν εν μέσω πεισματικά υψηλών τιμών φυσικού αερίου.
Η Κομισιόν πρότεινε την Τρίτη μια σταδιακή αύξηση δασμών σε ορισμένα λιπάσματα από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία τα επόμενα τρία χρόνια από το τρέχον επίπεδο του 6,5%. Το σχέδιο, το οποίο θα ψηφιστεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών, έχει βαθμονομηθεί προσεκτικά για να αποφευχθεί η αναστάτωση χωρών όπως η Γαλλία και η Ολλανδία που διαθέτουν εκτεταμένη γεωργία.

Τεράστια πτώση για τις εταιρείες
Ωστόσο, η κίνηση δεν ικανοποίησε τις εταιρείες λιπασμάτων του μπλοκ, πολλές από τις οποίες βρίσκονται σε σοβαρή οικονομική δυσπραγία.
«Η ΕΕ έχει ολιγορήσει να δράσει», δήλωσε στους FT ο Σβέιν Χόλσεδερ, διευθύνων σύμβουλος της Yara International, κορυφαίας παραγωγού λιπασμάτων με βάση το άζωτο στη Νορβηγία, της οποίας το καθαρό εισόδημα μειώθηκε κατά 98% στα 54 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2022 και 2023. «Τώρα μια εκτεταμένη περίοδος σταδιακής εισαγωγής απλά μεταθέτει το πρόβλημα, καθώς θα αρχίσει να επηρεάζει την αγροτική περίοδο από το 2026 και ίσως ακόμη το 2027».
Ο Χόλσεδερ κάλεσε την ΕΕ να «αυξήσει το επίπεδο», λέγοντας ότι οι δασμοί θα βοηθήσουν στην εξισορρόπηση των όρων ανταγωνισμού, «αλλά δυστυχώς είναι πολύ λίγο, πολύ αργά».
Ο Αχμέντ Ελ-Χόσι, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας λιπασμάτων Fertiglobe, με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, είχε πει στους FT πριν από τις νέες προτάσεις της ΕΕ ότι οι παραγωγοί στην Ευρώπη «αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος εργασίας, υψηλότερο ενεργειακό κόστος, υψηλότερους κανονισμούς». Πρόσθεσε ότι οι δασμοί «θα είχαν μεγάλη επίδραση στο ευρωπαϊκό τοπίο για την προστασία της βιομηχανίας».
Είπε ότι οι ΗΠΑ εν τω μεταξύ προέτρεψαν τους αγρότες τους να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να αγοράσουν περισσότερα φθηνά λιπάσματα και να μειώσουν το κόστος παραγωγής τους.
Ο Χόλσεδερ προειδοποίησε ότι με τις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη «345% υψηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ και ακόμη περισσότερο σε σύγκριση με τη Ρωσία», οι ευρωπαϊκές εταιρείες λιπασμάτων θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να μετατοπίσουν τις δραστηριότητές τους πέρα από τον Ατλαντικό.
Δύσκολη η ανάκαμψη για τα ευρωπαϊκά λιπάσματα
Είπε επίσης ότι ο ευρωπαϊκός τομέας λιπασμάτων δεν θα ανακάμψει εύκολα από τη μείωση της παραγωγής.
«Αυτές οι βιομηχανίες δεν είναι σαν τα εστιατόρια κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όπου κλείνεις και μετά ανοίγεις ξανά όταν αλλάζουν οι συνθήκες», είπε ο Χόλσεδερ. «Όταν μεταφέρεις την παραγωγή αλλού και επενδύεις σε νέες εγκαταστάσεις, αυτές μένουν. Δεν μπορείς μετά να επιστρέψεις».
Η Επιτροπή είπε ότι οι προτεινόμενοι νέοι δασμοί θα ισχύουν για το 15% των γεωργικών προϊόντων από τη Ρωσία για τα οποία οι εισαγωγικοί δασμοί δεν είχαν ήδη αυξηθεί. «Τέτοιες εισαγωγές, ιδιαίτερα λιπασμάτων, καθιστούν την ΕΕ ευάλωτη σε πιθανές ενέργειες πειθαναγκασμού από τη Ρωσία και ως εκ τούτου αποτελούν κίνδυνο για την επισιτιστική ασφάλεια της ΕΕ», ανέφερε σε ανακοίνωσή της.
Σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν, οι πρόσθετοι δασμοί στα λιπάσματα της Ρωσίας και της Λευκορωσίας θα ξεκινούν από το 13% και θα φθάνουν στο 50% τα επόμενα τρία χρόνια, ώστε να δοθεί χρόνος στους αγρότες να βρουν εναλλακτικές πηγές. Αυτό είναι πέραν του υφιστάμενου δασμού 6,5%.
Ο Λίο Άλντρες, πρόεδρος του εμπορικού οργανισμού Fertilizers Europe, προέτρεψε τις Βρυξέλλες να αυξήσουν τα επίπεδα δασμών στο ελάχιστο 30% και να τα αυξάνουν περαιτέρω κάθε έξι μήνες.
«Ενώ υποστηρίζουμε σθεναρά την πορεία δράσης, ο επείγων χαρακτήρας του τοπίου σήμερα απαιτεί μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση», υποστήριξε.


