Επειδή διανύουμε την περίοδο, κατά κανόνα γίνεται χρήση της άδειας αναψυχής ή και κλείσιμο των επιχειρήσεων και ομαδική χορήγηση αδειών, για τον λόγο αυτό κρίθηκε αναγκαίο να υπενθυμίσουμε το θεσμικό πλαίσιο των αδειών και επειδή στο υπό κατάθεση νομοσχέδιο προβλέπονται ρυθμίσεις και για τα θέματα αδειών παρουσιάζουμε και αυτές τις ρυθμίσεις.
Πόσες ημέρες αδείας δικαιούται ένας εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης;
Ο κανόνας είναι 4 εβδομάδες (175 π.δ. 62/2025 – Νέος Κώδικας Εργατικού Δικαίου).
Ειδικότερα,

Αριθμός ημερών αδείας
Για τα πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, στον εργοδότη και με βάση το εργασιακό έτος, αναλογία των ημερών του πίνακα 1, ανάλογα με τους μήνες απασχόλησης στον υπόχρεο, για την χορήγηση της άδειας, εργοδότη και με εφαρμογή της σχέσης:

Από τον συνδυασμό των πινάκων 1 και 2, προκύπτει ο παρακάτω πίνακας:

Για πρόσληψη στα μέσα του μήνα
Για πρόσληψη στα μέσα του μήνα, π.χ. την 11.4.2025, οι ημέρες αδείας είναι για το πενθήμερο, προκύπτει από την σχέση:

Μέχρι πότε τη χορηγεί ο εργοδότης;
Σύμφωνα με το άρθρο 224 Κ.Ε.Δ.: Η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας κανονίζεται μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. ΟΜΩΣ:
- Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την άδεια που ζητήθηκε το πολύ εντός διμήνου από τη διατύπωση της σχετικής αίτησης από τον εργαζόμενο.
- Το ήμισυ τουλάχιστον εκείνων που δικαιούνται άδεια κάθε έτος σε κάθε επιχείρηση πρέπει να ικανοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
Υποχρεωτική η χορήγηση των κανονικών αδειών ημερολογιακού έτους, μέχρι 31 Μαρτίου επόμενου ημερολογιακού έτους
Η άδεια που δικαιούται κάθε έτος ο εργαζόμενος πρέπει να εξαντλείται μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Αυτό προβλέπεται με το άρθρο 61 του Ν. 4808/21 (έχει καθορισθεί ως το απώτερο σημείο (δήλη ημέρα) χορήγησης της κανονικής αδείας των μισθωτών, αντί της 31.12 του ημερολογιακού έτους στο οποίο ανήκει η άδεια, η 31η Μαρτίου του επομένου έτους. Έτσι για την λήψη των αδειών του έτους 2025, τελευταία ημέρα εξαντλήσεως της αδείας είναι η 31 Μαρτίου 2026.
Συνεπώς, όταν πλησιάζει η 31η Μαρτίου υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγήσει, ακόμη και αν ο μισθωτός δεν επιθυμεί να λάβει την άδειά του και αρνείται την λήψη της.
Με την (υποχρεωτική) χορήγηση της αδείας μονομερώς, ο εργοδότης νομίμως αρνείται να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του μισθωτού, αφού η χορήγηση της αδείας επιβάλλεται από τον νόμο.
Στο άρθρο 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/45 ορίζονται τα εξής: «Πάσα συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού περί εγκαταλείψεως του εις άδειαν δικαιώματος ή παραιτήσεως τούτου από το δικαίωμα αδείας θεωρείται ανύπαρκτος, έστω και αν προβλέπη την καταβολήν εις αυτόν επηυξημένης αποζημιώσεως». (ΑΠ 1180/17, ΑΠ 1970/17, ΑΠ 588/93).
