Tα τελευταία χρόνια, η μπύρα παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή αλκοολούχα ποτά τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, με τη ζήτηση να κινείται σε σχετικά σταθερά επίπεδα.
Στην ελληνική αγορά, η παραγωγή την τετραετία 2021–2024 διαμορφώθηκε κοντά στα 4 εκατ. εκατόλιτρα ετησίως, υπερβαίνοντας τις επιδόσεις προηγούμενων ετών. Η κατανάλωση ακολουθεί ανοδική τροχιά. Το 2023 καταγράφηκε η υψηλότερη ζήτηση της τελευταίας εξαετίας, με 3,947 εκατ. εκατόλιτρα συνολικής κατανάλωσης. Αν και η πρόοδος είναι αξιοσημείωτη, η κατανάλωση παραμένει χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που υποδηλώνει περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης.
Μπύρα: Θα ξεπεράσει τα 1,16 τρισ. έως το 2032
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αγορά μπύρας αξιολογήθηκε στα 851,15 δισ. δολάρια το 2024 και προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,16 τρισ. έως το 2032, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης περίπου 4,07%. Η Ευρώπη εξακολουθεί να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, κατέχοντας μερίδιο 33,5% στη διεθνή αγορά.
Συνολικά, η σταθερή παραγωγή στην Ελλάδα, η αυξανόμενη κατανάλωση και οι ισχυρές παγκόσμιες προοπτικές δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενισχύει τη δυναμική του κλάδου και αφήνει θετικά περιθώρια τόσο για τις εγχώριες ζυθοποιίες όσο και για τους διεθνείς ομίλους.
Αθηναϊκή Ζυθοποιία: Ισχυρή ανάπτυξη και γενναίο μέρισμα στη Heineken
Το 2024 αποτέλεσε μια εξαιρετική χρονιά για την Αθηναϊκή Ζυθοποιία, καθώς οι θετικές τάσεις στην κατανάλωση μπύρας στην Ελλάδα και το εξωτερικό ενίσχυσαν σημαντικά την απόδοση της εταιρείας. Η αυξημένη ζήτηση και η στροφή των καταναλωτών σε ποιοτικότερες επιλογές μπύρας έδωσαν ώθηση τόσο στις πωλήσεις όσο και στην κερδοφορία, δημιουργώντας το πιο ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα της τελευταίας περιόδου.
Ο κύκλος εργασιών ανήλθε στα 480,6 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 5,7% σε σχέση με το 2023, ενώ οι καθαρές πωλήσεις (χωρίς τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης) ενισχύθηκαν κατά περίπου 6% και έφτασαν τα 333,4 εκατ. ευρώ. Η άνοδος αυτή οφείλεται κυρίως στους υψηλότερους όγκους πωλήσεων, γεγονός που δείχνει τη διαρκή προτίμηση των καταναλωτών για τα προϊόντα της.
Η κερδοφορία κατέγραψε εντυπωσιακή βελτίωση: τα προ φόρων κέρδη αυξήθηκαν κατά 37% και ανήλθαν σε 66,3 εκατ. ευρώ, ενώ τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν στα 49,8 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά σχεδόν 33% σε σχέση με την προηγούμενη χρήση. Η βελτίωση αυτή υπογραμμίζει την αποτελεσματική στρατηγική διαχείρισης κόστους και τη στροφή σε προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
To μέρισμα στη Heineken
Η ισχυρή επίδοση αντανακλάται και στη διανομή μερίσματος: η μητρική Heineken θα εισπράξει 43,8 εκατ. ευρώ, κατά 20% υψηλότερο από το προηγούμενο έτος. Πρόκειται για ένα σαφές μήνυμα προς τους μετόχους ότι η ελληνική θυγατρική συμβάλλει ουσιαστικά στα αποτελέσματα του ομίλου.
Σε επίπεδο κεφαλαιακής διάρθρωσης, τα ίδια κεφάλαια ανήλθαν σε 169,6 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας άνοδο 7,2%, ενώ τα διαθέσιμα στο ταμείο έφτασαν τα 121,8 εκατ. ευρώ, προσφέροντας σημαντικό περιθώριο ευελιξίας για μελλοντικές κινήσεις. Η διοίκηση συνεχίζει να δίνει βαρύτητα στην ανάπτυξη του premium segment, με έμφαση σε προϊόντα που συνδυάζουν ποιότητα και καινοτομία.
