Το να προβλέπει μια κυβέρνηση ότι οι προσπάθειές της να αναζωογονήσει την οικονομία και να τη βγάλει από την ύφεση θα έχουν ως αποτέλεσμα τον υπερτριπλασιασμό του ελλείμματός της μέσα σε δύο χρόνια, είναι κάτι εξόχως ενοχλητικό έως και ανησυχητικό για το μέλλον το δικό της και της χώρας. Αν πρόκειται για τη γερμανική κυβέρνηση, που μόλις κατήργησε το διαβόητο «φρένο χρέους» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι κάτι που προκαλεί ιλίγγους.
«Πόσο μακριά είναι οι μέρες του ‘schwarze Null’, του μηδενικού ελλείμματος, που ήταν το καμάρι των Γερμανών και η δόξα του τότε υπουργού Οικονομικών τους, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε… Αποφασισμένη να αναζωογονήσει την οικονομία, η νέα κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς ανοίγει διάπλατα τη στρόφιγγα του δανεισμού. Σε σημείο που να ανησυχεί μια κοινή γνώμη διχασμένη ανάμεσα στην ανάγκη για επενδύσεις και την ανάγκη για δημοσιονομική ευταξία», γράφουν στη γαλλική «Les Echos» ο Τιμπό Μαντλέν από το Παρίσι και ο Γκιγιόμ ντε Καλινιόν από το Βερολίνο.
Σύμφωνα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2026 που εγκρίθηκε την Τετάρτη από το Συμβούλιο των Υπουργών, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, την επόμενη χρονιά θα καταφύγει σε έκδοση χρέους ύψους 174 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του τρέχοντος δημοσιονομικού ελλείμματος και αυτού που θα προκύψει από τα ειδικά κονδύλια για υποδομές και άμυνα που έχουν εγκριθεί.
Η πρόβλεψη είναι δηλαδή να υπερτριπλασιαστεί το έλλειμμμα συγκρινόμενο με τα μόλις 50 δισ. ευρώ που ήταν το 2024 και το σχεδόν μηδενικό την περίοδο 2014 και 2019, κατά τη διακυβέρνηση Σόιμπλε δηλαδή, όταν η γερμανική οικονομία «εκμεταλλευόταν την παγκοσμιοποίηση (σ.σ. την ισχυρή εξαγωγική της βιομηχανία δηλαδή) για να αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις από την Covid, την ενεργειακή κρίση ή τον εμπορικό πόλεμο», όπως γράφουν οι ρεπόρτερ της «Les Echos». Όταν εκμεταλλευόταν και την κρίση χρέους των εταίρων της στην ΕΕ για να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια, θα προσθέταμε.
Όλα ευνοϊκά
Ήταν η περίοδος του «schwarze Null» (σ.σ. του «μαύρου», του απόλυτου μηδέν) που είχε κατοχυρώσει συνταγματικά ο Σόιμπλε και επέτρεπε στις κυβερνήσεις να καταρτίζουν προϋπολογισμούς με έλλειμμα οιονεί μηδενικό, όχι μεγαλύτερο του 0,35% για την ακρίβεια.
Εντάξει, δεν θα έλεγε κανείς ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει κι όλας δημοσιονομικό πρόβλημα. Με ένα ΑΕΠ που φθάνει τα 4,5 τρισ. δολάρια, τα 174 δισ. του ελλείμματος αντιστοιχούν στο 3,86% του ΑΕΠ (το 2024 ήταν μόνο 1,11%. Και εν τέλει το έλλειμμα θα μετακυλιστεί στο δημόσιο χρέος που υπολογίζεται να ξεπεράσει ελάχιστα το 65% του ΑΕΠ εφέτος, ώστε το 2026 να αγγίξει το 67% του ΑΕΠ.
Υπενθυμίζεται ότι το περιβόητο «Μάαστριχτ» και το Σύμφωνο Σταθερότητας ορίζουν ανώτατα όρια ελλείμματος 3% του ΑΕΠ και χρέους 60% του ΑΕΠ, οπότε δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για σοβαρό εκτροχιασμό των δημοσίων οικονομικών της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.
Αν υπολογίσει κανείς ότι την 30ετία 1995-2024 η Γερμανία είχε ένα μέσο δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,91% του ΑΕΠ ετησίως – χάρη στις εξαγωγές, στο ευρώ και τη μεταφορά πλούτου από τον ευρωπαϊκό Νότο και επίσης χάρη στο πάμφθηνο αέριο που εισήγαγε από τη Ρωσία με τις συμφωνίες του πρώην καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ με τον Πούτιν – αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί δημοσιονομικά κρίσιμη.