Μπορεί να αρνηθεί τη χορήγησή της ή να στη χορηγήσει άλλες ημερομηνίες ;
Επειδή, όπως αναφέρθηκε, η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας κανονίζεται μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, και ο μεν και ο δε μπορούν καταρχήν να αρνηθούν τη χορήγηση ή τη λήψη της άδειας σε συγκεκριμένη περίοδο, τηρουμένων των τριών ανωτέρω κανόνων, οπότε η χορήγηση της άδειας είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη (εντός διμήνου από αίτηση εργαζόμενου, από 1η Μαΐου – 30 Σεπτεμβρίου για το 50% του προσωπικού, εξάντληση ετήσιας άδειας έως 31/03 επόμενου έτους).
Πότε καταβάλλει το επίδομα αδείας ;
Σύμφωνα με το άρθρο 222 § 4 Κ.Ε.Δ.: Οι αποδοχές προκαταβάλλονται μαζί με το επίδομα άδειας στον εργαζόμενο κατά την έναρξη της άδειας. Στους εργαζόμενους οι οποίοι λαμβάνουν «ποσοστό» της αδείας τους κατά το πρώτο και το δεύτερο ημερολογιακό έτος, θα λαμβάνουν και ποσοστιαίο επίδομα αδείας.
Κατά την διάρκεια της άδειας περιορισμοί
Ασθένεια κατά την διάρκεια της άδειας
Στην περίπτωση ασθένειας κατά την διάρκεια της άδειας, παρατείνεται η άδεια αναψυχής.
Σύμφωνα με το άρθρο 221 § 3 Κ.Ε.Δ.: Δεν περιλαμβάνονται στην ετήσια άδεια με αποδοχές:
- α) οι επίσημες ή κατ’ έθιμο εορτάσιμες ημέρες και
- β) οι διακοπές εργασίας που οφείλονται σε ασθένεια
Κατά τον καθορισμό του διαστήματος της αδείας δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες εορτών και αν κατά την διάρκειά της επισυμβεί ασθένεια, η άδεια διακόπτεται και συνεχίζεται μετά από τη λήξη της ασθένειας.
Παράδειγμα:
Εργαζόμενος με πενθήμερο σύστημα Δευτέρα – Παρασκευή έχει συμφωνήσει να κάνει χρήση της άδειας αναψυχής την περίοδο 21/07/2025 – 01/08/2025. Αρρωσταίνει όμως στις 23/07/2025 και λαμβάνει 3ήμερη αναρρωτική άδεια.
Εδώ ο εργαζόμενος λαμβάνει κατ’ αρχήν 10 ημέρες άδειας γιατί σε αυτή δεν υπολογίζονται τα ΣΚ (αφού δουλεύει Δευτέρα – Παρασκευή). Από τη στιγμή που έλαβε αναρρωτική άδεια στις 23/07/2025, προκύπτει ότι από τις ημέρες αδείας του έλαβε τελικά μόνον 7 ημέρες και οι υπόλοιπες είναι αναρρωτική άδεια. Προσοχή, εάν δεν ακολουθήσει νέα συμφωνία για χορήγηση των λοιπών τριών ημερών αδείας τις ημέρες 4/08/2025 έως και 6/08/2025, θα πρέπει ο εργαζόμενος να επιστρέψει κανονικά στην εργασία του τη Δευτέρα 3/08/2025, διότι, όπως αναφέρθηκε, η χρονική περίοδος χορήγησης της άδειας πρέπει να κανονίζεται με συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου.
Καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη κατά την διάρκεια της άδειας
Μπορεί ο εργοδότης να με απολύσει ή να με προειδοποιήσει ενώ είμαι σε άδεια αναψυχής;
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής. H απαγόρευση απόλυσης καταλαμβάνει και την προειδοποίηση απόλυσης κατά τη διάρκεια της άδειας, δεδομένου ότι πρόκειται για μορφή καταγγελίας, συγκεκριμένα για τακτική καταγγελία, που επιφέρει τη λύση της σύμβασης μετά την πάροδο ορισμένης προθεσμίας, αφού και ο σκοπός της άδειας (ανάπαυση και αναψυχή) και ο σκοπός του χρόνου της προμήνυσης (εξεύρεση νέας εργασίας) διαφέρουν ουσιωδώς.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για την απόλυση που γίνεται κατά τη διάρκεια άλλων αδειών, όπως συμβατικής αδείας ή παρανόμου χορηγήσεως αδείας παρελθόντων ετών. Ομοίως, η απόλυση του μισθωτού κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας, δεν είναι άκυρη απλώς και μόνο λόγω του χρόνου συντέλεσής της.
