Καθώς ο Γουόρεν Μπάφετ ετοιμάζεται να παραδώσει τα ηνία της Berkshire Hathaway στο τέλος του έτους, το ενδιαφέρον στρέφεται σε μια σειρά εταιρειών που υιοθετούν ή σχεδιάζουν να υιοθετήσουν τη διάσημη στρατηγική του «Μάντη της Ομάχα»: τον συνδυασμό ασφάλισης και επενδύσεων. Η εφαρμογή αυτής της προσέγγισης, ωστόσο, αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη από ότι φαίνεται.
Το κλειδί της επιτυχίας του Μπάφετ ήταν ο τρόπος με τον οποίο συνδύασε τις επενδύσεις με την ασφάλιση, αφού απέκτησε μια εταιρεία ασφάλισης περιουσίας και ατυχημάτων λίγο μετά την ανάληψη του ελέγχου της Berkshire το 1965. Τα ασφάλιστρα που εισπράττει μια ασφαλιστική εταιρεία συχνά δεν χρειάζεται να καταβληθούν σε αποζημιώσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ο Μπάφετ αξιοποίησε αυτά τα κεφάλαια, μαζί με τα κέρδη από την ασφαλιστική δραστηριότητα, για να αγοράσει μετοχές εταιρειών όπως η Coca-Cola και η Apple, αλλά και ολόκληρες επιχειρήσεις, όπως ο σιδηρόδρομος Burlington Northern Santa Fe.
Αυτή η στρατηγική δημιούργησε έναν κύκλο ανάπτυξης, καθώς τα κέρδη διατηρούνταν και επανεπενδύονταν συνεχώς, όπως υπογραμμίζει το Barron’s. Η αποτελεσματικότητα της προσέγγισης φαίνεται στις αποδόσεις: η μετοχή της Berkshire Hathaway έχει αποφέρει μέση ετήσια απόδοση 20% τα τελευταία 60 χρόνια, ξεπερνώντας κατά πολύ το 10% του δείκτη S&P 500.
Αντιγράφοντας τον Γουόρεν Μπάφετ
Η μέθοδος του Μπάφετ είναι σήμερα πιο δημοφιλής από ποτέ. Την ακολουθούν κορυφαίοι διαχειριστές εναλλακτικών επενδύσεων, όπως η Apollo Global Management, όπου η ασφάλιση έχει γίνει βασικός πυλώνας ανάπτυξης, καθώς και η KKR, που επικαλείται το παράδειγμα της Berkshire ενώ επενδύει παράλληλα σε νέες συμφωνίες.
Ο δισεκατομμυριούχος επενδυτής Μπιλ Άκμαν έλαβε πρόσφατα έγκριση να μετατρέψει την εταιρεία ακινήτων Howard Hughes Holdings, σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «μίνι-Berkshire» με ασφαλιστική δραστηριότητα. Αντίστοιχα, ο Νταν Λόεμπ, επίσης διαχειριστής hedge fund, επιδιώκει να μετατρέψει το ευρωπαϊκά εισηγμένο επενδυτικό του ταμείο, Third Point Investors, σε ασφαλιστική εταιρεία με επίκεντρο την αναπτυσσόμενη αγορά συντάξεων.
Άλλες εταιρείες που ακολουθούν παρόμοια στρατηγική είναι η Markel Group, της οποίας ο διευθύνων σύμβουλος Τομ Γκέινερ θεωρείται ιδιαίτερα διορατικός επενδυτής και έχει πολλούς υποστηρικτές μεταξύ των φίλων της Berkshire, καθώς και η Fairfax Financial Holdings, με πρόεδρο και ιδρυτή τον Πρεμ Γουάτσα, που συχνά αποκαλείται «ο Καναδός Γουόρεν Μπάφετ». Στη λίστα προστίθενται επίσης οι Loews και White Mountains Insurance Group.
Όχι και τόσο εύκολο
Η επιτυχής αντιγραφή του 94χρονου Μπάφετ, ωστόσο, παραμένει εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Όπως σημείωσε ο αναλυτής της Piper Sandler, Αλεξάντερ Γκόλντφαρμπ, σε πρόσφατη έκθεσή του για την Howard Hughes, «αν αυτό ήταν εύκολο, οι δημόσιες αγορές θα ήταν γεμάτες με πολλές Berkshire Hathaway».
