Την έντονη αντίδραση του Λευκού Οίκου προκάλεσε η είδηση της υποβάθμισης του αξιόχρεου του δημοσίου των ΗΠΑ από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s.
Ο διευθυντής επικοινωνίας του Λευκού Οίκου, Στίβεν Τσανγκ, καταφέρθηκε μέσω X εναντίον του οικονομολόγου του οίκου, Μαρκ Ζάντι, «συμβούλου του (Δημοκρατικού πρώην προέδρου Μπαράκ) Ομπάμα» και «δωρητή της (Δημοκρατικής ατυχήσασας υποψήφιας για την προεδρία το 2016 Χίλαρι) Κλίντον», τον οποίο χαρακτήρισε ορκισμένο αντίπαλο του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
«Κανένας δεν παίρνει την ‘ανάλυσή’ του στα σοβαρά. Έχει αποδειχτεί πως κάνει λάθος ξανά και ξανά», σχολίασε ο κ. Τσανγκ.
Mark Zandi, the economist for Moody’s, is an Obama advisor and Clinton donor who has been a Never Trumper since 2016. Nobody takes his “analysis” seriously. He has been proven wrong time and time again. https://t.co/l1dUFM5BRY
— Steven Cheung (@StevenCheung47) May 16, 2025
Το γεγονός πως κι αυτός ο οίκος αξιολόγησης -ο τελευταίος από τους τρεις «μεγάλους»- στέρησε από το αμερικανικό δημόσιο την κορυφαία αξιολόγηση χαρακτηρίζεται πλήγμα για την κυβέρνηση Τραμπ.
Για πρώτη φορά, ο Moody’s υποβάθμισε το αξιόχρεο του δημοσίου των ΗΠΑ από την βαθμίδα AAA στην Aa1 με σταθερή προοπτική, απόφαση που δικαιολόγησε επικαλούμενος τα υψηλά ελλείμματα, το βαρύ χρέος της Ουάσιγκτον και το κόστος της εξυπηρέτησής του.
Ο Fitch είχε υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ το 2023, στο AA+, επικαλούμενος τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές κρίσεις με αφορμή το όριο δανεισμού. Ο Standard and Poor’s ήταν ο πρώτος που το είχε υποβαθμίσει -το 2011- στη βαθμίδα AA+, όπου το διατηρεί.
O επικεφαλής Διευθυντής Επικοινωνίας του Λευκού Οίκου απεικονίζεται στην κεντρική φωτογραφία πρώτος από αριστερά, κατά την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία συνοδεύοντας των πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Σημειώνεται ότι ο οίκος αξιολόγησης είχε προειδοποιήσει για την πιθανότητα υποβάθμισης του αξιόχρεου των ΗΠΑ, ήδη από τον Νοέμβριο του 2023, επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν.
Αναλυτές εκτιμούν πως η υποβάθμιση του Moody’s ενδέχεται να ενισχύσει το κόστος δανεισμού για την αμερικανική κυβέρνηση και να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στην οικονομική σταθερότητα των ΗΠΑ – κυρίως σε μια περίοδο όπου το πολιτικό ρίσκο εντείνεται ενόψει των εκλογών του 2024.