Το πάγιο αίτημα των εργαζόμενων στο Δημόσιο αλλά και συνταξιουχικών οργανώσεων για επιστροφή του 13ου-14ου μισθού και σύνταξης σε δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους έφερε ξανά στο προσκήνιο η άσκηση παρέμβασης της ΑΔΕΔΥ στο Συμβούλιο της Επικρατείας υπέρ ενάγοντος δημοσίου υπαλλήλου, αίτημα που συζητήθηκε με βάση το θεσμό της πιλοτικής δίκης στο ΣτΕ την Παρασκευή, χωρίς όπως αναμενόταν να έχουμε κάποιο αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό.
Υπενθυμίζεται ότι τα επιδόματα εορτών και αδείας έχουν καταργηθεί για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τους συνταξιούχους – πλην των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα – από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου το 2012 και από τότε καμία κυβέρνηση δε μερίμνησε για την επαναφορά τους, παρά το γεγονός ότι η πορεία της οικονομίας υποτίθεται είναι εντυπωσιακή με την παρούσα κυβέρνηση να πανηγυρίζει για τις επιδόσεις της, τα υπερπλεονάσματα και τις θετικές αξιολογήσεις από διεθνείς οίκους.
Η υπόθεση που αφορά περίπου 600 χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους και πολλές χιλιάδες απόμαχους της δουλειάς, που όλα αυτά τα χρόνια βλέπουν «κολλημένους» τους μισθούς και τις συντάξεις τους, ενώ η ακρίβεια συνεχίζει ανοδικά, όπως έδειξαν και τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Μάιο, κατατρώγοντας το έτσι κι αλλιώς πενιχρό εισόδημά τους. Αποτελεί δε καραμπινάτη αδικία και διαφορετική μεταχείριση για μισθωτούς, εφόσον στον ιδιωτικό τομέα οι εργαζόμενοι αμείβονται με 14 μισθούς ενώ στον δημόσιο με 12 μισθούς.
Σωματεία που καλούσαν σε συγκέντρωση την Παρασκευή έξω από το ΣτΕ, μιλούν για «εμπαιγμό της κυβέρνησης», η οποία δίνει προτεραιότητα στη «δημοσιονομική ισορροπία» και τονίζουν ότι «αρνείται να ικανοποιήσει το δίκαιο αίτημά» τους, υποστηρίζοντας ότι «απαιτεί μεγάλο κόστος», ενώ αντίθετα «δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξοδέψει δημόσιο χρήμα» για τη διάσωση τραπεζών στο παρελθόν ή για πολεμικούς εξοπλισμούς στο παρόν και το μέλλον, καθώς αυτοί εξαιρέθηκαν από τη λεγόμενη «δημοσιονομική πειθαρχία».
Το κόστος των απωλειών όλα αυτά τα χρόνια εφαρμογής του μέτρου υπολογίζεται περίπου στις 35.000 ευρώ για κάθε δημόσιο υπάλληλο και συνταξιούχο και πολλοί εκτιμούν ότι στόχος των κυβερνώντων είναι αυτό το εργατικό κεκτημένο που θεσμοθετήθηκε μετά από σκληρούς αγώνες και έγινε νόμος το 1980, να μπει οριστικά στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας».
Δόγμα άλλωστε της παρούσης κυβέρνησης είναι είτε η ανεύρεση δεύτερης δουλειάς για όσους μισθωτούς δεν επαρκεί η πρώτη (εξ ου και το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο από τους νόμους Χατζηδάκη και Γεωργιάδη για ελαστική εργασία, 13ωρα κ.α. ) είτε η επιστροφή στη δουλειά για όσους συνταξιούχους δεν επαρκεί η σύνταξη και είναι βέβαια σε θέση να εργαστούν.
Το προηγούμενο διάστημα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης υποστήριξε ότι… δόθηκε ο 13ος μισθόςστο Δημόσιο επικαλούμενος την πενιχρή αύξηση στον κατώτατο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων της τάξης των 60 λεπτών την ημέρα. Από την άλλη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι «αν προσθέσεις τους έξτρα μισθούς και τις συντάξεις, θα στερήσεις λεφτά από τους φτωχούς», δίνοντας ένα στίγμα των απόψεων σε κορυφαίο θεσμικό επίπεδο όσον αφορά το πάγιο αίτημα επιστροφής των δύο μισθών και συντάξεων.
Τον περασμένο Μάιο ο πρωθυπουργός βρέθηκε στο Βερολίνο όπου βραβεύθηκε στο Συνέδριο του Economic Council Germany για τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. «Αυτή η αναγνώριση δεν είναι δική μου αποκλειστικά, διότι κατά κύριο λόγο ανήκει στον ελληνικό λαό» είπε. Μήπως τελικά ήρθε η ώρα να φανεί εμπράκτως αυτή η αναγνώριση στον ελληνικό λαό;