Οι τιμές του πετρελαίου Brent, που συχνά θεωρούνται δείκτης γεωπολιτικού κινδύνου, αυξήθηκαν από κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι που ήταν στις 12 Ιουνίου, την ημέρα πριν από την αρχική επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν, ως τα 81,40 δολάρια στις 23 Ιουνίου μετά τις επιθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά μειώθηκαν απότομα την ίδια ημέρα, αφού κατέστη σαφές ότι τα αντίποινα του Ιράν εναντίον της Ουάσιγκτον ήταν ουσιαστικά μια πράξη αποκλιμάκωσης, υποχωρώντας κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα στα 67 δολάρια.
Όταν εξάλλου, το Ιράν άρχισε να εκτοξεύει πυραύλους προς μια αμερικανική αεροπορική βάση στο Κατάρ, οι traders πετρελαίου αντέδρασαν— όχι αγοράζοντας, αλλά πουλώντας, με την τιμή του μαύρου χρυσού να σημειώνει την μεγαλύτερη ημερήσια πτώση (-7,2%) σχεδόν τριών ετών.
Ερώτημα με τα Στενά του Ορμούζ
Οι traders είχαν επικεντρωθεί εξάλλου σε ένα μόνο ερώτημα, αν υπάρχει το ενδεχόμενο να κλείσουν τα Στενά του Ορμούζ κάτι που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της πετρελαϊκής αγοράς θα οδηγούσε τις τιμές του πετρελαίου στα 120 -150 δολάρια το βαρέλι. Μόλις έγινε σαφές ότι αυτό δεν θα συμβεί, το ασφάλιστρο κινδύνου που «μπήκε» στις τιμές, εξαφανίστηκε.
Οι αγορές φαίνεται να εκτιμούν ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά, αν και το μέλλον παραμένει αβέβαιο, ανέφερε η Citigroup. Από πλευράς θεμελιωδών μεγεθών η πτωτική προοπτική για το πετρέλαιο, ειδικά μετά το 3ο τρίμηνο του 2025, ενδέχεται να επανέλθει στο προσκήνιο, την ώρα που ο OPEC+ συνεδριάσει στις αρχές Ιουλίου για να αποφασίσει πόσο πετρέλαιο θα επιστρέψει στην αγορά τον Αύγουστο.
Η πρόβλεψη της Citigroup
Στο πλαίσιο αυτό η Citigroup προβλέπει πως η τιμή του Brent θα κυμανθεί στα 66 $/βαρέλι για το 3ο τρίμηνο και στα 63 δολάρια/βαρέλι για το 4ο τρίμηνο του 2025. Καθώς εξάλλου οι γεωπολιτικές εντάσεις μειώνονται, οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή οδηγούν από τους φόβους για περιορισμό της προσφοράς σε πιθανή αύξηση των εξαγωγών.