Σε έντονες συνομιλίες έχουν εμπλακεί οι εμπορικοί διαπραγματευτές της ΕΕ και των ΗΠΑ ενόψει της συνάντησης μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη Σκωτία την Κυριακή, καθώς οι Βρυξέλλες προσπαθούν να καταλήξουν σε συμφωνία με την Ουάσινγκτον για να αποφύγουν έναν οικονομικά επιζήμιο διατλαντικό δασμολογικό πόλεμο.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία πέταξε στη Γλασκώβη το Σάββατο το βράδυ, θα συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο την Κυριακή το απόγευμα για συνομιλίες που οι διαπραγματευτές της ΕΕ ελπίζουν ότι θα επισφραγίσουν μια εμπορική συμφωνία για την αποφυγή δασμών 30% των ΗΠΑ σε ευρωπαϊκά προϊόντα και πιθανών αντιποίνων από τις Βρυξέλλες.
Όπως έγινε γνωστό, οι διαπραγματευτές προσπαθούν να καταλήξουν σε μία συμφωνία που θα ορίζει δασμούς περίπου 15% στις περισσότερες αμερικανικές εισαγωγές από την ΕΕ, στο πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε και η συμφωνία με την Ιαπωνία.
Όπως γράφουν οι Financial Times, οι συνομιλίες μεταξύ του υπουργού Εμπορίου των ΗΠΑ, Χάουαρντ Λάτνικ, και ανώτερων αξιωματούχων της ΕΕ συνεχίστηκαν μέχρι αργά το βράδυ του Σαββάτου, καθώς διαφωνούσαν για τις τελικές λεπτομέρειες σχετικά με το επίπεδο των δασμών που θα εφαρμόζονταν στα προϊόντα χάλυβα, αυτοκινητοβιομηχανίας και φαρμακευτικών προϊόντων της ΕΕ. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ήταν κατά τη διάρκεια των συνομιλιών οι τόνοι ανέβηκαν αρκετές φορές.
Πυρετώδεις διαπραγματεύσεις
Ο Λούτνικ και ο εμπορικός εκπρόσωπος των ΗΠΑ, Τζέιμισον Γκριρ, παρέμειναν στην Ουάσινγκτον το Σάββατο, αλλά επρόκειτο να φτάσουν την Κυριακή το πρωί στο πολυτελές θέρετρο γκολφ Turnberry του Τραμπ στη νοτιοδυτική ακτή της Σκωτίας για να οριστικοποιήσουν οποιαδήποτε συμφωνία.
Ο Τραμπ έχει απειλήσει να επιβάλει δασμούς 30% σε όλες τις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία έως την 1η Αυγούστου. Αυτό θα προστεθεί στους δασμούς 25% στα αυτοκίνητα και τα ανταλλακτικά αυτοκινήτων και στους δασμούς 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο που ήδη ισχύουν. Ο Τραμπ έχει επίσης ξεκινήσει έρευνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δασμούς σε τσιπ, φαρμακευτικά προϊόντα και ανταλλακτικά αεροδιαστημικής.
Ένας αυξανόμενος αριθμός κρατών μελών της ΕΕ ζητά από τις Βρυξέλλες να ενεργοποιήσουν δασμούς αντιποίνων σε αμερικανικά προϊόντα αξίας σχεδόν 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, εάν οι συνομιλίες καταρρεύσουν.
Οι δύο πλευρές —των οποίων η εμπορική σχέση ύψους 1,6 τρισεκατομμυρίων ευρώ το 2023 την κατέστησε μία από τις μεγαλύτερες στον κόσμο— διαπραγματεύονται μια πιθανή συμφωνία εδώ και σχεδόν τέσσερις μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ΗΠΑ χρεώνουν επιπλέον 10% στα προϊόντα της ΕΕ, μαζί με 25% στα αυτοκίνητα και 50% στον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Η ΕΕ έχει υπάρξει συχνό θύμα της κλιμακούμενης ρητορικής του Τραμπ εναντίον των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων και συμμάχων των ΗΠΑ, με τον πρόεδρο να κατηγορεί το μπλοκ ότι «κλέβει» την Αμερική.
Την Παρασκευή, καθώς ο Τραμπ έφτασε στη Σκωτία, όπου παίζει επίσης γκολφ και συναντά Βρετανούς αξιωματούχους, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε ότι υπάρχουν περίπου 20 «σημεία τριβής» που πρέπει ακόμη να συμφωνηθούν με την ΕΕ. Το μπλοκ «θέλει απεγνωσμένα να κάνει μια συμφωνία», πρόσθεσε.
Οι πρέσβεις των κρατών μελών της ΕΕ πρόκειται να συναντηθούν την Κυριακή το πρωί για να ενημερωθούν για τις συνομιλίες. Θα πρέπει επίσης να εγκρίνουν οποιαδήποτε πιθανή συμφωνία που θα επιτευχθεί μεταξύ Τραμπ και φον ντερ Λάιεν, επιβεβαίωσαν αξιωματούχοι της ΕΕ.
Τα αντίποινα
Εάν υπάρξει συμφωνία, οι Βρυξέλλες θα αναστείλουν την εφαρμογή δασμών έως και 30% σε εισαγωγές από τις ΗΠΑ αξίας 93 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις 7 Αυγούστου.
Εάν όχι, ορισμένα κράτη μέλη πιέζουν την Επιτροπή να ζητήσει έγκριση για την ενεργοποίηση του ισχυρότερου εμπορικού της όπλου, του μέσου κατά του καταναγκασμού, στις αρχές της επόμενης εβδομάδας.
Το πρώτο στάδιο, που δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ πριν, θα απαιτούσε από τις Βρυξέλλες να διαπιστώσουν ότι υπήρξε καταναγκασμός. Εάν συμβεί αυτό, μια σταθμισμένη πλειοψηφία των κρατών μελών θα μπορούσε στη συνέχεια να εγκρίνει ένα ευρύ φάσμα αντιποίνων.
Αξιωματούχοι δήλωσαν ότι αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν χρεώσεις στις πωλήσεις ψηφιακής διαφήμισης που θα έπλητταν τις εταιρείες τεχνολογίας, καθώς και τον αποκλεισμό αμερικανικών εταιρειών από δημόσιους διαγωνισμούς.