To ταμείο υποδομών (GIP) της κορυφαίας αμερικανικής εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων BlackRock συμφώνησε να αγοράσει το 49,99% της επιχείρησης δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCUS) που ανήκει στην ιταλική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου Eni.
Η ιταλική εταιρεία ενέργειας δεν αποκάλύψε την αξία της συναλλαγής αλλα έγινε γνωστο ότι η προτεινόμενη συμφωνία αποτελεί μέρος της ευρύτερης στρατηγικής της Eni να πουλήσει μειοψηφικά μερίδια σε δορυφορικές επιχειρήσεις για να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή τους.
Η Eni CCUS Holding περιλαμβάνει τα έργα HyNet και Bacton στη Βρετανία και L10 στις Κάτω Χώρες. Έχει επίσης μελλοντικά δικαιώματα για την απόκτηση του ιταλικού έργου δέσμευσης άνθρακα στη Ραβέννα, το οποίο η Eni έχει ξεκινήσει μαζί με την ιταλική εταιρεία δικτύου φυσικού αερίου Snam .
«Η απόφαση να ενοποιήσουμε το παγκόσμιο χαρτοφυλάκιο CCUS σε μια ειδική οντότητα και η είσοδος της GIP ως στρατηγικού εταίρου θα ενισχύσει περαιτέρω την ικανότητά μας να παρέχουμε μεγάλης κλίμακας, τεχνικά προηγμένες λύσεις απανθρακοποιησης», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Eni, Κλαούντιο Ντεσκάλτζι.
Joint venture
Σύμφωνα με τη συνεργασία που ανακοινώθηκε τη Δευτέρα, η GIP και η Eni θα μοιραστούν τα επενδυτικά κόστη για την ανάπτυξη της επιχείρησης.
«Η εμπειρία της GIP στον τομέα των υποδομών midstream, σε συνδυασμό με τις τεχνικές, λειτουργικές και βιομηχανικές δυνατότητες της Eni, θα συμβάλει στην επιτάχυνση της ανάπτυξης λύσεων CCUS σε σημαντική κλίμακα», δήλωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της GIP (Global Infrastructure Partners), Μπάγιο Ονγκουλέζι.
Η τεχνολογία CCUS αφαιρεί το CO2 που παράγεται από βιομηχανικές διεργασίες από την ατμόσφαιρα ή το συλλαμβάνει στο σημείο εκπομπής και το αποθηκεύει υπόγεια.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) αναφέρει ότι η τεχνολογία αυτή μπορεί να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στην επίτευξη των παγκόσμιων κλιματικών στόχων. Ωστόσο, οι επικριτές αμφισβητούν την εμπορική της βιωσιμότητα και προειδοποιούν ότι θα μπορούσε να παρατείνει τη χρήση ορυκτών καυσιμων.