Οι εταιρείες προειδοποιούν πλέον ανοιχτά τους επενδυτές για τον κίνδυνο να βρεθούν στο στόχαστρο δυσαρεστημένων πελατών. Η εταιρική Αμερική οφείλει να γνωστοποιεί τους κινδύνους που απειλούν τις δραστηριότητές της στις ετήσιες ρυθμιστικές αναφορές.
Φέτος, εταιρείες όπως οι Walmart, Target, Home Depot και Constellation Brands (μητρική της Corona) προστίθενται σε έναν αυξανόμενο κατάλογο επιχειρήσεων που ενημερώνουν τους επενδυτές για τις πιθανές αντιδράσεις πελατών και τις νομικές συνέπειες που σχετίζονται με τις πολιτικές τους για τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη (DEI), καθώς και με τις πρωτοβουλίες για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG), όπως αναφέρει το CNN. Παράλληλα, προειδοποιούν και για τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από την ανατροπή αυτών των προγραμμάτων.
Παραδοσιακά, οι επιχειρήσεις ενημερώνουν τους μετόχους για κινδύνους όπως οι οικονομικές υφέσεις, οι παραβιάσεις δεδομένων, οι φυσικές καταστροφές και οι αλλαγές στη φορολογία. Ωστόσο, πλέον προσθέτουν νέες γνωστοποιήσεις κινδύνων, ανταποκρινόμενες στην έντονη πολιτική διαίρεση γύρω από τις προσπάθειες ενίσχυσης της διαφορετικότητας στον εργασιακό χώρο, την προώθηση των δικαιωμάτων της LGBTQ κοινότητας και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με ερευνητές εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων.
Όπως σημειώνει η Κρίστεν Τζακόνι, διευθύντρια του Ινστιτούτου Διαχείρισης Κινδύνων Peter Arkley στο USC, «οι εταιρείες βρίσκονται σε μια κατάσταση Catch-22». Οι καταναλωτές μπορεί να δυσαρεστηθούν είτε αν μια εταιρεία πάρει θέση σε ένα κοινωνικό ζήτημα είτε αν επιλέξει να μην τοποθετηθεί καθόλου.
Μποϊκοτάζ κάθε ιδεολογικής κατεύθυνσης
Οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων προσπαθούν να αποφύγουν ζημιογόνα μποϊκοτάζ, όπως αυτά που αντιμετώπισαν οι Bud Light, Tesla και Target. Παράλληλα, αντιδρούν στην αυξανόμενη αντίθεση προς το DEI από τη συντηρητική πλευρά, συμπεριλαμβανομένων των απειλών της κυβέρνησης Τραμπ για έρευνες σε εταιρείες με «παράνομα» προγράμματα DEI, συντηρητικών αγωγών και προτάσεων ακτιβιστών μετόχων, καθώς και επιθέσεων από δεξιούς ακτιβιστές όπως ο Ρόμπι Στάρμπακ, που στοχοποιούν εταιρείες με ανάλογες πρωτοβουλίες.
Σύμφωνα με τον Ματέο Τονέλο, επικεφαλής συγκριτικής αξιολόγησης και ανάλυσης στο The Conference Board, «η έντονη συζήτηση για το DEI και το κλίμα, ειδικότερα, έχει οδηγήσει στην ένταξη αυτών των γνωστοποιήσεων τους τελευταίους μήνες».
Πολλές εταιρείες προειδοποιούν για το ενδεχόμενο καταναλωτικών μποϊκοτάζ τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά, τα οποία συχνά υποκινούνται μέσω των κοινωνικών δικτύων. Η Walmart, στην ετήσια έκθεσή της που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο, ανέφερε πως «οι έντονες απόψεις συνεχίζουν να εκφράζονται δημόσια, τόσο υπέρ όσο και κατά των πρωτοβουλιών για τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη και των ESG». Η Walmart, η οποία τερμάτισε ορισμένα προγράμματα διαφορετικότητας νωρίτερα φέτος, σημείωσε ότι οι θέσεις της, όπως και άλλων εταιρειών, βρίσκονται υπό αυξημένη παρακολούθηση από καταναλωτές, επενδυτές, ομάδες υπεράσπισης και δημόσια πρόσωπα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καταναλωτικά μποϊκοτάζ, αρνητικές εκστρατείες δημοσιότητας, νομικές ενέργειες και βλάβη στη φήμη.
