Σήμερα, 8 Σεπτεμβρίου 2025, το Γαλλικό Κοινοβούλιο θα συγκληθεί για ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση Μπαϊρού, με στόχο την έγκριση του αμφιλεγόμενου προϋπολογισμού λιτότητας για το 2026. Βάσει των μέχρι τώρα δηλώσεων της αντιπολίτευσης, όλες οι πολιτικές δυνάμεις πλην του μακρονικού μπλοκ αναμένονται να καταψηφίσουν, για διαφορετικούς λόγους ανά περίπτωση. Ως εκ τούτου, είμαστε μπροστά στη σχεδόν βέβαιη πιθανότητα να δούμε την κατάρρευση της τρίτης κατά σειράς γαλλικής κυβέρνησης σε διάστημα περίπου ενός έτους. Στην πραγματικότητα, η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης προϋπάρχει της δημοσιονομικής στη Γαλλία, και τώρα οξύνεται στη βάση του πως και από ποιον θα γίνει η διαχείριση της επερχόμενης κρίσης χρέους και δυνητικής λιτότητας. Η μάχη, εν ολίγοις, γίνεται ως προς το ποιος θα πληρώσει τον μελλοντικό λογαριασμό και με τι μεσομακροπρόθεσμη προοπτική.
Πιο συγκεκριμένα, η οικονομική και βαθύτερη πολιτική κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου από όταν ο πρώην Πρωθυπουργός, Μπαρνιέ, έχασε την δεδηλωμένη στήριξη της Εθνοσυνέλευσης, όταν προσπάθησε να φέρει παρόμοιο προϋπολογισμό λιτότητας, παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο. Η επιλογή του Μακρόν να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον κεντροδεξιό Μπαϊρού, και όχι σε κάποιον εκπρόσωπο του Νέου Λαϊκού Μετώπου των δυνάμεων της αριστεράς/κεντροαριστεράς που κέρδισαν τον δεύτερο γύρο των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, εκτός από προβληματική, τόσο από συνταγματική όσο και από νομιμοποιητική άποψη, απεδείχθη ατελέσφορη. Έτσι, για ακόμα μια φορά, αν και άλλαξε ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση, κερδίζοντας λίγο χρόνο, δεν υπάρχει η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, έστω και υπό μορφή ευρύτερης συναίνεσης και πολιτικής διαπραγμάτευσης, ώστε να διαμορφωθεί και να υπερψηφιστεί ένα συνεκτικό σχέδιο δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης.
Η οικονομική και βαθύτερη πολιτική κατάσταση δεν έχει αλλάξει καθόλου από όταν ο πρώην Πρωθυπουργός, Μπαρνιέ, έχασε την δεδηλωμένη στήριξη της Εθνοσυνέλευσης, όταν προσπάθησε να φέρει παρόμοιο προϋπολογισμό λιτότητας, παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο
Η γαλλική κρίση σε αριθμούς

Ως προς την οικονομική κατάσταση αυτή καθ’ εαυτή, οι μακροοικονομικοί δείκτες επί Μακρόν μιλούν από μόνοι τους και παρουσιάζονται εδώ βάσει των τελευταίων διαθέσιμων δεδομένων από το ΔΝΤ και την Eurostat. Το δημόσιο χρέος (βλ. πρώτο γράφημα) ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει ξεπεράσει το 114% και κυμαίνεται πλησίον το 116% με αυξητική τροχιά, ποσοστό σχεδόν υπερδιπλάσιο από το πλαφόν του 60% που ορίζει το νέο αναθεωρημένο δημοσιονομικό σύμφωνο της Ευρωζώνης, πολύ πιο πάνω από τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Όμως, αυτό δεν είναι περίεργο, ούτε πρωτοφανές. Η τάση αυτή έχει παρατηρηθεί σε ολόκληρη την καπιταλιστική Δύση μετά τον covid – 19, με τα δημόσια χρέη να αγγίζουν επίπεδα – ρεκόρ. Το πραγματικό πρόβλημα στην Γαλλία έγκειται στο δημοσιονομικό της έλλειμμα και το οριακό της εμπορικό ισοζύγιο (βλ. δεύτερο και τρίτο γράφημα), αλλά και στην αναιμική της ανάπτυξη (βλ. τέταρτο γράφημα).

