Πολιτική πόλωση και θεσμικές προκλήσεις
Οι δύο πλευρές αδυνατούν να βρουν συμβιβασμό σε κρίσιμα ζητήματα όπως η υγειονομική κάλυψη και οι κοινωνικές δαπάνες, οδηγώντας τη χώρα σε μια ακόμη παράλυση του ομοσπονδιακού μηχανισμού.
Πρόκειται για την τρίτη αναστολή λειτουργίας υπό την προεδρία Τραμπ και την πρώτη έπειτα από επτά χρόνια, γεγονός που καταδεικνύει πόσο επαναλαμβανόμενο έχει γίνει αυτό το φαινόμενο.
Η αδυναμία συμφωνίας δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα προϋπολογισμού αλλά αγγίζει την ουσία της αμερικανικής διακυβέρνησης.
Η προσπάθεια της εκτελεστικής εξουσίας να αμφισβητήσει την ανεξαρτησία θεσμών, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, καθώς και η στοχοποίηση δημοσίων λειτουργών και ανεξάρτητων φορέων, διαβρώνει την εμπιστοσύνη στο σύστημα των θεσμικών αντίβαρων.
Η αξιολόγηση της χώρας σε επίπεδο “AA/Negative” αντικατοπτρίζει τις αυξημένες ανησυχίες για τη σταθερότητα του πλαισίου διακυβέρνησης και την ικανότητά του να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη οικονομική ισορροπία.
Γιατί επαναλαμβάνονται τα shutdowns;
Τα shutdowns είναι το άμεσο αποτέλεσμα του τρόπου χρηματοδότησης της αμερικανικής κυβέρνησης.
Κάθε χρόνο απαιτείται η ψήφιση 12 νομοσχεδίων δαπανών. Όταν δεν ολοκληρωθούν εγκαίρως, η λύση είναι τα λεγόμενα continuing resolutions (CRs), προσωρινές παρατάσεις.
Αν δεν υπάρξει συμφωνία, προκύπτει «χρηματοδοτικό κενό» και οι υπηρεσίες κλείνουν.
Για το 2025 είχαν περάσει τρία τέτοια CRs, αλλά το τέταρτο απέτυχε.
Από το 1981 έχουν σημειωθεί 15 shutdowns, από μία μέρα έως και 35 μέρες.
Αν και διαφορετικά από μια χρεοκοπία λόγω χρέους, δημιουργούν παρόμοιο κλίμα αβεβαιότητας.
Σήμερα, οι Δημοκρατικοί απαιτούν παράταση επιδοτήσεων Obamacare και νέους περιορισμούς στις εξουσίες του Προέδρου να παρακρατεί δαπάνες, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί το απορρίπτουν.
Οι επιπτώσεις είναι εκτεταμένες: αναστολή στατιστικών δημοσιεύσεων, καθυστερήσεις σε νέες εγκρίσεις φαρμάκων, διακοπή έρευνας σε αγορές παραγώγων, ακόμη και προσωρινή παύση σε εκδόσεις βίζας.
Παρά ταύτα, βασικές λειτουργίες συνεχίζονται: στρατιωτικές επιχειρήσεις, έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας, υγειονομική περίθαλψη βετεράνων και ταχυδρομικές υπηρεσίες παραμένουν σε λειτουργία.
Αυτό περιορίζει τις άμεσες συνέπειες στην καθημερινότητα, αλλά η αβεβαιότητα που δημιουργείται είναι επαρκής για να επηρεάσει τις αγορές.
Κοινωνικές και θεσμικές συνέπειες
Το shutdown έχει άμεσες κοινωνικές προεκτάσεις. Περισσότεροι από 750.000 ομοσπονδιακοί υπάλληλοι βρίσκονται σε καθεστώς προσωρινής αργίας, με εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες να αντιμετωπίζουν απώλεια εισοδήματος.
Ενώ οι «ουσιώδεις υπηρεσίες» συνεχίζονται, όπως η άμυνα, η ασφάλεια και η αεροναυτιλία, πολλές λειτουργίες παραλύουν: τα εθνικά πάρκα και τα μουσεία παραμένουν κλειστά, οι αιτήσεις για διαβατήρια και βίζες παγώνουν, και οι διαδικασίες στον FDA, το Bureau of Labor Statistics ή το Census Bureau σταματούν.
Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι μόνο οικονομικό βάρος αλλά και πρόβλημα εμπιστοσύνης. Όταν πολίτες βλέπουν τον κρατικό μηχανισμό να καταρρέει σε τακτά διαστήματα, η εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς μειώνεται.
Παράλληλα, η αυξανόμενη κανονικοποίηση στρατιωτικών παρεμβάσεων εντός αμερικανικών πόλεων στο όνομα της «διατήρησης της τάξης» εγείρει ανησυχίες για την ισορροπία μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Επιπλέον, η διαρκής αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας του Τύπου, των πανεπιστημίων και άλλων θεσμών εντείνει τον κοινωνικό διχασμό.
