Εντυπωσιακή ήταν η ανάπτυξη των εργασιών στο asset management την τελευταία τριετία από τις τράπεζες, οι οποίες με την ενίσχυση των πωλήσεων σε αμοιβαία κεφάλαια οδεύουν προς τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Πρόκειται για ένα τομέα που λειτουργούσε χωρίς σφυγμό μέχρι και το 2020, με την αγορά να παραμένει σε επίπεδο ενεργητικού κολλημένη στην περιοχή των 6 – 7 δισ. ευρώ.
Έλλειψη επενδυτικής / αποταμιευτικής κουλτούρας στο μεγαλύτερο μέρος του κοινού στην Ελλάδα, αλλά και μειωμένη εμπιστοσύνη, λόγω της πολυετούς πολιτικοοικονομικής κρίσης στη χώρα μας, συνετέλεσαν σε αυτό το αποτέλεσμα.
Η καλή πορεία των αγορών, σε συνδυασμό την ενίσχυση της ζήτησης για αμοιβαία κεφάλαια από τους καταθέτες με στόχο αποδόσεις καλύτερες από τις προθεσμιακές καταθέσεις, έχουν οδηγήσει την αξία των τοποθετήσεων σε αμοιβαία κεφάλαια σε ιστορικά υψηλά
Αλλαγή τάσης
Την τελευταία τριετία ωστόσο οι τάσεις είναι ξεκάθαρα ανοδικές.
Η καλή πορεία των αγορών, σε συνδυασμό την ενίσχυση της ζήτησης για αμοιβαία κεφάλαια από τους καταθέτες με στόχο αποδόσεις καλύτερες από τις προθεσμιακές καταθέσεις, έχουν οδηγήσει την αξία των τοποθετήσεων σε αμοιβαία κεφάλαια σε ιστορικά υψηλά.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Θεσμικών Επενδυτών το ενεργητικό της αγοράς από τη ζώνη των 11 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2022 ενισχύθηκε σε 15,81 δισ. ευρώ ένα χρόνο αργότερα και στα 22,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2024.
Η άνοδος συνεχίστηκε τους πρώτους τρεις μήνες της εφετινής χρονιάς, ανεβάζοντας τα μεγέθη για πρώτη φορά πάνω από τα 24 δισ. ευρώ.
Μέσα σε λιγότερο από 2,5 χρόνια δηλαδή έχουν υπεριδπλασιαστεί, με την αύξησή τους να ξεπερνά τα 13 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μία μεταβολή που οφείλεται κατά βάση στις καθαρές εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια, οι οποίες την υπό εξέταση περίοδο έφτασαν τα 10,14 δισ. ευρώ.
Η μάχη για τα μερίδια
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μάχη των μεριδίων μεταξύ των βασικών παικτών της αγοράς.
Σε αυτήν κυριαρχούν οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια ενίσχυσαν περαιτέρω το αποτύπωμά τους.
Συγκεκριμένα, ελέγχουν αυτήν τη στιγμή το 82,7% της αγοράς έναντι 76% στο τέλος του 2022.
Παράλληλα, υπήρξαν μεταβολές στην κατάταξή τους. Πρώτη με μερίδιο 25,6% παραμένει η Eurobank, ωστόσο η ψαλίδα με τις υπόλοιπες έχει κλείσει σημαντικά.
Συγκεκριμένα, το μερίδιο της Πειραιώς, που ήταν τρίτη μέχρι και το 2022 και πλέον έχει ανέβει στη δεύτερη θέση, διαμορφώνεται σε 21,2% από 18,42%, ενώ σε απόσταση αναπνοής βρίσκεται η Alpha Bank με 21,1% σήμερα έναντι 20,85% πριν από 2,5 χρόνια.
Τελευταία μεταξύ των συστημικών παικτών έρχεται η Εθνική Τράπεζα, με μερίδιο 14,75%. Ωστόσο έχει καλύψει την απόσταση που τη χώριζε από τις υπόλοιπες, με μία εντυπωσιακή άνοδο της τάξης του 270%.
Πρόκειται για ρυθμούς ανάπτυξης υπερδιπλάσιους σε σχέση με το σύνολο της αγοράς.
Στο τέλος του α΄ τριμήνου 2025, το ενεργητικό των τεσσάρων μεγάλων του κλάδου διαμορφωνόταν σε:
• 6,19 δισ. ευρώ για τη Eurobank
• 5,13 δισ. ευρώ για την Πειραιώς
• 5,11 δισ. ευρώ για την Alpha Bank
• 3,57 δισ. ευρώ για την Εθνική Τράπεζα
Οι προοπτικές
Επόμενο ορόσημο για τις ΑΕΔΑΚ που δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά αποτελεί η αναρρίχηση του συνολικού ενεργητικού στα 30 δισ. ευρώ.
Πηγές από τον κλάδο εκτιμούν πως πρόκειται για ένα απολύτως εφικτό στόχο, με βάση την ζήτηση για αμοιβαία κεφάλαια που καταγράφεται από το ξεκίνημα της εφετινής χρονιάς.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο 4μηνο του 2025 οι καθαρές εισροές διαμορφώνονται ήδη σε 2,02 δισ. ευρώ.
Αν λοιπόν συνεχιστούν οι ίδιοι ρυθμοί πώλησης επενδυτικών προϊόντων και δεν υπάρξει σημαντική πτώση στις αγορές μετοχών και ομολόγων τους επόμενους μήνες, αναμένεται να καταγραφεί νέο ιστορικό υψηλό στο τέλος του έτους.
Κατά τους ίδιους κύκλους πάντως στοίχημα αποτελεί η διεύρυνση των επιλογών από την πλευρά των επενδυτών.
Μέχρι στιγμής το μεγαλύτερο μέρος των τοποθετήσεων γίνεται σε ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, κατά κύριο λόγο προκαθορισμένης διάρκειας.
Συγκεκριμένα, ποσοστό άνω του 80% των καθαρών εισροών το 2025 αφορά σε αυτά.
Σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι ωστόσο, καταγράφεται μειωμένο κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο λόγος είναι ότι έχει αυξηθεί η ζήτηση για αμοιβαία κεφάλαια μικτού τύπου, που ενέχουν μεγαλύτερο ρίσκο, ωστόσο δύναται να προσφέρουν καλύτερες αποδόσεις.