Ειδικότερα, το δημοσιονομικό ισοζύγιο έχει φτάσει το -5,8%, όταν το δημοσιονομικό σύμφωνο της Ευρωζώνης ορίζει το -3% ως ανώτατο επιτρεπτό, αποδεικνύοντας πως τα έξοδα της πέμπτης γαλλικής Δημοκρατίας είναι κατά πολύ περισσότερα των εσόδων. Αντίστοιχα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (εμπορικό, κατά βάση, ισοζύγιο) ήταν αρνητικό έως το 2023 και έχει γίνει μετά βίας θετικό (+0,2%). Τούτο σημαίνει πως η Γαλλία πιθανώς να φλερτάρει στο άμεσο μέλλον με δίδυμα ελλείμματα.


Την ίδια στιγμή, η γαλλική οικονομία φαίνεται να αναπτύσσεται μόλις με +0.6% για το 2025. Τα ανωτέρω δεδομένα αιτιολογούν την σταδιακή υποβάθμιση της γαλλικής επενδυτικής βαθμίδας από ΑΑ σε ΑΑ- το 2024 και τους υφεσιακούς φόβους για το άμεσο μέλλον. Επίσης, τα δεδομένα εξηγού γιατί, μέχρι και σήμερα, το ελληνικό δεκαετές ομόλογο έχει – έστω οριακή – καλύτερη απόδοση (δηλαδή μικρότερο επιτόκιο δανεισμού) από το αντίστοιχο γαλλικό.
Το πραγματικό επίδικο πίσω από την πολιτική διαμάχη
Παρά την προειδοποίηση ενδεχόμενης προσφυγής στο ΔΝΤ (πράγμα μάλλον απίθανο, αφού στην Ευρωζώνη έχει πλέον δημιουργηθεί ο ESM ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις) που ακούστηκε από επίσημα θεσμικά χείλη, η ουσία του πράγματος δεν βρίσκεται μονάχα στους δημοσιονομικούς και μακροοικονομικούς δείκτες… Εξάλλου, δεν υπάρχει περίπτωση να μη λάβει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. στήριξη από τα όργανα της Ευρωζώνης και εν γένει από τους ευρωπαϊκούς της εταίρους. Αντίστοιχα, δεν βγάζει νόημα η σύγκριση της ελληνικής κρίσης χρέους με την τωρινή δημοσιονομική γαλλική κρίση, καθότι η Γαλλία είναι ένα οικονομικό μεγαθήριο με πολλά παραγωγικά, βιομηχανικά και τεχνολογικά εργαλεία υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ διατηρεί περίπου το μισό του ελλείμματος και του χρέους που είχε η Ελλάδα την περίοδο 2008 – 2010. Το επίδικο πίσω από την τωρινή πολιτική κρίση στη Γαλλία βρίσκεται στις μεσομακροπρόθεσμες πολιτικές στοχεύσεις.