Ανάκληση της άδειας αναψυχής
Μπορεί να μου ανακαλέσει την άδεια αναψυχής ενώ την έχω λάβει;
Η ετήσια άδεια αναψυχής εκπληρώνει έναν διπλό σκοπό, ο οποίος είναι άμεσα συνυφασμένος με την υγεία και την ασφάλεια του εργαζομένου: (α) να παρέχεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα να αναπαύεται από την εκτέλεση των καθηκόντων που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εργασίας του και (β) να έχει στη διάθεσή του χρόνο για χαλάρωση και ψυχαγωγία. Υπ’ όψιν ότι η άδεια αναψυχής ανάγεται σε θεσμό που εξυπηρετεί σκοπό δημόσιας τάξης, από τον οποίο δεν χωρεί παραίτηση.
Για να πραγματωθεί ο σκοπός αυτός, ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής του, όπως και κατά τη διάρκεια των ελάχιστων περιόδων ανάπαυσής του (ημερήσιας/ εβδομαδιαίας) δεν υπέχει έναντι του εργοδότη του καμία υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να αφιερωθεί, ελεύθερα και αδιάλειπτα, στα ενδιαφέροντά του, προκειμένου να εξουδετερωθεί πράγματι ο αντίκτυπος τον οποίο έχει η εργασία στην ασφάλεια και την υγεία του.
Ως εκ τούτου, η εκπλήρωση του δικαιώματος αδείας επιβάλλει να απαλλάσσεται πλήρως ο εργαζόμενος από την υποχρέωση παροχής εργασίας, γιατί μόνο έτσι είναι δυνατό να διασφαλιστεί η δυνατότητά του απόλαυσης μιας περιόδου ανάπαυσης, χαλάρωσης και ψυχαγωγίας. Η υποχρέωση απαλλαγής από οποιαδήποτε εργασία ή απασχόληση κατά τη διάρκεια της άδειας αφορά σε πρώτο χρόνο τον εργοδότη του, ο οποίος, σύμφωνα και με τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., δεν επιτρέπεται να επιβάλει στον εργαζόμενο οποιαδήποτε υποχρέωση ικανή να τον εμποδίσει να αφιερωθεί, ελεύθερα και αδιάλειπτα, στα ενδιαφέροντά του, και τούτο προκειμένου να εξουδετερωθεί ο αντίκτυπος τον οποίο έχει η εργασία στην ασφάλεια και την υγεία του.
Έτσι, μονομερής ανάκληση της άδειας αναψυχής που χορηγήθηκε δεν νοείται. Δεν υπάρχει όμως λόγος να αποκλειστεί συμφωνία μεταξύ των μερών, μετά τη λήψη της άδειας, με την οποία θα προβλέπεται ότι αυτή τελικά δεν θα έχει την αρχικά συμφωνηθείσα διάρκεια, ότι θα τερματιστεί πρόωρα και ότι το υπόλοιπο ημερών που τελικά δεν ελήφθησαν θα δοθεί σε άλλη περίοδο. Πάντως, επειδή όπως αναφέραμε, ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της άδειας απαλλάσσεται από οποιαδήποτε υποχρέωση παροχής εργασίας, ο τελευταίος έχει κατ’ αρχήν δικαίωμα να αρνηθεί την ανάκληση της άδειάς του.
