Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών δείχνει τα χαρτιά του και αυτό, από πλευράς διαφάνειας, δεν είναι κακό. Έτσι, από τα τέλη Απριλίου που το υπουργείο αποφάσισε και δημοσιοποιεί θέσεις και απόψεις του, αναλαμβάνοντας την έκφραση και εκπροσώπηση των συμφερόντων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μια πρώτη πρωτοβουλία του ήταν να κάνει γνωστές τις θέσεις του για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη. Και αυτό στο πλαίσιο «μιας επαναδέσμευσης των δύο πλευρών απέναντι στη δυτική κληρονομιά τους».
Πριν λίγες ημέρες έτσι, δημοσιεύτηκε στο Substack, ένα άρθρο με τίτλο «Η ανάγκη για συμμάχους πολιτισμών στην Ευρώπη» και με συγγραφέα τον Samuel Samson, ανώτατο σύμβουλο στο Γραφείο Δημοκρατίας, Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και Εργασίας του υπουργείου.
Όσο για την ανάγκη αυτής της συμμαχίας, ο Samuel Samson, υποστηρίζει από την αρχή του άρθρου του, ότι υπαγορεύεται από τις συνεχείς επιθέσεις που δέχεται ο δυτικός πολιτισμός από δυνάμεις που στηρίζουν την ψηφιακή λογοκρισία, την μαζική μετανάστευση και μάχονται την θρησκευτική ελευθερία.
«……..Η διατλαντική μας σχέση….», γράφει ο αρθρογράφος «……που ήδη προκαλεί συζητήσεις στην Αμερική, υποστηρίζεται από μια πλούσια δυτική παράδοση του φυσικού δικαίου, της ηθικής της αρετής και της εθνικής κυριαρχίας. Αυτή η παράδοση ρέει από την Αθήνα και τη Ρώμη, μέσω του μεσαιωνικού Χριστιανισμού, στο αγγλικό κοινό δίκαιο, και τελικά στα ιδρυτικά έγγραφα της Αμερικής. Ο επαναστατικός ισχυρισμός της Διακήρυξης ότι οι άνδρες «είναι προικισμένοι από – τον Δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα» απηχεί τη σκέψη του Αριστοτέλη, του Θωμά Ακινάτη και άλλων Ευρωπαίων βαρέων βαρών που αναγνώρισαν ότι όλοι οι άνθρωποι κατέχουν φυσικά δικαιώματα που καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να διαιτητεύσει ή να αρνηθεί. Η Αμερική παραμένει υπόχρεη στην Ευρώπη για αυτή την πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά.
Αυτή η σύνδεση μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι επίσης ο λόγος που μιλάμε με ευκρίνεια όταν διαφωνούμε ή έχουμε ανησυχίες – και είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση Trump κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην Ευρώπη. Όταν ο αντιπρόεδρος Βανς απευθύνθηκε στη φετινή Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου, κατέστησε σαφές τον λόγο, δηλώνοντας: “Αυτό για το οποίο ανησυχώ είναι η απειλή εκ των έσω, η υποχώρηση της Ευρώπης από μερικές από τις πιο θεμελιώδεις αξίες της – αξίες που μοιράζονται με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής”…..».
Από τις παραπάνω γραμμές, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το State Department, προσπαθεί να δώσει μια πολιτιστική διάσταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης, προφανώς γιατί θεωρεί ότι η ήπειρος επηρεάζεται από τις θεωρίες της αφύπνισης (woke) και της πολιτικής ορθότητας, με παράλληλη ανοχή στη μαζική μετανάστευση.
Επίσης, ο αρθρογράφος τονίζει ότι προφανώς λόγω πολιτικής ορθότητας, «…..σε όλη την Ευρώπη, οι κυβερνήσεις έχουν οπλίσει πολιτικούς θεσμούς εναντίον των δικών τους πολιτών και κατά της κοινής μας κληρονομιάς.
Αυτές οι ανησυχητικές τάσεις έχουν αυξηθεί μόνο τα τελευταία χρόνια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η αστυνομία συλλαμβάνει χριστιανούς – όπως ο Adam Smith – Connor και η Livia Tossici-Bolt – επειδή προσεύχονται σιωπηλά έξω από τις κλινικές αμβλώσεων. Το 2023, πάνω από 12.000 Βρετανοί πολίτες συνελήφθησαν για διαδικτυακές αναρτήσεις, συμπεριλαμβανομένων σχολίων επικριτικών για τη μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης, που οι αρχές έκριναν ότι είναι «κατάφωρα προσβλητικές».
