Στον τρόπο υπολογισμού των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, τις «ιδιαιτερότητες» που υπάρχουν στην ελληνική αγορά, τις Ανανεώσιμες Πηγές και στα χρωματιστά τιμολόγια αναφέρθηκε -μεταξύ άλλων- ο γενικός διευθυντής του Ελληνικού Συνδέσμου Προμηθευτών Ενέργειας, (ΕΣΠΕΝ) Μίλτος Ασλάνογλου, μιλώντας στο OT FORUM που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της 89ης ΔΕΘ.
«Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και η διαδικασία, με την οποία εμπορεύεται είναι ιδιαιτέρως σύνθετη και τα στοιχεία κόστους, που υπάρχουν είναι πάρα πολλά. Το ένα βασικό στοιχείο κόστους είναι προφανώς ή χονδρεμπορική αγορά, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο προμηθεύει σε χονδρικό επίπεδο την ηλεκτρική ενέργεια», εξηγεί ο κ. Ασλάνογλου και προσθέτει ότι στην «Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχουμε μόνο μία λειτουργούσα αγορά, τη spot. Αυτό δημιουργεί τα δικά του προβλήματα, αλλά από κει και πέρα έχουμε πολλά επόμενα βήματα, που το κάθε ένα από αυτά δημιουργεί ένα επιπλέον κόστος, το οποίο είναι και πραγματικό κόστος».
Τα επιπλέον κόστη
Μιλώντας με τους δημοσιογράφους του ΟΤ, Χρήστο Κολώνα και Αθανασία Ακρίβου περιγράφει στη συνέχεια, το κόστος εξισορρόπησης «που είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, γιατί σχετίζεται με τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα». Και συνεχίζει: «Κάθε χρονική στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης αλλάζει. Οπότε για να διατηρηθεί πάντα σε ισορροπία το σύστημα -που είναι αναγκαίο- σημαίνει ότι πρέπει να γίνονται διάφορες ενέργειες από τους διαχειριστές, κυρίως από τον διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς δηλαδή τον ΑΔΜΗΕ».
Ο γ.δ. του ΕΣΠΕΝ κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην είσοδο πολλών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, τονίζοντας ότι σε αυτές απαιτείται ακόμα περισσότερη προσοχή σε ό,τι αφορά την εξισορρόπηση του δικτύου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το συνολικό κόστος εξισορρόπησης «αυτόν τον καιρό που μιλάμε είναι στο επίπεδο των 20-27€ η μεγαβατώρα», προσθέτοντας ότι είναι ένα κόστος που πρέπει να ενσωματωθεί.
Συνεχίζοντας την τοποθέτησή του, ο κ. Ασλάνογλου επισημαίνει ότι ένα άλλο κόστους που προσμετράται είναι αυτό των «απωλειών»: «Το δικό μας σύστημα, έτσι όπως λειτουργεί, σημαίνει ότι για να προμηθεύσω τον τελικό καταναλωτή στο σπίτι του, ας πούμε 100 kWh, για κάθε μία μεγαβατώρα θα πρέπει να αγοράσω μία ακόμα στη χονδρική αγορά. Άρα και αυτό είναι ένα κόστος, το οποίο πρέπει κατά κάποιον τρόπο να ανακτηθεί. Αυτά είναι πραγματικά κόστη» διευκρινίζει, τονίζοντας: «δεν είναι υποθετικά, ή κόστη που σχετίζονται με το ρίσκο και την εμπορική δραστηριότητα της προμήθειας. Από κει και πέρα, υπάρχουν όλα αυτά τα υπόλοιπα κόστη, που σχετίζονται με πιστωτικούς κινδύνους, όπου κάποιοι καταναλωτές δεν πληρώνουν τους λογαριασμούς τους»
Πώς γίνεται η τιμολόγηση
Και συνεχίζει: «Όταν γίνεται μία προσπάθεια τιμολόγησης, όλα αυτά τα επιμέρους κόστη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να προσφερθεί η τιμή. Όταν τα προσθέσουμε αυτά, η απόσταση μεταξύ της τελικής τιμής και της τιμής κόστους, όπως λέμε, είναι αρκετά κοντά», αναφέρει. Προσθέτει ωστόσο, ότι υπάρχουν φορές που η διαφορά μπορεί να φτάσει και σε πολύ ψηλά επίπεδα.
Πώς θα μπορούσαν να μειωθούν οι τιμές
Ο κ. Ασλάνογλου αναφέρει στη δημιουργία του κόστους βάσης, «το οποίο μετά θα γίνει τιμολόγιο, με όποιες παραλλαγές μπορούν να αναπτυχθούν, για εμπορικούς λόγους.
Ερωτηθείς αν μπορεί να γίνει κάτι ώστε να πέσουν οι τιμές, είναι κατηγορηματικός: «Αυτός είναι ο σκοπός και αυτός είναι η ουσία, κατά κάποιο τρόπο, της ανταγωνιστικής αγοράς. Είναι ο τρόπος με τον οποίο θα προσπαθούσε κάποιος να μειώσει κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία κόστους για να μπορεί να προσφέρει καλύτερες τιμές στους πελάτες του και να είναι πιο ανταγωνιστικός». Σπεύδει, πάντως να διευκρινίσει ότι αυτό είναι πιο δύσκολο, από τη στιγμή που η αγορά μας στηρίζεται μόνο στην ημερήσια αγορά: «Αν μπορούσαν να εισαχθούν διμερή συμβόλαια, μακροχρόνια, κυρίως βασισμένα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αυτές θα μπορούσαν να μειώσουν τη μέση τιμή, δηλαδή να περάσει αυτή η τιμή και στην κατανάλωση»
Τα χρωματιστά τιμολόγια
Ο κ. Ασλάνογλου ερωτήθη, πώς βλέπουν οι πάροχοι ρεύματος τα χρωματιστά τιμολόγια: «Δυστυχώς έχουμε δύο θέματα στην λιανική. Το πρώτο θέμα είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των καταναλωτών πελατών είναι αδιάφορο. Είναι εν υπνώσει, έτσι κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη δικιά μας αγορά συμβαίνει και σε πολλές άλλες αγορές.
Έχει σημασία η ενημέρωση και τέλος πάντων η εκπαίδευση των καταναλωτών σε αυτό το είδος. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχεις τιμολόγια κατά κάποιον τρόπο μονοδιάστατο. Η χρωματική προσέγγιση έχει ακριβώς αυτό το σκοπό. Προσπαθεί να γκρουπάρει».
Και συνεχίζει «Επί της αρχής νομίζω ότι η χρωματική προσέγγιση λειτουργεί, αλλά αν αυξήσουμε τα χρώματα σε 10 χρώματα ή 15 χρώματα, μάλλον θα αυξήσουμε τη σύγχυση, οπότε, νομίζω ότι με την προσθήκη και του καινούργιου κόκκινου τιμολογίου πρέπει να σταματήσουμε.