Παράλληλη απασχόληση και άδεια
Εργαζόμενος μπορεί να εργαστεί σε άλλον εργοδότη κατά τις ημέρες αδείας του από τον πρώτο εργοδότη;
Σύμφωνα με το άρθρο 226 § 2 Κ.Ε.Δ. «Σε κάθε εργαζόμενο που αναλαμβάνει έμμισθη απασχόληση κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειάς του, ο εργοδότης που τον απασχόλησε δικαιούται να μην καταβάλλει αμοιβή για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.»
Η αξιοποίηση του χρόνου αδείας για απασχόληση σε άλλον εργοδότη καταστρατηγεί τον σκοπό των δημοσίας τάξης διατάξεων περί άδειας αναψυχής, από την οποία δεν χωρεί παραίτηση.
Η ευκαιριακή σύμβαση εργασίας που μπορεί να συναφθεί με άλλον εργοδότη είναι άκυρη, αφού ο νόμος απαγορεύει όχι μόνον στον εργοδότη με τον οποίο υφίσταται ενοχικός δεσμός να δεσμεύει με οποιονδήποτε τρόπο τον ελεύθερο χρόνο του μισθωτού κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας, αλλά και στον τρίτο, περιστασιακό εργοδότη, τη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του αδειούχου εργαζομένου, ακόμα και χωρίς αμοιβή.
Επισημαίνεται ότι: Ο εργαζόμενος που απασχολείται αλλού κατά τη διάρκεια της άδειάς του θα στερηθεί της αμοιβής του, την οποία δεν μπορεί να διεκδικήσει ούτε με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο περιστασιακός εργοδότης, λόγω της ρητής ως άνω διάταξης, δικαιούται να μη του καταβάλει το μισθό.
Μεταφορά αδείας σε επόμενο ημερολογιακό έτος
Μπορούν να συμφωνήσουν εργοδότης και εργαζόμενος να μεταφερθεί η φετινή άδεια και να τη λάβει όλη μαζί με αυτή της επόμενης χρονιάς;
Καταρχάς με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) της 14.12.2023 (Υπόθεση C-206/22) έγιναν δεκτά τα εξής:
«Το άρθρο 7 παρ. 1 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31, παρ. 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι: δεν αποκλείουν εθνική ρύθμιση η πρακτική βάσει της οποίας είναι αδύνατη η μεταφορά των ημερών ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που χορηγούνται σε υγιή εργαζόμενο για χρονικό διάστημα το οποίο συμπίπτει με περίοδο καραντίνας που του επιβάλλεται από Δημόσια Αρχή λόγω της επαφής του με άτομο το οποίο έχει προσβληθεί από ιό».
Και με την εθνική νομοθεσία, δεν επιτρέπεται, ούτε µε συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της ετήσιας άδειας στα επόμενα έτη, µε συνέπεια να είναι ανίσχυρη τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας µε προσαύξηση κατά 100%.
Άδεια στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Νομοθεσία – νομολογία
Η νομοθεσία μας δεν κάνει ως προς την χορήγηση αδειών διάκριση μεταξύ συμβάσεων αορίστου και ορισμένου χρόνου.
Τα ανωτέρω δέχεται και η υπ’ αρ. 1433/18 απόφαση του Αρείου Πάγου στην οποία αναφέρεται ότι οι διατάξεις περί χορήγησης αποδοχών και επιδόματος αδείας και προσαυξήσεως 100% επί αρνήσεως χορήγησης της αδείας, έχουν εφαρμογή τόσο στην σύμβαση αορίστου χρόνου όσο και στην σύμβαση ορισμένου χρόνου «χωρίς καμία διάκριση ή διαφοροποίηση».
Επίσης, στην ίδια κατεύθυνση και η θέση του Υπουργείου Εργασίας, όπως προκύπτει από το Έγγραφο 10238/4-2-2022, στο οποίο υπάρχει και περιπτωσιολογία, δηλαδή περιπτώσεις συμβάσεων που έχουν συνομολογηθεί για μικρότερο του έτους ή για ένα ή δύο έτη ή και για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, οπότε, στην τελευταία περίπτωση, οφείλεται από την αρχή του τρίτου έτους ολόκληρη η άδεια.