Στη Γερμανία, η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει περίτεχνα συστήματα για την παρακολούθηση και τη λογοκρισία της διαδικτυακής ομιλίας με το πρόσχημα της καταπολέμησης της παραπληροφόρησης και της πρόληψης αυτού του αδικήματος. Όταν οι Γερμανοί πολίτες εκφράζουν εύλογες ανησυχίες σχετικά με τις οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης ή επικρίνουν τους πολιτικούς, κινδυνεύουν να τους επιβληθεί πρόστιμο, να χαρακτηριστούν ως ριζοσπάστες ή ακόμη και να γίνουν έφοδοι στα σπίτια τους από τις αρχές επιβολής του νόμου. Ο νόμος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ψηφιακές υπηρεσίες, που τιμολογείται για την προστασία των παιδιών από το επιβλαβές διαδικτυακό περιεχόμενο, χρησιμοποιείται για να φιμώσει τις φωνές των αντιφρονούντων. . Οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές αστυνομεύουν τώρα τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένων επιφανών αμερικανικών πλατφορμών όπως το Χ, και απειλούν με τεράστια πρόστιμα για μη συμμόρφωση με τους αυστηρούς κανονισμούς …..».
Οι απόψεις που εκφράζονται πιο πάνω, κάθε άλλο παρά πρόχειρες και αμελέτητες είναι. Μπορεί αρκετές ενέργειες της κυβέρνησης Τράμπ να είναι βιαστικές, να παραβιάζουν κανόνες και να δείχνουν ασυνάρτητες, ωστόσο αν αναλυθούν σε βάθος, κατά την εκτίμηση ψύχραιμων αναλυτών, κρύβουν μια συνολικότερη εικόνα. Ο Ντόναλντ Τράμπ και η ομάδα του, η οποία δεν προέκυψε διόλου τυχαία, έχουν ένα σχετικά συνεκτικό όραμα που γίνεται καλύτερα κατανοητό, αν το δει κανείς ως συνδυασμό τεσσάρων αλληλένδετων προσπαθειών.
Η πρώτη από αυτές τις προσπάθειες έχει κοινωνικό πολιτισμικό χαρακτήρα, η δεύτερη οικονομικό και νομισματικό, η τρίτη πολιτικό και συνταγματικό και η τελευταία αφορά τη νέα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Στη βάση των επιδιώξεων αυτών, η κυβέρνηση Τράμπ προωθεί μια πιο αμερικανοκεντρική κοινωνία, στην οποίαν ο νόμος, η τάξη και η θρησκεία θα παίζουν κυρίαρχο ρόλο. Από οικονομικής πλευράς, η διοίκηση Τράμπ πιστεύει ότι η παγκοσμιοποίηση έχει πλέον υψηλό κόστος για τις ΗΠΑ, προσφέρει ευκαιρίες σε ανταγωνιστές της, όπως η Κίνα, αποδυναμώνει την εσωτερική της παραγωγή και σε τελική ανάλυση προάγει μια αλαζονική ελιτ, η οποία απομακρύνεται από τις λαϊκές τάξεις και τα προβλήματά τους.
Στη βάση αυτής της λογικής, ο Τράμπ θέλει απέναντί του μια Ευρώπη που θα μοιράζεται τις πολιτικές και πολιτιστικές του αξίες, αναλαμβάνοντας παράλληλα και το κόστος της ασφάλειάς της, σε βαθμό υψηλότερο του σημερινού.
Κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής «Πρώτα η Αμερική», όπως επισημαίνει και η Επιθεώρηση «Foreign Policy», είναι η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τον ρόλο τους ως εγγυητών της διεθνούς ασφάλειας και οικονομικής τάξης που βασίζεται σε κανόνες και η επιδίωξη, αντ’ αυτού, συναλλακτικών συμφωνιών που ωφελούν άμεσα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δίνοντας όμως έμφαση στον καταναγκασμό περισσότερο από τη συνεργασία και τα άμεσα εθνικά συμφέροντα πέρα από τις ευρύτερες διεθνείς αξίες.
Από την πλευρά της ασφάλειας, αυτό σημαίνει μείωση των εγγυήσεων και των δεσμεύσεων ασφαλείας των ΗΠΑ και μετατόπιση των αμυντικών βαρών στις χώρες εταίρους. Η επιδίωξη της κυβέρνησης για μια διαπραγματευμένη ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και μια πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, αποτελεί σημαντικό στοιχείο αυτής τής επιδιωκόμενης μείωσης – καθώς και έναν τρόπο εκπλήρωσης της φιλοδοξίας του Τραμπ να είναι παγκόσμιος ειρηνοποιός. Ένα άλλο μέρος της προοπτικής «Πρώτα η Αμερική» είναι η μείωση της συμμετοχής των ΗΠΑ σε διεθνείς θεσμούς και ο τερματισμός ή η αποφυγή νομικών δεσμεύσεων που ενδέχεται να περιορίσουν την ισχύ των ΗΠΑ. Κάπως παράλογαα, ο Τραμπ έχει προσθέσει εδαφικό επεκτατισμό σε αυτήν την προοπτική – κάνοντας λόγο για τον Καναδά, τη Γάζα, τη Γροιλανδία και τη Διώρυγα του Παναμά.