Η Markel και η Fairfax είναι ίσως οι πιο κοντινές στη Berkshire ως προς τη δομή και έχουν πετύχει εντυπωσιακές αποδόσεις από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αν και όχι στα επίπεδα της Berkshire, προσελκύοντας ωστόσο μια αφοσιωμένη βάση επενδυτών. Η Loews, όμιλος που ελέγχεται από την οικογένεια Tisch εδώ και 65 χρόνια, έχει εξαιρετικό μακροπρόθεσμο ιστορικό, αν και τα τελευταία δέκα χρόνια έχει μείνει πίσω σε σχέση με τη Berkshire και τον S&P 500. Η White Mountains διαθέτει διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο ασφαλιστικών και άλλων επιχειρήσεων και διαπραγματεύεται κοντά στη λογιστική της αξία.
Η Greenlight Capital Re είναι μια μικρή υπεράκτια αντασφαλιστική εταιρεία που αναθέτει τη διαχείριση των επενδύσεών της στον ιδρυτή της και διαχειριστή hedge fund, Ντέιβιντ Άινχορν, ο οποίος είναι και ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας με ποσοστό σχεδόν 20%. Ωστόσο, ο Άινχορν, επίσης θαυμαστής του Μπάφετ, έχει δυσκολευτεί να τον μιμηθεί, καθώς τα αποτελέσματα τόσο στην ασφάλιση όσο και στις επενδύσεις ήταν απογοητευτικά. Η μετοχή της εταιρείας παραμένει κάτω από την τιμή της αρχικής δημόσιας προσφοράς του 2007.
«Πρόκειται για μια στρατηγική με τρεις κινητήρες», εξηγεί ο αναλυτής της TD Cowen, Άντριου Κλίγκερμαν, αναφερόμενος στα στοιχεία που έχει κάνει σωστά η Berkshire. Εστιάζει στην ασφάλιση, τις επενδύσεις και τις πλήρως ελεγχόμενες επιχειρήσεις. «Πρέπει να λειτουργούν και οι τρεις τομείς για να πετύχει το μοντέλο».
Το αυθεντικό
Οι επενδυτές, φυσικά, μπορούν να παραμείνουν στο αυθεντικό. Η Berkshire διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως έναν ισχυρό ισολογισμό και μια διαφοροποιημένη σύνθεση κερδών που φέτος αναμένεται να φτάσουν τα 45 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο διάδοχος του Μπάφετ, ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Berkshire, Γκρεγκ Έιμπελ, θεωρείται ικανός διαχειριστής και συχνά επαινείται από τον ίδιο τον Μπάφετ.
Οι έξι εταιρείες που μοιάζουν με την Berkshire έχουν όμως ένα πλεονέκτημα που η ίδια η Berkshire δεν διαθέτει: το μικρότερο μέγεθός τους. Καθεμία είναι σημαντικά μικρότερη, αφήνοντας περιθώρια για μεγαλύτερη ανάπτυξη. Η Fairfax, που είναι και η μεγαλύτερη, έχει κεφαλαιοποίηση 41 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η Berkshire φτάνει το 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τη μετοχή της να ξεπεράσει τον S&P 500. Αυτό μπορεί να γίνει ακόμη πιο δύσκολο αν η μετοχή χάσει μέρος της αίγλης της χωρίς τον Μπάφετ στο τιμόνι.
Ήδη, τα κεφάλαια φαίνεται να αρχίζουν να μετακινούνται προς τις «μίνι-Berkshires». Η Fairfax έχει ενισχυθεί κατά 6% από τη γενική συνέλευση της Berkshire, ενώ η μετοχή της Berkshire έχει υποχωρήσει κατά 9%. Σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη με επενδυτές, ο Άκμαν δήλωσε: «Αν μόνο ένα μικρό ποσοστό των μετόχων της Berkshire ενδιαφερθεί για την Howard Hughes, θα μπορούσαμε να δούμε σημαντική ανατιμολόγηση της εταιρείας». Το ίδιο θα μπορούσε να ισχύει και για τις υπόλοιπες πέντε εταιρείες