Τρόποι λύσης της συμβάσεως ορισμένου χρόνου σε σχέση με την άδεια
Υπάρχουν δύο τρόποι, με τους οποίους αντιμετωπίζουμε την λύση της σύμβασης ορισμένου χρόνου:
Η αυτόματη λύση, με την λήξη του χρόνου που έχει ορισθεί στην σύμβαση μεταξύ εργοδότου και μισθωτού.
Η λήξη της συμβάσεως αναγγέλλεται στο «ΕΡΓΑΝΗ» με το έντυπο Ε7. Πρέπει να γίνει «εκκαθάριση» των οφειλών λόγω αδείας, αν δεν έχει ληφθεί η άδεια. Οφείλονται δηλαδή οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα οποία θα ελάμβανε ο μισθωτός αν κατά το χρονικό σημείο της λήξεως ελάμβανε άδεια.
Σε περίπτωση περισσοτέρων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δημιουργείται κάθε φορά νέο δικαίωμα λήψεως αποδοχών και επιδόματος αδείας, συνεπώς είναι δυνατόν μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος, το επίδομα αδείας που αναλογεί σε όλες αθροιστικώς τις συμβάσεις, να υπερβεί τον μισό μισθό ή τα 13 ημερομίσθια.
Η παράταση της συμβάσεως πριν την λήξη.
Συμφωνείται δηλαδή μεταξύ εργοδότου και μισθωτού ο καθορισμός άλλης, μεταγενέστερης ημερομηνίας λήξεως της συμβάσεως. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για ενιαία σύμβαση, η οποία θα λυθεί κατά την νέα καθορισθείσα ημερομηνία, κατά την οποία θα συνταχθεί και υποβληθεί το έντυπο Ε7 και θα γίνει, τότε, «εκκαθάριση» των οφειλών λόγω αδείας. Εάν δηλαδή δεν έχει χορηγηθεί άδεια, θα καταβληθούν οι αποδοχές και το αντίστοιχο επίδομα αδείας.
Πρόσωπα διευθύνσεως και άδεια
Ο Άρειος Πάγος με την 697/2024 – Τμ. Β1 Απόφασή του, έκρινε:
Βάσει της ελευθερίας των συμβάσεων μπορεί να συμφωνηθεί ειδικά ότι ο διευθύνων υπάλληλος (ο οποίος δεν δικαιούται λόγω της ιδιότητός του αδείας) θα δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια και τις αντίστοιχες αποδοχές
Είναι δυνατόν, στα πλαίσια της καθιερωμένης με το άρθρο 361 ΑΚ ελευθερίας των συμβάσεων, να συμφωνηθεί ειδικά ότι ο διευθύνων υπάλληλος δικαιούται ετήσια άδεια και τις αντίστοιχες αποδοχές, (που, άλλως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της κυρωθείσης με το ν. 2269/20 Διεθνούς Σύμβασης της Ουάσινγκτον, λόγω της ως άνω ιδιότητός του ως διευθύνοντος υπαλλήλου, δεν θα δικαιούτο), καθώς και να αναγνωριστεί τέτοια υποχρέωση του εργοδότη, η αναγνώριση δε αυτή, εάν αναφέρεται σε ορισμένη αιτία, δεν υπόκειται, σύμφωνα με τα άρθρα 361 και 873 ΑΚ, σε ορισμένο τύπο (ΑΠ 447/2015).
Συνέπειες σε περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας
Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας, επέρχονται οι εξής συνέπειες:
Διοικητικές κυρώσεις (πρόστιμο)
Κατά την ΥΑ 80016/22 «Κατηγοριοποίηση παραβάσεων και καθορισμός ύψους προστίμων …..» Η μη χορήγηση κανονικής αδείας (και των αποδοχών αδείας) ανήκει στις υψηλές παραβάσεις και το προβλεπόμενο πρόστιμο είναι 900€ ανά θιγόμενο. Το ίδιο προβλέπεται και για την μη καταβολή επιδόματος και αναλογίας επιδόματος αδείας.