Από εμπορικής άποψης, η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί δασμούς και άλλες μορφές οικονομικής ή διπλωματικής πίεσης για να αναγκάσει άλλες χώρες να μειώσουν τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα και να αγοράσουν περισσότερα αγαθά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Η οικονομική ατζέντα «Πρώτα η Αμερική» συνεπάγεται επίσης τη μεγιστοποίηση της πρόσβασης των ΗΠΑ στα παγκόσμια αποθέματα στρατηγικών ορυκτών και σε μεγάλο βαθμό τη διακοπή της παροχής οικονομικής αναπτυξιακής βοήθειας σε άλλες χώρες.
Μια επιπλέον διάσταση του μετασχηματισμού της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν ταιριάζει με αυτήν την συναλλακτική προοπτική, αλλά αντίθετα έχει μια πιο ιδεολογική χροιά. Ο Τραμπ χτίζει ένα δίκτυο δεξιών λαϊκιστών φίλων και επιδιώκει να προωθήσει την πολιτική τους τύχη. Αυτό περιλαμβάνει ηγέτες όπως ο Βίκτορ Όρμπαν της Ουγγαρίας, ο Ναγίμπ Μπουκέλε του Ελ Σαλβαδόρ και ο Χαβιέρ Μιλέι της Αργεντινής, καθώς και ακροδεξιά κόμματα ή πολιτικούς που αντιτίθενται στις εν ενεργεία δημοκρατικές κυβερνήσεις, όπως το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία και ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Ζάϊχ Μπολσονάρο. Σχετική με αυτή την προσπάθεια είναι η κατάργηση του μεγαλύτερου μέρους της διεθνούς βοήθειας για τη φιλελευθερη δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών, την οποία η κυβέρνηση Τραμπ ισχυρίζεται ότι συχνά στρεφόταν εναντίον αυτών των λαϊκιστών ηγετών και κομμάτων.τους
«….Η ανησυχία μας για την πορεία της Ευρώπης στη σημερινή συγκυρία….», αναφέρει ο Samuel Samson, «…..στηρίζεται σε αρχές και άρα δεν είναι κομματική. Η λογοκρισία, η διευκόλυνση της μαζικής μετανάστευσης, η στόχοποίηση της θρησκευτικής έκφρασης και η υπονόμευση της εκλογικής επιλογής, απειλούν την ίδια τη θεμελίωση της διατλαντικής εταιρικής σχέσης. Μια Ευρώπη που αντικαθιστά τις πνευματικές και πολιτιστικές της ρίζες, που αντιμετωπίζει τις παραδοσιακές αξίες ως επικίνδυνα κειμήλια και που συγκεντρώνει την εξουσία σε ανεξέλεγκτους θεσμούς είναι μια Ευρώπη λιγότερο ικανή να σταθεί σταθερή ενάντια στις εξωτερικές απειλές και την εσωτερική φθορά. Για το σκοπό αυτό, η επίτευξη ειρήνης στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο δεν απαιτεί απόρριψη της κοινής μας πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά ανανέωσή της.
Ο υπουργός Ρούμπιο έχει καταστήσει σαφές ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα ενεργεί πάντα προς το εθνικό συμφέρον της Αμερική. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση της Ευρώπης όχι μόνο επηρεάζει τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά επηρεάζει όλο και περισσότερο τους αμερικανικούς δεσμούς ασφάλειας και οικονομίας, μαζί με τα δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου των Αμερικανών πολιτών και εταιρειών.
Η ελπίδα μας είναι ότι τόσο η Ευρώπη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να δεσμευτούν εκ νέου στη δυτική κληρονομιά μας και ότι τα ευρωπαϊκά έθνη θα τερματίσουν την απλοποίηση της κυβέρνησης εναντίον εκείνων που επιδιώκουν να την υπερασπιστούν. Δεν θα συμφωνούμε πάντα για το εύρος και την τακτική, αλλά οι απτές ενέργειες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να εγγυηθούν την προστασία για τον πολιτικό και θρησκευτικό λόγο, την ασφάλεια των συνόρων και τις δίκαιες εκλογές θα χρησιμεύσουν ως ευπρόσδεκτα βήματα προς τα εμπρός.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προσηλωμένες σε μια ισχυρή εταιρική σχέση με την Ευρώπη και συνεργάζονται για κοινούς στόχους εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, αυτή η εταιρική σχέση πρέπει να βασίζεται στην κοινή μας κληρονομιά και όχι στην παγκοσμιοποιητική συμμόρφωση. Η σχέση μας είναι πολύ σημαντική, η ιστορία μας πολύτιμη και τα διεθνή διακυβεύματα πολύ υψηλά για να επιτρέψουν την υπονόμευση αυτής της εταιρικής σχέσης. Ως εκ τούτου, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, πρέπει να διατηρήσουμε τα αγαθά του κοινού μας πολιτισμού, διασφαλίζοντας ότι ο δυτικός πολιτισμός παραμένει πηγή αρετής, ελευθερίας και ανθρώπινης άνθησης για τις επόμενες γενιές…..».
Πιο καθαρά λόγια δεν θα μπορούσαν να διατυπωθούν και όποιος θέλει ας καταλάβει.