Ο λόγος πτώσης τόσο του Μπαρνιέ όσο και, πιθανώς, του Μπαϊρού ή ακόμα και όποιου διαδεχθεί τον τελευταίο με τους τωρινούς συσχετισμούς, είναι η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης ως προς τον προϋπολογισμό λιτότητας και του περιοριστικού δημοσιονομικού πακέτου που παρουσιάζεται από το μακρονικό στρατόπεδο. Ο Μπαϊρού παρουσίασε ένα πακέτο μείωσης των εξόδων κατά 44 δις ευρώ για το 2026 που στηρίζεται στη λογική του «année blanche» (λευκό έτος), δηλαδή να παγώσουν οι δημόσιες δαπάνες στο ύψος του έτους 2025. Αυτό συνοδεύεται από πάγωμα της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε επιδόματα/συντάξεις (ήτοι, του μέτρου που προστατεύει τους πολίτες και τα εισοδήματά τους από τον πληθωρισμό) καθώς και από μη αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμακίων (μη φοροελάφρυνση των πολλών). Έχει ακόμα προταθεί η ακύρωση δύο επίσημων αργιών και ο «εξορθολογισμός» της υγείας. Ο Μπαϊρού προτείνει επίσης μια «συνεισφορά αλληλεγγύης» στα υψηλά εισοδήματα (αλλά όχι επαναφορά ευρείας φορολογίας πλούτου). Το (ίσως καθόλου) οξύμωρο σκέλος της συνάρτησης, είναι ότι οι αμυντικές δαπάνες όχι απλώς εξαιρούνται από όλα αυτά, αλλά αναμένονται να αυξηθούν, ενόψει και της δέσμευσης για αύξηση των νατοϊκών κρατών στο επίπεδο του 5% του ΑΕΠ, αλλά και βάσει των εργαλείων και της στόχευσης του ενωσιακού Readiness 2030.
Με άλλα λόγια, η μακρονική στόχευση, όπως εκφράστηκε και από τον Μπαρνιέ και από τον Μπαϊρού, αφορά μια λιτότητα που θα κρατήσει υπό κάποιο στοιχειώδη έλεγχο τους μακροοικονομικούς δείκτες, βαραίνοντας έτσι κυρίως τους πολλούς, ώστε παράλληλα να βρεθούν κονδύλια για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης στα πλαίσια μιας νέα πολεμικής οικονομίας. Πρόκειται για μια μιλιταριστική παραλλαγή της άλλοτε «ελληνικής λύσης», δηλαδή μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που θα βαρύνει κυρίως μεσαία, μικρομεσαία και εργατικά στρώματα. Ακόμα και αν έχει αποδειχτεί (βλ. Ελλάδα και εν γένει ευρωπαϊκό Νότο, χώρες της Λατινικής Αμερικής κ.α.) ότι αυτή η τακτική της οικονομικής ορθοδοξίας πράγματι καλυτερεύει τις μακροοικονομικές επιδόσεις, γνωρίζουμε επίσης πως υποβαθμίζει μόνιμα και σημαντικά τα βιοποριστικά δεδομένα και την πραγματική εισοδηματική/αγοραστική δύναμη των πολιτών, αλλά και τις δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, πυρόσβεση κλπ), κατ’ επέκταση την ίδια την ποιότητα ζωής.
Η Ελλάδα είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: Αν και θεωρείται πλέον πρωταθλητής μείωσης του χρέους και αύξησης της ανάπτυξης, εισοδηματικά/αγοραστικά/εργασιακά συγκρίνεται μονάχα με την Βουλγαρία και εν γένει με τις χειρότερες οικονομικές περιπτώσεις της Ευρωζώνης, ενώ ήδη την ξεπερνούν παραγωγικά και επενδυτικά σχεδόν όλες οι συγκρίσιμες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, χωρίς να έχουμε καν επιστρέψει στο προ – κρισιακό οικονομικό επίπεδο (!) με όρους πραγματικού ΑΕΠ. Αυτή η συνειδητοποίηση εξηγεί τις ισχυρές αντιδράσεις και αντιστάσεις της πάντοτε κινηματικής γαλλικής κοινωνίας, καθώς και της γαλλικής αντιπολίτευσης. Οι Γάλλοι, ως ένας λαός που ακόμα απολαμβάνει ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος με ένα ακόμα άνετο τρόπο ζωής, δεν θα επιτρέψουν εύκολα να αλλάξει και το δικό τους μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο. Το έχουν άλλωστε αποδείξει σε μια σειρά από κινηματικές δράσεις τα τελευταία χρόνια, ενώ ακόμα υπάρχουν ισχυρά συνδικάτα και φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών.