Βαθύτερη η ύφεση
Έχει όμως ο καιρός γυρίσματα. Αρχικά τα προβλήματα με την εφοδιαστική αλυσίδα, στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που ακολούθησε και πιο πρόσφατα ο εμπορικός πόλεμος όλων εναντίον όλων και η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, έχουν μπλοκάρει τον κινητήριο μοχλό της γερμανικής οικονομίας: τις εξαγωγές. Εδώ και δύο χρόνια η χώρα έχει πέσει σε ύφεση, που μάλιστα είναι βαθύτερη από όσο αρχικά υπολογιζόταν.
Η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία (Destatis) αναθεωρώντας την Τετάρτη τα παλαιότερα στοιχεία που είχε ανακοινώσει, σημείωσε ότι το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε στην πραγματικότητα κατά 0,7% το 2023 και όχι οριακά κατά 0,1% όπως είχε αρχικά εκτιμηθεί. Το 2024 η οικονομία συρρικνώθηκε κατά κατά 0,5%, αντί για 0,2% που πιστευόταν ως τώρα. Ενώ το δεύτερο τρίμηνο του έτους που διανύουμε επίσης συρρικνώθηκε κατά 0,1% συγκριτικά με το πρώτο τρίμηνο, ενώ η Κεντρική Τράπεζα (Bundesbank) ανέμενε στασιμότητα (μηδενική ανάπτυξη δηλαδή).
Διπλό «μπαζούκα»
«Αποφασισμένος να ξαναβάλει σε λειτουργία την αναπτυξιακή μηχανή, ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς έσπασε όλα τα ταμπού. Αναθεώρησε τον άλλοτε «χρυσό κανόνα» του φρένου χρέους για να επανεξοπλίσει την Bundeswehr (σ.σ.την Εθνική Άμυνα) και να επενδύσει 500 δισ. σε ετοιμόρροπους δρόμους, σιδηροδρόμους και γέφυρες. Αλλά το κόστος είναι ιλιγγιώδες για τους Γερμανούς, οι οποίοι «είναι περισσότερο συνηθισμένοι να αποταμιεύουν σαν τα μυρμήγκια παρά να χρεώνονται σαν τα τζιτζίκια», γράφουν οι ρεπόρτερ της «Les Echos».
Για την ακρίβεια, το «μπαζούκα» του γερμανού καγκελάριου είναι δίκαννο. Επιπλέον του προγράμματος κρατικών χρηματοδοτήσεων για την αναμόρφωση των εγκαταλελειμμένων, σε κάποιες περιπτώσεις, γερμανικών υποδομών (των σιδηροδρόμων για παράδειγμα, για τους οποίους τα αρνητικά δημοσιεύματα στο γερμανικό τύπο είναι καθημερινά και τα παράπονα του επιβατικού κοινού διαρκή και επίμονα), και επιπλέον του ιστορικού μεταπολεμικού επανεξοπλισμού της χώρας του, ο Μερτς μόλις προ δεκαημέρου απηύθυνε έκκληση στο γερμανικό επιχειρηματικό κόσμο προκειμένου να βάλει πλάτη ώστε να βγει η οικονομία από το λήθαργο.
Εξήγγειλε συγκεκριμένα την πρωτοβουλία «Made for Germany» καλώντας ουσιαστικά τους Γερμανούς εξαγωγείς – όλους αυτούς τους ομίλους που κατακλύζουν τις διεθνείς αγορές με προϊόντα «Made in Germany» – να δουλέψουν και να παράξουν «για την πατρίδα». Και καθώς ο πατριωτισμός των Γερμανών βιομηχάνων είναι ιστορικά αποδεδειγμένος, ακόμα και για πολιτικά καθεστώτα όπως το ναζιστικό του Μεσοπολέμου, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι 61 κορυφαίοι βιομηχανικοί όμιλοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα Μερτς και οι επικεφαλής τους μάλιστα φωτογραφήθηκαν με τον καγκελάριο σε μια εντυπωσιακά συμβολική φωτογραφία.
Οι μάνατζερ αυτοί υποσχέθηκαν να επενδύσουν 631 δισ. δολάρια για την ανάταξη της χώρας, για να επιστρέψει η Γερμανία στο δρόμο της ανάπτυξης και της προόδου. Μιλάμε δηλαδή για διπλό μπαζούκα, ένα κρατικό 500 δισ. ευρώ και ένα ιδιωτικό 631 δισ. ευρώ.

