Νέα ανησυχία στο ήδη τεταμένο κλίμα για το τι μέλλει γενέσθαι στην οικονομία και στις επιχειρήσεις προσθέτει η είδηση ότι ο Ντόναλντ Τραμπ αξίωσε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει δασμούς έως και 100% στην Κίνα και στην Ινδία για τις αγορές ρωσικού πετρελαίου.
Ο Τραμπ υπέβαλε το αίτημα, το οποίο μεταφέρθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης, στον απεσταλμένο της ΕΕ στις ΗΠΑ γα τις κυρώσεις στη Ρωσία, Ντέιβιντ Ο Σάλιβαν, και σε άλλους αξιωματούχους της ΕΕ, με τα διεθνή μέσα μα σχολιάζουν πως είναι μάλλον απίθανο η ΕΕ να συναινέσει.
Ενας εκπρόσωπος της Κομισιόν δήλωσε την Τετάρτη στο CNBC ότι δεν μπορούσε να αποκαλύψει λεπτομέρειες της συνάντησης λόγω εμπιστευτικότητας, σημειώνοντας: «Η ΕΕ έχει συνεργαστεί με όλους τους σχετικούς παγκόσμιους εταίρους, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Κίνας, στο πλαίσιο των προσπαθειών επιβολής κυρώσεων. Αυτή η συνεργασία θα συνεχιστεί».
Η Κομισιόν επεσήμανε το 19ο πακέτο μέτρων που προετοιμάζει κατά της Μόσχας, λέγοντας ότι «έχει προσθέσει νέα εργαλεία κυρώσεων που μας επιτρέπουν να στοχεύσουμε την παράκαμψη μέσω τρίτων χωρών» και ότι οι ΗΠΑ ήταν ένας «κρίσιμα σημαντικός εταίρος» στις προσπάθειες των Βρυξελλών να ασκήσουν πίεση στην πολεμική οικονομία της Ρωσίας.
Διστακτική η Ευρώπη
Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι φαίνονται επιφυλακτικοί για την αποξένωση της Κίνας και της Ινδίας, και ο χρόνος του αιτήματος του Τραμπ έχει προκαλέσει ανησυχία, επειδή η Ουάσινγκτον διαπραγματεύεται μια εμπορική συμφωνία με το Νέο Δελχί.
Ο Ian Bremmer, ιδρυτής του Eurasia Group, δήλωσε ότι η τελευταία απαίτηση του Λευκού Οίκου προς την ΕΕ «είναι δύσκολο να συντονιστεί με στις προσπάθειες του Τραμπ να καταλήξει σε μια εμπορική συμφωνία με την Ινδία και την Κίνα, κάτι στο οποίο δίνει προτεραιότητα έναντι της επίτευξης εκεχειρίας στην Ουκρανία (πόσω μάλλον σε πράγματα όπως η διατλαντική συλλογική ασφάλεια και αποτροπή)».
«Μοιάζει περισσότερο με μια προσπάθεια μετατόπισης της ευθύνης για μια ισχυρότερη απάντηση στην Ευρώπη, δημιουργώντας πολιτική κάλυψη για την αμερικανική αδράνεια στο μέτωπο των κυρώσεων, αποφεύγοντας παράλληλα ένα άμεσο πλήγμα στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας», σχολίασε.
Είναι απίθανο η ΕΕ να συναινέσει, λένε οι αναλυτές. Όχι μόνο θα ήταν επιφυλακτική στο να υιοθετήσει την αμφιλεγόμενη στρατηγική δασμών του Τραμπ και να κάψει τις δικές της γέφυρες με την Ινδία και την Κίνα – παρά τον οικονομικό ανταγωνισμό με τις ασιατικές υπερδυνάμεις – αλλά η ΕΕ έχει τη δική της περίπλοκη εμπορική σχέση με τη Ρωσία.
«Όλοι γνωρίζουν ότι αν οι Ευρωπαίοι δεν έχουν καταφέρει να αποσυνδεθούν από τη ρωσική ενέργεια μετά από περισσότερα από 3,5 χρόνια πολέμου, σίγουρα δεν πρόκειται να αποκοπούν από τον κορυφαίο προμηθευτή που εισάγει τα προϊόντα τους», δήλωσε ο Bremmer του Eurasia Group.
«Κανείς στην Ευρώπη δεν πιστεύει ότι οι δασμοί είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο εμπορικής πολιτικής… Η Ευρώπη θα προτιμούσε τη διπλωματία για την αντιμετώπιση των ζητημάτων, παρά τον άμεσο εμπορικό πόλεμο», δήλωσε ο Μπιλ Μπλέιν, στρατηγικός αναλυτής αγοράς και ιδρυτής της Wind Shift Capital με έδρα το Λονδίνο, στο ενημερωτικό δελτίο Morning Porridge την Τετάρτη.
«Η απάντηση της Ευρώπης θα πρέπει να είναι “όχι”. Ο Τραμπ κλώτσησε άνοιξε τον ασκό του Αιόλου – ας αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Αλλά ας δούμε τι θα συμβεί», κατέληξε ο Μπλέιν.
Σύνδεση με τη Ρωσία
Η ΕΕ έχει μια περίπλοκη εμπορική σχέση με τη Ρωσία. Αυτό θα λειτουργήσει ανασταλτικά στο να τιμωρήσει χώρες που έχουν συναλλαγές με της Μόσχα, όταν και η ΕΕ κάνει το ίδιο, έστω και σε μικρότερο βαθμό από ό, τι πριν του 2022.
Το διμερές εμπόριο της ΕΕ με τη Ρωσία ανήλθε σε 67,5 δισεκατομμύρια ευρώ (78,1 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, με τις εισαγωγές της ΕΕ να αξίζουν 35,9 δισεκατομμύρια ευρώ και να κυριαρχούνται από καύσιμα και προϊόντα εξόρυξης. Οι εξαγωγές της ΕΕ προς τη Ρωσία ανήλθαν σε 31,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024.
Σημαντική παράμετρο αποτελεί το γεγονός ότι η ΕΕ δυσκολεύτηκε να απεξαρτηθεί πλήρως από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και LNG. Το ποσοστό συμμετοχή της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου μέσω αγωγών στην ΕΕ μειώθηκε από περισσότερο από 40% το 2021 σε περίπου 11,6% το 2024, και αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 19% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου μέσω αγωγών και LNG στην ΕΕ το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της επιτροπής.