Με ικανοποίηση υποδέχθηκαν οι τραπεζικές διοικήσεις τη φορολογική μεταρρύθμιση για τα φυσικά πρόσωπα που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση, θεωρώντας πως αποτελεί συνθήκη ικανή να οδηγήσει σε επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης στη λιανική τραπεζική.
Πρόκειται για τον τομέα που, παρά την ανοδική του πορεία τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να υπο-αποδίδει σε σύγκριση με την επιχειρηματική πίστη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των υπολοίπων παρέμενε μέχρι και το 2024 σε αρνητικό έδαφος, επί 15 συναπτά έτη. Δηλαδή οι νέες εκταμιεύσεις υπολείπονταν σταθερά των αποπληρωμών για παλαιές χορηγήσεις, οδηγώντας σε συνεχή συρρίκνωση το στοκ των δανείων.
Βελτίωση
Η εικόνα φέτος είναι αρκετά βελτιωμένη. Από τον περασμένο Ιούνιο, με βάση στοιχεία που έχει δημοσιοποιήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, καταγράφεται ετήσια άνοδος των υπολοίπων στα δάνεια ιδιωτών και πλέον στο βασικό σενάριο η χρονιά θα κλείσει με μικρή ενίσχυσή τους σε σύγκριση με το 2024. Θα σπάσει με έναν τρόπο ένα αρνητικό σερί που «τρέχει» από το 2010. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η αλλαγή των τάσεων είναι αποτέλεσμα της ενίσχυσης τόσο της προσφοράς όσο και της ζήτησης για χρήμα. Οπως λένε, από τη μία πλευρά οι τράπεζες με την ισχυροποίηση των δεικτών κεφαλαίου και ρευστότητας διαθέτουν τη δύναμη πυρός να υποστηρίξουν πολύ μεγαλύτερο όγκο εργασιών.
Την ίδια στιγμή, καθώς το μακροοικονομικό περιβάλλον διατηρείται ευνοϊκό και ενισχύεται το εισόδημα των πολιτών, αυξάνονται και οι ανάγκες χρηματοδότησης, τόσο στεγαστικές όσο και καταναλωτικές.
Η σύγκριση
Η σύγκριση δε με τα χρόνια υπερανάπτυξης του κλάδου, που ακολούθησαν την είσοδο της χώρας στο ευρώ, είναι ενδεικτική των σημαντικών περιθωρίων αύξησης των εκταμιεύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 2005-2009 τα νέα καταναλωτικά δάνεια ανέρχονταν σε 7,5 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ στα στεγαστικά δάνεια προσέγγιζαν τα 13 δισ. ευρώ έναντι 1,74 και 1,43 δισ. ευρώ το 2024 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με γενικό διευθυντή συστημικού ομίλου, ένας από τους κύριους ανασταλτικούς παράγοντες που φρενάρει την προσπάθεια των τραπεζών να δώσουν περισσότερα δάνεια έχει να κάνει με τα δηλωθέντα στην Εφορία εισοδήματα. «Μπορεί να έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με 5 χρόνια νωρίτερα, λόγω των προς τα πάνω αναπροσαρμογών στους μισθούς, της αύξησης της απασχόλησης, της επιτάχυνσης της οικονομικής δραστηριότητας σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας και του περιορισμού της φοροδιαφυγής, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις δεν αρκούν για να χαρακτηριστεί κάποιος “bankable”» (χρηματοδοτήσιμος), σημειώνει σχετικά. Στο πλαίσιο αυτό, προσθέτει, «η μείωση ή ο μηδενισμός σε κάποιες κατηγορίες ιδιωτών των φορολογικών συντελεστών θα βελτιώσει την κατάσταση, καθώς οδηγεί σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος».
Ως γνωστόν, οι τράπεζες κατά την αξιολόγηση ενός αιτήματος δανειοδότησης υπολογίζουν μεταξύ άλλων πόσα καθαρά μένουν στον αιτούντα μετά την αφαίρεση των φόρων.
Ο περιορισμός λοιπόν της σχετικής επιβάρυνσης θα αυξήσει την περίμετρο των φυσικών προσώπων που μπορούν να περάσουν τα τραπεζικά τεστ πιστοληπτικής ικανότητας. Δηλαδή, με το ίδιο μεικτό εισόδημα κάποιος θα μπορεί να δανειστεί πιο εύκολα ή και περισσότερα χρήματα, καθώς θα βελτιωθεί ο λόγος καθαρού εισοδήματος προς τις μηνιαίες δόσεις.
Η μεσαία τάξη
Με αυτά τα δεδομένα, οι τράπεζες διαβλέπουν σημαντικές ευκαιρίες για αύξηση των χρηματοδοτήσεων σε όσους θα έχουν τις μεγαλύτερες μειώσεις στον φόρο εισοδήματος από το 2026.
Πρόκειται κυρίως για:
• Νέους έως 30 ετών με εισοδήματα από 10.000 έως 30.000 ευρώ.
• Ατομα ηλικίας 30-55 ετών με παιδιά και εισοδήματα από 20.000 έως 60.000 ευρώ.
«Η μεσαία τάξη και οι νέοι εργαζόμενοι θα δουν αύξηση των καθαρών αποδοχών και αυτό επιτρέπει στις τράπεζες να προωθήσουν πιο αποτελεσματικά τις δανειοδοτικές τους λύσεις» τονίζει πηγή από τον κλάδο. Για παράδειγμα, κάποιος 45 ετών, με δύο παιδιά, που έχει εισόδημα περί τα 30.000 ευρώ, θα κερδίσει σε μηνιαία βάση 100 ευρώ λόγω των μειωμένων φορολογικών συντελεστών. Αντίστοιχα ένα νέος 24 ετών με εισόδημα 20.000 θα κερδίσει περί τα 200 ευρώ τον μήνα. Αυτό σημαίνει ότι για συγκεκριμένο επίπεδο δανείου βελτιώνεται η σχέση εισόδημα προς ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και αυξάνονται οι πιθανότητες να εγκριθεί μια αίτηση. Επιπλέον, ο ίδιος δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει μεγαλύτερο δάνειο καθώς θα μπορεί να σηκώσει υψηλότερες δόσεις.
ΠΗΓΗ: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (ΟΤ) – ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