Η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε στάσιμη από την Ευρωπαϊκή Κρίση Χρέους το 2010, εν μέρει λόγω των χαμηλών επενδύσεων εν μέσω μεγάλης απομόχλευσης.
Όπως επισημαίνει σε ανάλυσή του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει, ο πραγματικός αντίκτυπός του στην παραγωγικότητα ήταν ανάμεικτος. Διαπιστώνει δε, ότι η κακή κατανομή των πόρων εντός του τομέα της οικονομίας της αγοράς επιδεινώθηκε από το 2009 έως το 2020, ιδίως στους τομείς των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών και μεταξύ των μικρότερων επιχειρήσεων.
Το δικαστικό σύστημα
Σε έτερη έκθεση τονίζεται ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος στην Ελλάδα ήταν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, επηρεάζοντας αρνητικά την οικονομική απόδοση της χώρας. Η μαζική αύξηση της ζήτησης για δικαστικές υπηρεσίες κατά την περίοδο της κρίσης προέκυψε από σημαντικές επιχειρηματικές και προσωπικές αφερεγγυότητες, καθώς και από περιορισμένη διαθεσιμότητα εναλλακτικών λύσεων επίλυσης διαφορών και σχετικά χαμηλά δικαστικά τέλη.
Επισημαίνεται, δε ότι απαιτούνται περίπου 1.200 ημέρες, για να τελεσιδικήσει (σε πρώτο και δεύτερο βαθμό) μια δικαστική υπόθεση στα αστικά δικαστήρια της χώρας, όταν πανευρωπαϊκά χρειάζονται 446 ημέρες. Η χώρα μας καταγράφει τις πιο μακροχρόνιες διαδικασίες για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας είναι η ανεπαρκής στελέχωση και διαχείριση του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Η χώρα μας έχει μια από τις υψηλότερες αναλογίες δικαστών ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, όπως σημειώνει η μελέτη, το υποστηρικτικό προσωπικό των ελληνικών δικαστηρίων υστερεί σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ενώ ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων έχει γίνει πιο παραγωγικός και πολλές νέες επιχειρήσεις με υψηλό δυναμικό έχουν εισέλθει στην αγορά, δεν έχουν επεκταθεί αρκετά γρήγορα για να αυξήσουν την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας.
Από την Ευρωπαϊκή Κρίση Χρέους, εν μέσω μεγάλης απομόχλευσης και χαμηλών επενδύσεων, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (ΣΠΠ) στην Ελλάδα συνέχισε να μειώνεται μέχρι πρόσφατα.
Συγκριτικά, η ΣΠΠ στη ζώνη του ευρώ έχει αυξηθεί κατά 9,7% κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σε γενικές γραμμές, η παραγωγικότητα μετρά την
αποτελεσματικότητα της παραγωγής προϊόντων από ένα δεδομένο σύνολο πόρων όπως το κεφάλαιο, η εργασία και τα υλικά. Σε επίπεδο επιχείρησης, η αύξηση της παραγωγικότητας αντανακλά την πρόοδο της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί μια επιχείρηση. Συνολικά, η ανακατανομή πόρων σε πιο παραγωγικές επιχειρήσεις μπορεί να αυξήσει τη συνολική παραγωγή, ακόμη και όταν η παραγωγικότητα σε επίπεδο επιχείρησης παραμένει η ίδια.
Ο βασικός «ένοχος»
Δεδομένου ότι η παραγωγική τεχνολογία θα έπρεπε να είχε παραμείνει σταθερή, αν όχι να έχει βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου, η κακή κατανομή των πόρων είναι πιθανώς ο κύριος ένοχος πίσω από την υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα.

Στην έκθεση του ΔΝΤ επισημαίνεται ότι ενώ η συνολική νομοθεσία της αγοράς προϊόντων έχει ευθυγραμμιστεί με τις πρακτικές της ΕΕ, ο πραγματικός αντίκτυπος αυτών των μεταρρυθμίσεων στη συνολική παραγωγικότητα ήταν ανάμεικτος. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των υψηλότερων στο ποσοστό των επιχειρήσεων που αναφέρουν τη ρύθμιση των επιχειρήσεων ως σημαντικό επενδυτικό εμπόδιο.
Εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι οι μειώσεις των τιμών των προϊόντων δεν ήταν ανάλογες με τις μειώσεις των μισθών, υποδεικνύοντας ατελείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά αγαθών. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο συνολικός Συνολικός Προϊόντος Παραγωγής (ΣΠΠ) παρέμεινε στάσιμος στην Ελλάδα, με το επίπεδό του να εκτιμάται ότι εξακολουθεί να είναι περίπου 10% χαμηλότερο από ό,τι το 2009, πριν από την κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας.

Η κακή κατανομή των πόρων
Η μελέτη του ΔΝΤ εστιάζει σε τομείς που αντιπροσωπεύουν το 56% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η κακή κατανομή πόρων ήταν δαπανηρή για την ελληνική οικονομία, φτάνοντας περίπου το 3% του ΑΕΠ του τομέα της οικονομίας της αγοράς ετησίως μεταξύ 2009 και 2020. Αυτό το κόστος αντιπροσωπεύει χαμένες ευκαιρίες σε ένα σενάριο όπου ο βαθμός κακής κατανομής πόρων παρέμεινε σταθερός κατά τη διάρκεια της περιόδου δειγματοληψίας.