Latest News

Σταθεροποιείται η παραγωγή κρασιού του 2025 στο νότιο ημισφαίριο
Οι προβλέψεις για το κρασί βασίζονται σε πρώιμες εκτιμήσεις για τη συγκομιδή σταφυλιών, η οποία συνεχίζεται ακόμη σε ορισμένες περιοχές

Καμπανάκι Διεπαγγελματικής για το βαμβάκι – Τι θα φέρει η «πράσινη» οδηγία της ΕΕ
Παρέμβαση της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος για τις πιθανές επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει στο βαμβάκι οδηγία της ΕΕ

Πώς θα βελτιωθεί η διαδικασία για τις δηλώσεις ΟΣΔΕ 2025 - Παρέμβαση ΕΘΕΑΣ
Επτά βελτιωτικές προτάσεις για έγκαιρη, ομαλή και προσιτή υποβολή των δηλώσεων ΟΣΔΕ 2025 καταθέτει η ΕΘΕΑΣ - Αίτημα άμεσης συνάντησης

Πότε ξεκινά η υποβολή δηλώσεων για την αναδιάρθρωση αμπελώνων – Οι ενισχύσεις
Ποιες δράσεις περιλαμβάνονται στην παρέμβαση για την αναδιάρθρωση και μετατροπή στο αμπέλι - Ηλεκτρονικά οι αιτήσεις

Σταμενίτης: Σε εξέλιξη οι αναγγελίες ζημιών από τον ΕΛΓΑ για τον παγετό
«Έχουμε σχέδιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης», είπε ο Διονύσης Σταμενίτης από το Αμύνταιο και την Πτολεμαΐδα

Η ακτινογραφία του αμπελοοινικού τομέα το 2024 – Τι δείχνουν τα στοιχεία
Η παγκόσμια παραγωγή κρασιού το 2024, σύμφωνα με τον OIV, υπολογίζεται σε 226 εκατομμύρια εκατόλιτρα, η χαμηλότερη των τελευταίων 60 ετών

Ξεκινά το νέο πρόγραμμα μεταποίησης - Επενδύσεις από 400.001 έως 5 εκατ. ευρώ
Με αρχικό προϋπολογισμό 135 εκατ. ευρώ ξεκινά το πρόγραμμα μεταποίησης, εμπορίας και ανάπτυξης γεωργικών προϊόντων του ΣΣ ΚΑΠ

Ο αμπελώνας της Σαντορίνης εκπέμπει SOS – Κίνδυνος να μηδενιστεί η παραγωγή μέχρι το 2042
Πώς θα διασωθεί ο αμπελώνας στη Σαντορίνη – Ποια σχέδια δρομολογεί ο Σύνδεσμος Οινοποιών Σαντορίνης

Στα «χαρακώματα» οι παραγωγοί επιτραπέζιας ελιάς - Οι φόβοι για την επόμενη ημέρα των δασμών
Σε αναβρασμό ο κλάδος για την επιτραπέζια ελιά - «Δεν έχουμε περιθώριο να χάσουμε ούτε σεντ», λένε οι παραγωγοί στον ΟΤ

Δύσκολη χρονιά για το κρασί και τους παραγωγούς του
Στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1961 υποχώρησε η παγκόσμια παραγωγή το 2024 – κάμψη και στη ζήτηση