Target
Η Target, στην ετήσια έκθεσή της τον Μάρτιο, επισήμανε ότι οι προσδοκίες μετόχων, πελατών και εργαζομένων σχετικά με το αν θα πρέπει να προσφέρει συγκεκριμένα προϊόντα ή να επιδιώκει στόχους ESG και DEI διαφέρουν σημαντικά και συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Όπως αναφέρει η εταιρεία, «στο παρελθόν δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε σε κάποιες από αυτές τις αντικρουόμενες προσδοκίες, γεγονός που οδήγησε σε αρνητική δημοσιότητα και επηρέασε αρνητικά τη φήμη μας». Η Target αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην αντίδραση που προκάλεσε η επιλογή προϊόντων της κατά τη διάρκεια του Μήνα Υπερηφάνειας το 2023, όταν ένα μποϊκοτάζ από τη δεξιά για προϊόντα με θέμα την LGBTQ κοινότητα οδήγησε σε πτώση πωλήσεων και σε αγωγές από νομικές ομάδες που συνδέονται με τους Ρεπουμπλικάνους.
Αντίστοιχα, η Target σημείωσε ότι υπήρξαν και «αρνητικές αντιδράσεις από ορισμένους μετόχους, πελάτες, μέλη της ομάδας και άλλους» σχετικά με την απόφασή της να τερματίσει ορισμένα προγράμματα διαφορετικότητας φέτος. Οι πωλήσεις της εταιρείας μειώθηκαν το προηγούμενο τρίμηνο, εν μέρει λόγω της αντίδρασης των πελατών στην αποχώρηση της Target από το DEI. Η εταιρεία προειδοποίησε ότι μελλοντικές αλλαγές στις πολιτικές της θα μπορούσαν να προκαλέσουν αρνητικές αντιδράσεις από πελάτες, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο νομικών ενεργειών και ερευνών από πολιτειακές και ομοσπονδιακές αρχές που ενδέχεται να θεωρήσουν ότι τα προγράμματα διαφορετικότητας παραβιάζουν τη νομοθεσία. Παρά ταύτα, η Target υποστηρίζει ότι οι πρωτοβουλίες της είναι σύννομες.
Και όχι μόνο
Η Target δεν είναι η μόνη που επισημαίνει ότι η νομική πίεση από τους Ρεπουμπλικάνους και η αντίδραση των δεξιών καταναλωτών κατά των πολιτικών διαφορετικότητας αποτελούν σημαντικό επιχειρηματικό κίνδυνο. Εταιρείες όπως οι Abercrombie & Fitch, Kroger, PVH Corp. και άλλες προειδοποιούν ότι ενδέχεται να πληγούν από την καταστολή κατά του DEI και του ESG από την κυβέρνηση Τραμπ. Η Kroger, στην ετήσια αναφορά της τον προηγούμενο μήνα, ανέφερε ότι «υπάρχουν ενδείξεις πως οι στόχοι βιωσιμότητας γίνονται ολοένα και πιο αμφιλεγόμενοι». Επισήμανε επίσης ότι «η πρόσφατη αλλαγή στη διοίκηση των Ηνωμένων Πολιτειών και οι μεταβαλλόμενες προοπτικές των επενδυτών θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητά μας να επιδιώξουμε στόχους βιωσιμότητας και να οδηγήσουν σε αυξημένη κριτική και σχετική βλάβη στη φήμη».
Η PVH, ιδιοκτήτρια των Calvin Klein και Tommy Hilfiger, είπε στην ετήσια αναφορά της ότι θα μπορούσε να «υποστεί αρνητικές αντιδράσεις από κυβερνητικούς φορείς (όπως αντι-ESG νομοθεσία ή αντίποινα νομοθετικής μεταχείρισης) ή πελάτες (όπως μποϊκοτάζ ή αρνητικές εκστρατείες δημοσιότητας) που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τη φήμη μας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εταιρείες πλέον προβλέπουν το ενδεχόμενο μποϊκοτάζ, όπως σημειώνει ο Λόρενς Γκλίκμαν, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Cornell που μελετά την καταναλωτική ακτιβιστική δράση. Όπως αναφέρει, «συχνά τα μποϊκοτάζ αιφνιδιάζουν τις εταιρείες. Τα πρόσφατα μποϊκοτάζ ήταν αρκετά επιτυχημένα ώστε οι εταιρείες να ανησυχούν πλέον σοβαρά για αυτά».