Όλο και περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζουν ότι η ΕΕ θα πρέπει να ενεργοποιήσει το ισχυρότερο εμπορικό εργαλείο της έναντι των ΗΠΑ, σε περίπτωση που οι δύο πλευρές δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε μια αποδεκτή συμφωνία έως την 1η Αυγούστου και ο Ντόναλντ Τραμπ υλοποιήσει την απειλή του για δασμούς 30% στον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με πηγές τις οποίες επικαλείται το Bloomberg, περισσότερες από έξι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμφωνούν με την πρωτοβουλία της Γαλλίας για την ενεργοποίηση του «μέσου κατά του καταναγκασμού» της ΕΕ. Από την άλλη, αρκετά κράτη μέλη είναι πιο επιφυλακτικά, ενώ άλλα δεν έχουν ακόμη εκφράσει θέση, ανέφεραν οι ίδιες πηγές που μίλησαν ανώνυμα και πρόσθεσαν ότι το θέμα συζητήθηκε σε συνάντηση των υπουργών Εμπορίου τη Δευτέρα.
Ο Μπέντζαμιν Χαντάντ, υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας, δήλωσε τις προηγούμενες ημέρες ότι η απάντηση από τις Βρυξέλλες θα πρέπει να περιλαμβάνει την επιλογή χρήσης του εργαλείου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή φόρων σε αμερικανικούς τεχνολογικούς γίγαντες, για παράδειγμα.
«Σε αυτή τη διαπραγμάτευση, πρέπει να δείξετε δύναμη, ενότητα και αποφασιστικότητα», εμφανίστηκε αποφασιστικός ο Χαντάντ μιλώντας στο Bloomberg τη Δευτέρα.
Πρόσθεσε, ακόμη, αναφερόμενος στον συγκεκριμένο μηχανισμό, πως «μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο» από τα αντίμετρα που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στοχεύοντας σε σχεδόν 100 δισεκατομμύρια ευρώ σε εμπόριο με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, η πρώτη χρήση του ACI είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει έναν ευρύτερο διατλαντικό εμπορικό πόλεμο, καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει προειδοποιήσει ότι σε ενδεχόμενα αντίποινα στις ΗΠΑ θα απαντήσει με πιο σκληρά μέτρα.
Η Κομισιόν έχει μέχρι στιγμής δηλώσει ότι η χρήση του εργαλείου είναι πρόωρη καθώς οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εμφανίστηκε πιο διαλλακτική δηλώνοντας στους δημοσιογράφους την Κυριακή ότι «ο ACI δημιουργήθηκε για έκτακτες καταστάσεις» και «δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί».
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την ώρα είναι υπέρ της συνέχισης των διαπραγματεύσεων με στόχο να σπάσει το αδιέξοδο, χωρίς, όμως, να απεμπολείται η το ενδεχόμενο αντιποίνων με αντίμετρα ανάλογα με τη ζημιά από τους αμερικανικούς δασμούς.
Οι συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ συνεχίστηκαν παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ απείλησε σε επιστολή που έστειλε το Σαββατοκύριακο να επιβάλει δασμούς 30% στις περισσότερες εξαγωγές του μπλοκ από τον επόμενο μήνα, παράλληλα με τους υπάρχοντες δασμούς 25% στα αυτοκίνητα και τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και τους δασμούς 50% στον χάλυβα και στο αλουμίνιο.
Ο επίτροπος της ΕΕ Μάικλ ΜακΓκραθ δήλωσε στο Bloomberg την Τετάρτη ότι αναμένει να επιτευχθεί συμφωνία έως την 1η Αυγούστου, αν και οι Βρυξέλλες «έκπληκτες και απογοητευμένες» έλαβαν την επιστολή του Τραμπ. «Αυτές είναι δύσκολες και πολύπλοκες διαπραγματεύσεις», δήλωσε ο ΜακΓκραθ. «Παραμένουμε επικεντρωμένοι ως ΕΕ στις ουσιαστικές συζητήσεις».
Οι συνομιλίες
Πριν από τις τελευταίες απειλές από την Ουάσινγκτον, αξιωματούχοι της ΕΕ εξέφραζαν την ελπίδα ότι οδεύουν προς μια προκαταρκτική συμφωνία-πλαίσιο που θα επέτρεπε τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων πέραν της προθεσμίας.
Σύμφωνα με την προβλεπόμενη συμφωνία, το μπλοκ θα αντιμετώπιζε δασμό 10% στις περισσότερες εξαγωγές, με περιορισμένες εξαιρέσεις για ορισμένους κλάδους όπως η αεροπορία και τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα.
Το «όπλο»
Το εργαλείο «κατά του καταναγκασμού»σχεδιάστηκε κυρίως ως αποτρεπτικό μέσο και, εάν χρειαστεί, ως απάντηση σε σκόπιμες καταναγκαστικές ενέργειες από τρίτες χώρες που χρησιμοποιούν εμπορικά μέτρα ως μέσο για να πιέσουν τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές του μπλοκ των 27 κρατών μελών ή μεμονωμένων κρατών μελών.
Το μέσο θεσπίστηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας της ΕΕ να ενισχύσει την εμπορική της άμυνα μετά την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις εξαγωγές του μπλοκ κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ.
Ένας άλλος παράγοντας ήταν η απόφαση της Κίνας να επιβάλει περιορισμούς στα λιθουανικά προϊόντα μετά το άνοιγμα εμπορικού γραφείου από την Ταϊβάν στη χώρα της Βαλτικής.
Η επιτροπή μπορεί να προτείνει τη χρήση του εργαλείου, αλλά στη συνέχεια εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν εάν υπάρχει περίπτωση εξαναγκασμού και εάν πρέπει να εφαρμοστεί.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η ΕΕ θα επιδιώξει να συμβουλευτεί το μέρος που ασκεί τον εξαναγκασμό για να βρει μια λύση και μπορεί επίσης να συνεργαστεί με ομοϊδεάτες εταίρους που αντιμετωπίζουν παρόμοιες πιέσεις.