Παρά τις δικαστικές εκκρεμότητες με τη Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης (Βεργίνα) και την Ολυμπιακή Ζυθοποιία, οι οποίες συνολικά ξεπερνούν τα 465 εκατ. ευρώ, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία διατηρεί ισχυρά οικονομικά θεμέλια και με τα φετινά οικονομικά αποτελέσματα, έθεσε τις βάσεις για ακόμη πιο δυνατή παρουσία τα επόμενα χρόνια.
Ολυμπιακή Ζυθοποιία: Σταθερή ανάπτυξη με αύξηση πωλήσεων και όγκων
Το 2024 η Ολυμπιακή Ζυθοποιία, θυγατρική του ομίλου Carlsberg στην Ελλάδα, συνέχισε σε αναπτυξιακή πορεία, καταγράφοντας κύκλο εργασιών κοντά στα 200 εκατ. ευρώ και θέτοντας τις βάσεις για μια ακόμη πιο δυναμική συνέχεια το 2025.
Ισχυρή εμπορική επίδοση
Σύμφωνα με τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, οι καθαρές πωλήσεις ανήλθαν στα 199,3 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 10% σε σχέση με το 2023 (181,1 εκατ. ευρώ). Εξαιρουμένου του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, οι πωλήσεις έφτασαν τα 143,7 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11%. Ο ΕΦΚ παρέμεινε σταθερός στο 28%.
Τα κέρδη προ φόρων ενισχύθηκαν κατά 26,1%, στα 16,68 εκατ. ευρώ, από 13,2 εκατ. ευρώ το 2023. Αντίθετα, τα καθαρά κέρδη υποχώρησαν οριακά κατά 5,8%, διαμορφούμενα σε 9,64 εκατ. ευρώ.
Αύξηση όγκων με ώθηση από τον τουρισμό
Ο συνολικός όγκος πωλήσεων αυξήθηκε κατά 9,4%, με την εγχώρια αγορά να ενισχύεται κατά 9%. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η ανάκαμψη του καναλιού εστίασης (on trade) αλλά και οι ισχυρές επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού, που ενίσχυσαν τη ζήτηση για μπύρα.
Όπως επισημαίνεται στην οικονομική έκθεση, το 2024 η εταιρεία επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην περαιτέρω εξειδίκευση του χαρτοφυλακίου της στην εγχώρια αγορά, δίνοντας έμφαση τόσο στην κατηγορία μπύρας όσο και στη μπύρα χωρίς αλκοόλ. Παράλληλα, επενδύσεις πραγματοποιήθηκαν για τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας και την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς πελάτες και συνεργάτες.
Επενδυτικό πρόγραμμα
Το 2024 η Ολυμπιακή Ζυθοποιία υλοποίησε επενδύσεις ύψους 13,93 εκατ. ευρώ. Οι δαπάνες αφορούσαν τον εκσυγχρονισμό παραγωγικών μονάδων, την ενίσχυση τεχνολογικού εξοπλισμού και αυτοματισμών, τη βελτίωση της υγείας και ασφάλειας σε όλες τις εγκαταστάσεις, καθώς και την υποστήριξη του εμπορικού δικτύου μέσω εξοπλισμού πωλήσεων.
ΕΖΑ: Νέα προϊόντα και στρατηγική ανάπτυξης στην αγορά μπύρας
Η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης (ΕΖΑ) συνεχίζει την προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης της στην εγχώρια αγορά μπύρας, επενδύοντας σε νέα προϊόντα και στη δυναμική κατηγορία της μπύρας χωρίς αλκοόλ.
Παρά το γεγονός ότι το 2024 κατέγραψε ζημιές 3,7 εκατ. ευρώ με τον τζίρο να περιορίζεται στα 28,7 εκατ. ευρώ (από 31,5 εκατ. το 2023), η εταιρεία παρουσίασε βελτίωση στο λειτουργικό επίπεδο, με το EBITDA να αυξάνεται στα 2,8 εκατ. ευρώ και το μικτό περιθώριο να φτάνει το 42%. Οι συνολικές ζημιές ανήλθαν σε 4,9 εκατ. ευρώ, λόγω απομειώσεων ύψους 2,5 εκατ. ευρώ.
