Προβληματισμό προκαλεί σε μεγάλους επενδυτικούς οίκους το ενδεχόμενο αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε καθεστώς ανεπτυγμένης αγοράς (Developed Market – DM), καθώς μετά την JP Morgan και η HSBC κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική κεφαλαιαγορά.
Σε νέα ανάλυσή της, η HSBC υπενθυμίζει ότι η ελληνική αγορά βρίσκεται μεν στη watch list της FTSE Russell, με πιθανή απόφαση για αναβάθμιση τον Οκτώβριο, ωστόσο σημειώνει ότι η MSCI έχει ήδη απορρίψει το ενδεχόμενο αναβάθμισης στην τελευταία ετήσια αναθεώρησή της τον Ιούνιο.
Η τράπεζα συστήνει προσοχή στις προσδοκίες, επισημαίνοντας ότι μια μετάβαση στο καθεστώς των ανεπτυγμένων αγορών θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες για τη ρευστότητα και την ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς.
Όπως εξηγεί, «οι ελληνικές μετοχές θα αποτελούσαν πολύ μικρότερο ποσοστό στους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών», κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση του ενδιαφέροντος των επενδυτών και υποχώρηση της ρευστότητας. Ειδικά, εάν περισσότερες εταιρείες χαρακτηριστούν ως μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης (small caps) στο νέο περιβάλλον.
Παράλληλα, η HSBC τονίζει ότι οι αναδυόμενοι επενδυτές (EM funds), που σήμερα σε ποσοστό 60% έχουν έκθεση στην Ελλάδα, πιθανότατα θα μειώσουν τη συμμετοχή τους, εφόσον η χώρα αποχωρήσει από την κατηγορία των αναδυόμενων αγορών. Σε αντίθεση, τα παγκόσμια funds εμφανίζουν μόλις 7% έκθεση στη χώρα, κάτι που υποδηλώνει περιορισμένες πιθανότητες αναπλήρωσης της επενδυτικής βάσης.
Υπό αυτό το πρίσμα υποβαθμίζει σε neutral, από overweight προηγουμένως, τη σύστασή της για τις ελληνικές μετοχές, αν και σημειώνει ότι διαπραγματεύεται με δείκτη forward P/E στο 9,0x, επίπεδο που αντιστοιχεί σε discount 35% έναντι των ευρωπαϊκών αγορών.
JP Morgan: Η αναβάθμιση μπορεί να είναι αρνητικός καταλύτης
Υπενθυμίζεται εδώ ότι το καλοκαίρι του 2025, ανάλογες επιφυλάξεις είχε εκφράσει και η JP Morgan, η οποία παρέμεινε σταθερή στην εκτίμηση ότι η αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς σε καθεστώς ανεπτυγμένης ενδέχεται να λειτουργήσει αρνητικά για την υγεία της εγχώριας κεφαλαιαγοράς.
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος είχε ήδη από την άνοιξη του 2024 επισημάνει τις αρνητικές συνέπειες, επανερχόμενος τώρα καθώς οι πιθανότητες αναβάθμισης αυξάνονται. Σύμφωνα με την JP Morgan, η ένταξη της Ελλάδας στο MSCI Developed Markets μπορεί να συμβεί μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2027, αν και δεν αποκλείεται επιτάχυνση της διαδικασίας.
Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα εκπροσωπεί μόλις 0,40% του MSCI Europe, ποσοστό μεγαλύτερο από την Αυστρία ή την Πορτογαλία αλλά μικρότερο από την Ιρλανδία. Παράλληλα, από τα εννέα ελληνικά μέλη του MSCI EM, τα οκτώ θα μεταφερθούν στο σύμπαν των ανεπτυγμένων. Η μετάβαση αυτή συνεπάγεται υποβάθμιση της ορατότητας των ελληνικών μετοχών, καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο τομέων, οι περισσότερες ελληνικές εταιρείες είναι μικρές και χάνουν την «προσοχή» που είχαν ως επενδυτικός στόχος μεμονωμένης χώρας.
Επιπλέον, η έξοδος της Ελλάδας από το MSCI EM θα σημάνει ανακατανομή βαρών στον δείκτη, ενισχύοντας οριακά άλλες αγορές όπως η Νότια Αφρική και η Σαουδική Αραβία, ενώ η Πολωνία θεωρείται ως η επόμενη πιθανή υποψήφια για αναβάθμιση, εφόσον βελτιώσει την υποδομή της αγοράς της.
Πιθανές επιπτώσεις
Σύμφωνα με τους αναλυτές των δύο τραπεζών, οι κυριότερες αρνητικές συνέπειες από μια πρόωρη ή μη επαρκώς προετοιμασμένη αναβάθμιση της Ελλάδας περιλαμβάνουν:
– Μείωση της ρευστότητας, λόγω απώλειας θέσεων από τα EM funds.
– Μικρότερη βαρύτητα στους δείκτες των ανεπτυγμένων, άρα και περιορισμένη επενδυτική εστίαση.
– Ανακατηγοριοποίηση μετοχών σε small caps, με λιγότερη παρακολούθηση από μεγάλα χαρτοφυλάκια.
– Αναδιάρθρωση δεικτών που ενδέχεται να οδηγήσει σε μικρές εκροές.
Παρά τον θετικό συμβολισμό μιας ενδεχόμενης αναβάθμισης, οι συστάσεις των JP Morgan και HSBC φέρνουν στο προσκήνιο τον αντίλογο ότι η ποιοτική διάσταση και η επενδυτική ορατότητα της ελληνικής αγοράς μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά από μια τέτοια μετάβαση. Έτσι, η πορεία προς τις ανεπτυγμένες αγορές θα πρέπει να συνοδευτεί από προσεκτικό σχεδιασμό, ισχυρή προετοιμασία και εστίαση στη διατήρηση της επενδυτικής παρουσίας στη χώρα – ανεξαρτήτως ετικέτας.