Τρύπες στον προϋπολογισμό
Παρά ταύτα, πολλοί πιστεύουν ότι ο καγκελάριος το παρακάνει. Φτάνοντας να αμφισβητεί και αυτόν ακόμα τον «στρατιωτικό κεϊνσιανισμό», ο οποίος αποτελεί μεν δεσπόζουσα τάση πανευρωπαϊκώς αλλά στην περίπτωση της Γερμανίας προκαλεί μια μικρή αμηχανία σε όσους δεν ξεχνούν τα αιματοκυλίσματα της Ευρώπης τον 20ο αιώνα, μέρος του γερμανικού τύπου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στους προϋπολογισμούς της χώρας το χρηματοδοτικό αυτό ντελίριο.
«Μπορεί η Γερμανία να διαχειριστεί 1.000.000.000.000 ευρώ νέου χρέους;» (ένα τρισ. δηλαδή), διερωτάται η «Der Spiegel», υπολογίζοντας το χρέος που θα συσσωρεύσει το ομοσπονδιακό κράτος την περίοδο 2025-2030. Όσο για τη συντηρητική «Frankfurter Allgemeine Zeitung», χλευάζει όλους αυτούς τους «εθισμένους στο χρέος».
Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί οικονομικοί αναλυτές ανησυχούν τόσο για το βάρος των τοκοχρεωλυσίων, το οποίο αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί από 30 σε 67 δισ. ευρώ το 2029, όσο και για τη μεγάλη «τρύπα» στους προϋπολογισμούς της κυβέρνησης που αναμένεται να «ξεχειλώνει» τα επόμενα χρόνια με τη μαζική έκδοση χρέους. Οι αναλυτές δηλαδή φοβούνται μήπως πυροδοτηθεί ο φαύλος κύκλος της υπερχρέωσης και της δημιουργίας ελλειμμάτων.
Τους βγήκε από δεξιά
Στο στάδιο αυτό 172 δισ. ευρώ μένουν ακάλυπτα από άποψη χρηματοδοτήσεων την περίοδο 2027-2029, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 30 δισ. ευρώ το έτος 2027, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Destatis την Τετάρτη. Εξ ου και το σήμα κινδύνου που έστειλε ο υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, ο οποίος ως τώρα «προτιμούσε να παρουσιάζεται ως υπουργός Επενδύσεων», σαρκάζουν οι συντάκτες της «Les Echos».
«Επενδύουμε όπως ποτέ άλλοτε, αλλά πρέπει επίσης να εξυγιάνουμε τα οικονομικά μας», προειδοποίησε ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών (!) Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, προσθέτοντας ότι «όλα τα Υπουργεία θα πρέπει να συμβάλουν στην προσπάθεια» και βγαίνοντας βέβαια από δεξιά στους συναδέλφους του Χριστιανοδημοκράτες υπουργούς.
Τι ήταν να τους θίξει τον πυρήνα της δημοσιονομικής ευταξίας που ιδεολογικά (αν όχι ιδιοσυγκρασιακά) τους χαρακτηρίζει; Η Χριστιανοδημοκράτισσα υπουργός Οικονομίας Κατερίνα Ράιχε αμέσως πρότεινε την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη, ενώ και ο καγκελάριος Μερτς «θέλει να μειώσει δραστικά τα κοινωνικά επιδόματα», όπως γράφει η «Les Echos».
Εδώ πυροδοτούνται τα σοσιαλδημοκρατικά ανακλαστικά του αντικαγκελαρίου Κλίνγκμπεϊλ, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «δεν πρόκειται να αμφισβητήσουμε το κράτος πρόνοιας», αναλογιζόμενος ίσως ότι κάθε φορά που οι Σοσιαλδημοκράτες συμμετέχουν σε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού στις επόμενες εκλογές καταποντίζονται διότι στη συνείδηση των ψηφοφόρων ταυτίζονται, δικαίως ή αδίκως, με τους συντηρητικούς κυβερνητικούς τους εταίρους. Και οι ψηφοφόροι παντού και πάντα επιλέγουν το αυθεντικό, όχι τις απομιμήσεις. Απορρίπτουν τους «σοσιαλίζοντες» που ακολουθούν δεξιά πολιτική, όπως εξάλλου και τους δεξιούς που το παίζουν πολυσυλλεκτικοί υιοθετώντας ακροδεξιές θέσεις.