Ποινικές κυρώσεις,
Κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ΑΝ 539/45 το οποίο ορίζει τα εξής: «Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Ν. ΓϡΛΔ «περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας», ως ετροποποιήθη δια του Ν. 2943/23, του ποσού της εν αυτώ οριζομένης χρηματικής ποινής διπλασιαζομένου».
Η γενική διάταξη του άρθρου 28 «περί ποινικών κυρώσεων» του Ν. 3996/11 προβλέπει ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον εξ μηνών ή χρηματική ποινή τουλάχιστον 900€ ή σωρευτικώς και τις δύο ποινές.
Κυρώσεις κατά το άρθρο 21 του Ν. 1876/90, όταν οι διατάξεις περί αδείας περιέχονται σε Συλλογικές Συμβάσεις η Διαιτητικές αποφάσεις.
Παρά το ότι στο ΠΔ 88/99, στο άρθρο 7, μετατροπή σε χρηματική αξίωση του δικαιώματος αδείας προβλέπεται μόνον στην περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας, εν τοις πράγμασι και σε όσες περιπτώσεις δεν υπήρξε δυνατότης χορηγήσεως της αδείας (όπως π.χ. λόγω ασθενείας, αποχής λόγω αδείας μητρότητας), με την συμπλήρωση της 31ης Μαρτίου η σχετική αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική, αφού δεν επιτρέπεται η μεταφορά της αδείας (αυτουσίας) στο επόμενο έτος, καθώς και στο ίδιο έτος μετά από την 31η Μαρτίου. Η μεταφορά είναι ανίσχυρη, έστω και αν έγινε με την συναίνεση του μισθωτού (ΑΠ 1234/03, ΑΠ 1970/17, ΑΠ 1180/17).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ο εργοδότης μπορεί να επιβάλει (μονομερώς) την χορήγηση της αδείας του έτους 2025 σε όσους μισθωτούς δεν έλαβαν την άδειά τους ή τμήμα της αδείας τους μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 2025, ώστε όλοι οι μισθωτοί να έχουν λάβει το σύνολο της αδείας τους κατά την 31η Μαρτίου 2026.
Ο εργοδότης μπορεί να καταρτίσει Κατάσταση στην οποία να φαίνονται οι ανωτέρω μισθωτοί και ακολούθως Πρόγραμμα, βάσει του οποίου θα λάβει ο κάθε μισθωτός την άδεια που του οφείλεται, κατά τον συγκεκριμένο χρόνο, προσδιοριζόμενο από τον εργοδότη, κατά τον οποίο αντιστοίχως δεν θα παρέχει εργασία στον εργοδότη.
Οι προωθούμενες αλλαγές στις άδειες των εργαζομένων με το υπό κατάθεση για διαβούλευση Ν/Σ
Με τη νέα διάταξη γίνεται ουσιαστικά νομοτεχνική διόρθωση της υφιστάμενης διάταξης και σύμφωνα μ αυτήν, ο εργαζόμενος θα μπορεί να πάρει την ετήσια άδεια αναψυχής τμηματικά ή και ολόκληρη υποβάλλοντας σχετικό αίτημα στον εργοδότη του.
Με τη νέα διάταξη αυτό που γίνεται σήμερα κατόπιν άτυπης συνεννόησης μεταξύ των εργαζόμενων και των λογιστηρίων των επιχειρήσεων, έρχεται να ρυθμιστεί με νόμο που θα δίδει το δικαίωμα στον εργαζόμενο να κάνει αίτηση για το διάστημα που επιθυμεί να πάρει την άδειά του ερχόμενος κατόπιν διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη του.
*Παλαιολόγος Ι Λιάζος, Οικονομολόγος Σύμβουλος Εργασιακών και Ασφαλιστικών