Η διοίκηση εκφράζει αισιοδοξία για επιστροφή στην κερδοφορία το 2026, μετά από μια περίοδο αναδιάρθρωσης που ξεκίνησε το 2023.
Χωρίς αλκοόλ
Το 2025, η ΕΖΑ παρουσίασε τρεις νέες ετικέτες: Pils Hellas Radler 2%, Pils Hellas 0,0% και A Toda Madre, εμπλουτίζοντας το χαρτοφυλάκιό της με επιλογές που ανταποκρίνονται στις νέες τάσεις κατανάλωσης. Παράλληλα, επανακυκλοφόρησε η ιστορική Πειραϊκή μπύρα, αρχικά στην αγορά του Πειραιά, την οποία απέκτησε μέσω πλειστηριασμού το 2024.
Η αγορά μπύρας χωρίς αλκοόλ αποτελεί βασικό πυλώνα ανάπτυξης, καθώς αναπτύσσεται με σταθερούς ρυθμούς και αντιστοιχεί πλέον σε περίπου 3% της συνολικής κατανάλωσης μπύρας στην Ελλάδα. Στην κατηγορία αυτή, η ΕΖΑ έχει ενισχύσει σημαντικά την παρουσία της, διαθέτοντας τη μοναδική γραμμή παραγωγής στη χώρα που δημιουργεί ολοκληρωμένη μπύρα και αφαιρεί στη συνέχεια την αλκοόλη.
Βεργίνα: Επέκταση με νέα επενδυτικά προγράμματα και εξαγωγές
Το 2024, η Ζυθοποιία Μακεδονίας-Θράκης κατέγραψε πωλήσεις ύψους 31,25 εκατ. ευρώ, με αύξηση 2,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, χάρη στον υψηλότερο όγκο πωλήσεων μπίρας.
Το μικτό κέρδος ανήλθε σε 10,76 εκατ. ευρώ ενώ τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν στα 2,99 εκατ. ευρώ.Το περιθώριο EBITDA έφτασε το 18,2 %, (έναντι 17,68%), το EBIT σε 10,57% (από 11,92%), ενώ το καθαρό περιθώριο κερδοφορίας υποχώρησε σε 7,97% (από 8,71% την προηγούμενη χρονιά).
Τα ίδια κεφάλαια παρέμειναν ισχυρά, περίπου 19,3 εκατ. ευρώ.
Επενδύσεις
Καταλυτικό στοιχείο του 2024 ήταν η ολοκλήρωση δεύτερου ζυθοποιείου στη ΒΙ.ΠΕ. Κομοτηνής — επένδυση που ενισχύει παραγωγική δυναμικότητα και μειώνει το κόστος. Σε εξέλιξη βρίσκεται επενδυτικό πρόγραμμα 15,5 εκατ. ευρώ, για νέες γραμμές εμφιάλωσης και logistics με τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης αλλά και για τη διεύρυνση του προϊοντικού χαρτοφυλακίου. Ειδικότερα, το προϊόντικό της χαρτοφυλάκιο διευρύνεται με υγιεινά ροφήματα και ανθρακούχα ποτά αλλά και με νέες σειρές μπύρας.
Επιπλέον, σχεδιάζεται εργοστάσιο κυτιοποιίας ύψους 50 εκατ. ευρώ στη Ροδόπη, με δυναμικότητα 500 εκατ. κουτιά (με δυνατότητα επέκτασης στο 1 δισ.) και περισσότερες από 100 νέες θέσεις εργασίας. Η νέα μονάδα παραγωγής θα καλύψει τις ανάγκες της εταιρείας σε συσκευασίες, θα υποστηρίξει την ελληνική αγορά και ταυτόχρονα θα δώσει ώθηση στις εξαγωγές προς τις χώρες των Βαλκανίων.
Παράλληλα, το εξαγωγικό αποτύπωμα, που σήμερα αντιστοιχεί σε λιγότερο από 3% του συνολικού τζίρου, διευρύνεται με την είσοδο σε αγορές όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη συνεργασίες με διανομείς σε δώδεκα διαφορετικές αγορές.