Ένας στους 14 πολίτες ή το 7,0% του πληθυσμού στην Ελλάδα δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,6% μόνο σοβαρή ανεπάρκεια το 2024 (βάσει της παγκόσμιας τυπικής κλίμακας ανεπάρκειας τροφής – FIES), σύμφωνα με την ελληνική στατιστική υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ).
Τα αντίστοιχα ποσοστά για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια κυμάνθηκαν από 6,0% έως 8,0% μεταξύ 2019 και 2023, με 6,5% το 2023, ενώ για τη σοβαρή ανεπάρκεια η περίοδος 2019-2023 παρουσίασε μέσο ποσοστό 1,5%, εκτός από το 2020 και το 2023 όπου ανήλθαν σε 1,6% και 1,4% αντίστοιχα (Γράφημα 1).
Στη χειρότερη θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης βρίσκεται η Ρουμανία με το 18,6% των πολιτών να αντιμετωπίζουν μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής και έπονται η Προτογαλία με 11,9%, η Βουλγαρία με 11,6% και η Ουγγαρία με 11,3%.
Κοντά στην Ελλάδα που σε αυτή την κατηγορία είχε ποσοστό 6,6% είναι χώρες όπως η Λιθουανία και η Ισπανία με 6,5% και η Δανία με 6,9%.
Στη χειρότερη θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης βρίσκεται η Ρουμανία με το 18,6% των πολιτών να αντιμετωπίζουν μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Επίσης, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
