Εν μέσω φημών που εντείνονται για μια διαγωνιστική διαδικασία πώλησης σε εξέλιξη με αβέβαιο όμως αποτέλεσμα, ο ξενοδοχειακός όμιλος Διβάνη δημοσιοποίησε τα αποτελέσματά του για τη χρήση 2024.
Αυτό που ξεχωρίζει για άλλη μια χρονιά είναι ο σχεδόν μηδενικός δανεισμός του ομίλου, μόλις 200.000 ευρώ, ο οποίος δραστηριοποιείται σε έναν κλάδο που εμφανίζει κάποιες περιπτώσεις υπερδανεισμού. Επίσης, ξεχωρίζουν τα ρευστά διαθέσιμα του Ομίλου που ανέρχονται στα 77.636.072,16 ευρώ.
Ο όμιλος Διβάνη είναι ένας όμιλος που είναι σε θέση να επενδύσει με σχετική άνεση σε περαιτέρω ανάπτυξη ωστόσο στην αγορά αυτό που επικρατεί είναι η φήμες για πώληση του, τις οποίες η διοίκηση του Ομίλου διαψεύδει με κάθε ευκαιρία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που επιμένουν παρά τις διαψεύσεις, η διαδικασία κατάθεσης προσφορών σε συνεργασία με την Citi έχει μπει στη δεύτερη φάση με ορισμένους μεγάλους επενδυτικούς ομίλους να δίνουν το παρόν.
Ο όμιλος Divani
O «Όμιλος Divani Collection Hotels» με πρόεδρο και διευθυνοντα σύμβουλο τον κ. Σπύρο Διβάνη, είναι ένας Ελληνικός Όμιλος ξενοδοχείων με έδρα την Αθήνα και ξενοδοχειακές μονάδες στην Αθήνα και την επαρχία.
Η κύρια δραστηριότητά του είναι η εκμετάλλευση των 5άστερων ξενοδοχείων «DIVANI CARAVEL» στην Καισαριανή και των «DIVANI APOLLON PALACE & THALASSO» και «DIVANI APOLLON SUITES» στο Καβούρι, «DIVANI PALACE ACROPOLIS» στην Αθήνα στην περιοχή της Ακρόπολις και «DIVANI PALACE LARISSA» και των 4άστερων «DIVANI METERORA» στα Μετέωρα και «DIVANI CORFU PALACE» στην περιοχή Κανόνι της Κέρκυρας.
Τα αποτελέσματα
Η χρήση 2024 παρουσιάζει για τον Όμιλο κέρδη προ φόρων ύψους € 35,6 εκατ. έναντι κερδών € 34,6 εκατ. της προηγούμενης χρήσης. Η αύξηση των κερδών κατά ποσό € 1 εκατ., ποσοστό 3% για τον Όμιλο οφείλεται στην αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 10% και στην ποσοστιαία μείωση του κόστους και των λειτουργικών εξόδων ως προς τον κύκλο εργασιών. Τα έσοδα του ομίλου ανήλθαν στα 76.715.572 ευρώ έναντι 69.485.156 ευρώ στη χρήση 2023 σημειώνοντας για την ακρίβεια άνοδο 10,40%
Η βελτίωση/μείωση του κόστους είναι ένας από τους βασικούς στόχους της διοίκησης. Το κόστος πωλήσεων σε ποσοστό επί των πωλήσεων μειώθηκε και είναι για την τρέχουσα χρήση σε ποσοστό 39% έναντι 45% της προηγούμενης χρήσης για τον Όμιλο, παρά τις αυξήσεις στα υλικά και την ενέργεια που είχαμε στην τρέχουσα χρήση.
Στην παρούσα χρήση ο Όμιλος παρουσίασε κέρδη μετά φόρων € 27,5 εκατ. ενώ ο λογαριασμός «Υπόλοιπο Κερδών εις νέο» ανέρχεται σε € 44 εκατ. περίπου για τον Όμιλο.
Προοπτική
Για το 2025, η διοίκηση αναφέρει ότι «μετά από τις ανακαινίσεις που έγιναν στα δωμάτια και τον εκσυγχρονισμό εξοπλισμού των ξενοδοχείων του Ομίλου, θα μπορούμε να παρέχουμε αναβαθμισμένες υπηρεσίες με στόχο την αύξηση του τζίρου των ξενοδοχείων, μέσα και από την αυξημένη τουριστική κίνηση που προβλέπεται και της πολιτικής της αύξησης των τιμών πώλησης που εφαρμόσαμε. Ήδη από την αρχή του 2025 φαίνεται ότι θα έχουμε μία αυξημένη τουριστική κίνηση. Υπάρχει όμως και η ενεργοποίηση πολλών νέων ξενοδοχειακών μονάδων στην περιοχή της Αττικής καθώς και μεγάλη ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων ακινήτων (Airbnb), που σίγουρα θα επηρεάσουν έστω και βραχυπρόθεσμα και τον Όμιλο μας».
Στη συνέχεια προσθέτει ότι «με βάση την αύξηση του τουρισμού κύρια στην Αθήνα, την βελτίωση των υπηρεσιών μας και των υποδομών μας, μπορούμε να προσβλέπουμε σε μία θετική εξέλιξη για την χρήση του 2025 , με αύξηση των αποτελεσμάτων τόσο της Εταιρείας, όσο και του Ομίλου».
Το κυκλοφορούν ενεργητικό για τον Όμιλο ήταν αυξημένο κατά €11,1 εκατ. που οφείλεται κύρια στην αύξηση των ταμειακών διαθεσίμων κατά €10,8 εκατ. λόγω των ενισχυμένων εισροών που παρουσιάζει ο Όμιλος από λειτουργικές δραστηριότητες σε σχέση με τη συγκριτική περίοδο και των λοιπών απαιτήσεων κατά € 1,1 εκ. λόγω της αύξηση των προκαταβολών φόρου.
Οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις στον Όμιλο αυξήθηκαν στα € 1,3 εκατ, από μηδενικές το 2023 που οφείλεται στις ληφθείσες επιχορηγήσεις που εισέπραξε εντός της χρήσης το ξενοδοχείο Κάραβελ. Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν στα 24.155.257,80 ευρώ έναντι 21.567.374,55 ευρώ το 2023 δηλαδή μια αύξηση κατά € 2,6 εκατ. περίπου, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην αύξηση των υποχρεώσεων σε προμηθευτές και λοιπές εμπορικές υποχρεώσεις κατά € 1,2 εκ. και του Φόρου Εισοδήματος και λοιπών φόρων κατά €1,7 εκ.