Ωστόσο, η γαλλική κοινωνία είναι διαιρεμένη και στην πραγματικότητα τριχοτομημένη: 1) Η αριστερά (LFI του Μελανσόν και εν γένει δυνάμεις του NFP) προτείνει η λιτότητα να επιβαρύνει κυρίως τους υπερ – πλούσιους τύπου Zucman με ειδικό φόρο και καλεί σε προεδρικές εκλογές (παράλληλη θέση περί υψηλότερης φορολόγησης των πλουσίων έχουν και οι Σοσιαλιστές), 2) το ακροδεξιό RN, είτε υπό την Λεπέν (που περιμένει την έφεση της δικαστικής της καταδίκης) είτε υπό τον Μπαρντελά, καλεί επίσης σε προεδρικές εκλογές και σε περικοπή της εισφοράς της Γαλλίας στον προϋπολογισμό της ΕΕ, 3) ενώ το μακρονικό μπλοκ έχει εξαντλήσει το πολιτικό του κεφάλαιο. Το αν η Γαλλία θα πάει σε βουλευτικές εκλογές ή/και προεδρικές εκλογές, εξαρτάται απολύτως από τον Μακρόν. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, μόνο οι προεδρικές θα έδιναν κάποια σοβαρή πολιτική διέξοδο. Το πιθανότερο όμως είναι πως ο Μακρόν θα αποφύγει πρόωρη παραίτηση για όσο χρειαστεί, βλέποντας τα νούμερα του RN στις δημοσκοπήσεις – μια τάση που παρατηρείται διεθνώς (βλ. ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, χώρες της ανατολικής και βόρειας Ευρώπης).
Εν κατακλείδι, τα προβλήματα που μαστίζουν σήμερα τη Γαλλία, όπως η συσσώρευση δημόσιου χρέους και ελλειμμάτων σε ένα πλαίσιο παραγωγικής στασιμότητας, δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Με όρους πολιτικής οικονομίας, αυτό είναι ακριβώς που μαστίζει τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη σε αυτή τη φάση του ύστερου παγκοσμιοποιημένου και χρηματιστικοποιημένου Καπιταλισμού: αναιμική ανάπτυξη και παραγωγικότητα, υψηλά χρέη (δημόσια και ιδιωτικά) με αυξητική τάση και εμφάνιση ελλειμμάτων, δημογραφικό ζήτημα και κατ’ επέκταση πρόβλημα ασφαλιστικής βιωσιμότητας. Την ίδια στιγμή, ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης, με τους όρους και τους στόχους που αυτός έχει προταθεί, φαίνεται να λειτουργεί ως επιταχυντής αυτής της «ασθένειας», τουλάχιστον εις ό,τι αφορά τις κοινωνικές δαπάνες και τις κρατικές/προνοιακές παροχές. Αυτό το μείγμα πολιτικής θα συνεχίσει να αυξάνει την επιρροή της ακροδεξιάς καθώς και τις λαϊκές αντιδράσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, και βάσει της ανάγκης προστασίας του ευρωπαϊκού μεταπολεμικού κεκτημένου του λεγόμενου «Κοινωνικού Κράτους», όμοιο του οποίου δεν υπάρχει ανά τον κόσμο, τόσο οι νομοθέτες όσο και οι ειδικοί πρέπει να αποφύγουν τις λογικές της κοντόφθαλμης οικονομικής ορθοδοξίας και να αναζητήσουν νέα εργαλεία δημοσίων επενδύσεων και αναδιανεμητικής πολιτικής (π.χ. τρόπους περιορισμού εκροής κεφαλαίων των υπερ – πλουσίων σε περίπτωση δίκαιης φορολόγησης), ώστε να προστατευτεί ό,τι απέμεινε από την συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ο Θεοφάνης Κοτσώνης είναι πολιτικός επιστήμονας (BA) και Οικονομολόγος (MSc)