Σημαντική απόφαση για τη δικαιοσύνη και την προστασία των οφειλετών εκδόθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, στην υπ’ αριθμ. 539/2025 απόφασή του, έκρινε ότι η αναγκαστική κατάσχεση και η επιταγή προς πληρωμή που είχαν επιβληθεί σε έναν οφειλέτη ήταν καταχρηστικές. Η απόφαση αυτή φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη για σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών, ιδιαίτερα όταν αυτοί προσπαθούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Η υπόθεση αφορούσε έναν επαγγελματία εργολάβο οικοδομικών έργων, ο οποίος είχε συνάψει σύμβαση δανείου για την υλοποίηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Η οικονομική κρίση και οι συνέπειες αυτής, ιδίως στον τομέα των κατασκευών, επηρέασαν την ικανότητά του να εξοφλήσει τις οφειλές του, παρά τις συνεχείς προσπάθειές του να ρυθμίσει το χρέος του. Ο οφειλέτης προχώρησε σε πρόωρες καταβολές και τροποποιήσεις της σύμβασης, πληρώνοντας ένα σημαντικό ποσοστό του δανείου, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να βρει εναλλακτικές λύσεις για την εξόφληση του υπολοίπου.
Παρά τις επανειλημμένες προτάσεις του για ρύθμιση του χρέους, οι οποίες περιλάμβαναν την πώληση ακινήτων του και την αποπληρωμή του δανείου μέσω αυτής της διαδικασίας, οι πιστωτές προχώρησαν στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις προτάσεις του. Αντίθετα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η στάση τους ήταν αδιάφορη και καταχρηστική, επισημαίνοντας πως η αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, ιδιαίτερα της κύριας κατοικίας του, ήταν ενέργεια που υπερέβαινε τα όρια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη, καθώς και τις συνεχείς προσπάθειες του να εξοφλήσει το χρέος του, έκρινε ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εξυπηρετούσε το κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό των πιστωτών. Αντιθέτως, θεωρήθηκε ότι οι ενέργειες αυτές δεν οδηγούσαν σε κανένα ουσιαστικό όφελος για τους πιστωτές, καθώς με την ελεύθερη πώληση του ακινήτου του οφειλέτη θα μπορούσε να επιτευχθεί υψηλότερη τιμή και ταχύτερη αποπληρωμή της οφειλής.
Ακόμη, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, παρά την προηγούμενη δικαστική απόφαση που είχε αναγνωρίσει καταχρηστική την επίσπευση εκτέλεσης σε προηγούμενη φάση της ίδιας υπόθεσης, η καθ’ ης (εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων) συνέχισε να προχωρά σε ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ουσιαστικές προσπάθειες του οφειλέτη για την εξεύρεση λύσης και την τακτοποίηση του χρέους του.
Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει τη σημασία της αρχής της καλής πίστης και της ηθικής που πρέπει να διέπουν τις εμπορικές συναλλαγές, ειδικά σε περιπτώσεις που εμπλέκονται οι οφειλέτες και οι πιστωτές. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του οφειλέτη δεν πρέπει να υπονομεύεται από υπερβολικές και καταχρηστικές ενέργειες εκ μέρους των πιστωτών, οι οποίοι οφείλουν να συνεργάζονται με τους οφειλέτες για την εξεύρεση βιώσιμων λύσεων και την αποφυγή άδικων οικονομικών συνεπειών για αυτούς.
Η απόφαση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς θέτει τα θεμέλια για την προστασία των οφειλετών από την αυθαίρετη ή αδικαιολόγητη επίσπευση αναγκαστικών διαδικασιών, ενισχύοντας την ανάγκη για διαφάνεια, δικαιοσύνη και αμοιβαία κατανόηση στις σχέσεις πιστωτών και οφειλετών. Σημαντικό είναι επίσης ότι το Δικαστήριο, πέρα από τη νομική πλευρά της υπόθεσης, αναγνώρισε τις ανθρώπινες και κοινωνικές διαστάσεις των οικονομικών προβλημάτων, προβαίνοντας σε μια απόφαση που προάγει την κοινωνική συνοχή και την οικονομική δικαιοσύνη.
Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ενισχύει το δικαίωμα του οφειλέτη να ζητήσει την προστασία του από καταχρηστικές ενέργειες, ενώ παράλληλα αναδεικνύει την ανάγκη για τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων να τηρούν υψηλά πρότυπα δεοντολογίας και να επιδεικνύουν ευαισθησία και συνεργασία με τους οφειλέτες, ειδικά σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας.
Σύμφωνα με την απόφαση, η αναγκαστική εκτέλεση και η επιταγή προς πληρωμή ακυρώνονται, ενώ η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων υποχρεούται να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του οφειλέτη, ύψους 2.300 ευρώ.
Η Σουζάνας Κλημεντίδη είναι Δικηγόρος