Η ανάλυση δείχνει ότι το χάσμα της συνολικής παραγωγικότητας (ΣΠΠ) μεταξύ του αποτελεσματικού σεναρίου και του πραγματικού αποτελέσματος έχει διευρυνθεί σημαντικά για την Ελλάδα. Ενώ η πραγματική αύξηση της ΣΠΠ ήταν κοντά στο μηδέν από το 2009 έως το 2020, ο λογάριθμος της αποτελεσματικής ΣΠΠ θα είχε αυξηθεί κατά 30% κατά τη διάρκεια της περιόδου. Η κύρια πηγή της απόκλισης είναι οι τομείς των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών, δηλαδή οι κατασκευές, οι επαγγελματικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες εστίασης και διαμονής.
Τι συμβαίνει με τις νέες επιχειρήσεις
Οι αναλυτές του ΔΝΤ υπογραμμίζουν ότι οι νέες επιχειρήσεις δεν έχουν επεκταθεί αρκετά γρήγορα ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας. Η αυξανόμενη αποτελεσματική συνολική παραγωγικότητα (TFP) από το 2009 δείχνει ότι ένα σημαντικό μερίδιο των ελληνικών επιχειρήσεων έχει βιώσει αύξηση της παραγωγικότητας, με πολλές πιο παραγωγικές νεότερες επιχειρήσεις να εισέρχονται στην αγορά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Οι νέες επιχειρήσεις είναι γενικά πιο παραγωγικές από τις παλαιότερες επιχειρήσεις. Στους περισσότερους τομείς, η διάμεση συνολική παραγωγικότητα (TFP) των επιχειρήσεων κάτω των πέντε ετών είναι 10 έως 20 τοις εκατό υψηλότερη από αυτή των επιχειρήσεων άνω των 15 ετών. Η αργή ανάπτυξη των νέων επιχειρήσεων οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη τραπεζικής πίστωσης. Ωστόσο, η αντιστροφή της τάσης απομόχλευσης των τραπεζών δεν συνεπάγεται απαραίτητα πιο αποτελεσματική κατανομή πόρων.
Τροχοπέδη για την ανάπτυξη
- Ο δυναμισμός και η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων παραμένουν χαμηλοί στην Ελλάδα, αποτελώντας τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
- Παρά τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν από την κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας, τα κανονιστικά βάρη εξακολουθούν να επιβαρύνουν σημαντικά τις αποφάσεις των επιχειρήσεων να επενδύσουν και η αύξηση της παραγωγικότητας έχει παραμείνει στάσιμη τα τελευταία 15 χρόνια.
- Ο αριθμός των νέων νόμων στην Ελλάδα κατατάχθηκε ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ κατά την περίοδο 1997 έως 2009.
- Αυτή η υπερβολική ρύθμιση υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα και εμποδίζει την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, οδηγώντας στη μεγαλύτερη απασχόληση σε μικρές επιχειρήσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ και σε μια σημαντική άτυπη οικονομία.
- Σε μια θετική νότα, ένας σημαντικός αριθμός ελληνικών επιχειρήσεων έχει αυξήσει την παραγωγικότητά του και πολλές νέες επιχειρήσεις με υψηλό δυναμικό έχουν εισέλθει στην αγορά.
- Σημαντικά κέρδη παραγωγικότητας μπορούν να επιτευχθούν με τη μείωση των εμποδίων και των αντικινήτρων για την είσοδο και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων.
Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι δεδομένου του μεγάλου αριθμού παλαιών κανονισμών, απαιτείται μια συστηματική εκ των υστέρων αξιολόγηση. Οι πόροι θα πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στους τομείς με τις πιο σημαντικές κανονιστικές στρεβλώσεις, όπως ο τομέας των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. Για την επιτάχυνση της διαδικασίας, μπορούν να συμπεριληφθούν διατάξεις εξαίρεσης για ορισμένους νόμους, ώστε να παρέχεται σαφήνεια. Θα πρέπει να αποφεύγονται τα φορολογικά και κανονιστικά κίνητρα που βασίζονται στο μέγεθος της επιχείρησης, ενώ τα φορολογικά κίνητρα θα πρέπει να στοχεύουν στενά στις επενδύσεις των επιχειρήσεων στην έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) για την υποστήριξη νέων, καινοτόμων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, τα εναπομείναντα εμπόδια εισόδου στους τομείς των υπηρεσιών θα πρέπει να μειωθούν περαιτέρω.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και την κεφαλαιαγορά μπορούν να διευκολύνουν την ανάπτυξη μικρών και νέων επιχειρήσεων. Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό παραμένει χαμηλή, ιδίως μεταξύ των νέων, των γυναικών και των ηλικιωμένων. Η στοχευμένη υποστήριξη για τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων μπορεί να επιτρέψει στις γυναίκες να εργαστούν εκτός σπιτιού.
Η μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης και η σταδιακή κατάργηση των επιδομάτων ανεργίας εντός της περιόδου επιλεξιμότητας μπορεί να δώσει κίνητρα για την αναζήτηση εργασίας.
Από την πλευρά της κεφαλαιαγοράς, οι συνεχείς προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα μειώσουν το κόστος του τραπεζικού δανεισμού προς τις μικρές επιχειρήσεις.
Με τα ανεπίλυτα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία να δεσμεύουν πολύτιμους πόρους, οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις του δικαστικού συστήματος θα διευκολύνουν την κατανομή των πόρων διοχετεύοντας χρηματοδότηση από προβληματικές επιχειρήσεις σε πιο παραγωγικές.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η άρση των εμποδίων εντός της ενιαίας αγοράς και οι επενδύσεις σε υποδομές θα ενισχύσουν περαιτέρω την οικονομική ολοκλήρωση και αποτελεσματικότητα.