Το πολιτικό κόστος είναι επίσης υψηλό. Κάθε πλευρά χρησιμοποιεί το shutdown ως διαπραγματευτικό χαρτί. Οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν να αποσπάσουν παραχωρήσεις για την υγεία και το κοινωνικό κράτος, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί επιθυμούν να δείξουν σκληρή γραμμή στις δαπάνες. Αυτός ο φαύλος κύκλος τροφοδοτεί περαιτέρω την πόλωση.
Οικονομικές επιπτώσεις και κίνδυνος ύφεσης
Η οικονομία είναι ο πρώτος τομέας που δέχεται το πλήγμα. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου υπολογίζει ότι κάθε μέρα αναστολής κοστίζει περίπου 400 εκατ. δολάρια σε χαμένους μισθούς και συμβόλαια.
Αν το shutdown διαρκέσει τρεις εβδομάδες, η ανεργία θα μπορούσε να αυξηθεί στο 4,6%-4,7% από 4,3%, ενώ η μείωση εισοδήματος θα περιορίσει την κατανάλωση.
Επιπλέον, η καθυστέρηση στη δημοσίευση κρίσιμων στοιχείων, όπως η έκθεση για την απασχόληση, αφήνει τη Fed χωρίς τα δεδομένα που χρειάζεται για να λάβει αποφάσεις.
Η αγορά ήδη αντιδρά με νευρικότητα. Ενδεικτικά, το 2018-2019 η 35ήμερη αναστολή, η μεγαλύτερη στην ιστορία, οδήγησε σε απώλεια 11 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων 3 δισ. δεν ανακτήθηκαν ποτέ.
Αν και οι περισσότερες επιπτώσεις είναι βραχυπρόθεσμες, η αθροιστική ζημιά από επαναλαμβανόμενα επεισόδια υπονομεύει τη διεθνή αξιοπιστία των ΗΠΑ.
Παράλληλα, η απειλή του Προέδρου Τραμπ για μαζικές απολύσεις πέρα από τις προσωρινές αργίες ενδέχεται να επιδεινώσει την εικόνα.
Με ήδη 150.000 αποχωρήσεις δημοσίων υπαλλήλων στο πλαίσιο προγραμμάτων πρόωρης παραίτησης, ο κίνδυνος ύφεσης σε περιοχές όπως η Ουάσινγκτον είναι ορατός.
Ωστόσο, ιστορικά, οι αγορές και η κατανάλωση ανακάμπτουν σχετικά γρήγορα μετά το τέλος των shutdowns, γεγονός που δείχνει ότι το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικής φύσεως.
Επενδυτικές προεκτάσεις και στρατηγικές άμυνας
Από επενδυτικής σκοπιάς, το πολιτικό ρίσκο είναι ο βασικός παράγοντας.
Η αμερικανική οικονομία παραμένει η ισχυρότερη παγκοσμίως, με βάθος αγορών και καινοτομία.
Ωστόσο, κάθε shutdown ενισχύει το risk premium και προκαλεί βραχυπρόθεσμες αναταράξεις.
Οι επενδυτές στρέφονται σε «ασφαλή καταφύγια» όπως ο χρυσός, το ελβετικό φράγκο και τα μακροπρόθεσμα Treasuries, ενώ η αστάθεια μπορεί να δημιουργήσει πιέσεις σε μετοχές με υψηλή αποτίμηση.
Παρά τις πιέσεις, οι διορθώσεις προσφέρουν συχνά ευκαιρίες εισόδου.
Η εμπειρία δείχνει ότι η αμερικανική οικονομία ανακάμπτει ταχύτατα και οι επενδυτές που διατηρούν μακροπρόθεσμη στρατηγική βγαίνουν κερδισμένοι.
Η κατανάλωση παραμένει ισχυρή, οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να καινοτομούν, και οι αμερικανικές κεφαλαιαγορές εξακολουθούν να είναι το κεντρικό σημείο αναφοράς διεθνώς.
Εντέλει, τα shutdowns λειτουργούν ως υπενθύμιση των θεσμικών προκλήσεων των ΗΠΑ αλλά και ως δοκιμασία αντοχής για την οικονομία.
Για τον επενδυτή με υπομονή και στρατηγική, κάθε πολιτική κρίση μπορεί να αποτελέσει αφετηρία νέων επενδυτικών ευκαιριών.
Έτσι, ακόμη και μέσα στην αβεβαιότητα, η ελκυστικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών ως επενδυτικού προορισμού παραμένει ισχυρή και μακροπρόθεσμα δικαιώνει όσους βλέπουν πέρα από τον βραχυπρόθεσμο θόρυβο.