Στις 21 Σεπτεμβρίου του 2026 θα ανέβει κατηγορία το ελληνικό χρηματιστήριο και θα «παίζει» ανάμεσα στις αναπτυγμένες αγορές, με τον FTSE Russell να γίνεται ο πρώτος μεταξύ των οίκων που αποφάσισε να επαναταξινομήσει την ελληνική αγορά, κλείνοντας μία ακόμη «πληγή» της υπερδεκαετούς κρίσης. Το ελληνικό χρηματιστήριο ήταν το μόνο χρηματιστήριο της Ευρωζώνης που από το 2013 βρέθηκε από τις Ανεπτυγμένες Αγορές στις Αναδυόμενες (ανάλογη υποβάθμιση δεν έχει υπάρξει για κανένα άλλο χρηματιστήριο ανεπτυγμένων αγορών).
Η συμβουλευτική επιτροπή FTSE Equity Country Classification αποφάνθηκε λοιπόν ότι από τον Σεπτέμβριο του 2026 το ελληνικό χρηματιστήριο αναβαθμίζεται σε Αναπτυγμένη Αγορά, από το καθεστώς Προηγμένης Αναδυόμενης. Μια απόφαση ορόσημο που θα ανοίξει ένα κεφάλαιο μεγάλων ροών στη Λ. Αθηνών, που θα βελτιώσουν το βάθος και τη ρευστότητα της.
Μια εξέλιξη που ίσως άργησε λίγο, καθώς στην τελευταία απόφαση του οίκου, τον περασμένο Απρίλιο (8/4), το μοναδικό κριτήριο που επικαλέστηκε για τη μη αναβάθμιση ήταν η απουσία επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους μεγάλους οίκους. Η Ελλάδα τότε είχε πάρει στις 14 Μαρτίου την επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s, αλλά το τελευταίο τυπικό κριτήριο αναβάθμισης δεν είχε ενσωματωθεί στο review του Απριλίου από τον FTSE Russell. Το είχε άλλωστε επισημάνει και η ίδια η επιτροπή του FTSE Russell όταν έθεσε την ελληνική οικονομία στη λίστα παρακολούθησης τον Σεπτέμβριο του 2024.
Τι «ψήφισαν» οι θεσμικοί
Το «πράσινο φως» για την επιστροφή του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ώριμες αγορές άναψε ο οίκος FTSE έπειτα από σχετική διαβούλευση με τα μέλη-πελάτες του, δηλαδή τους θεσμικούς επενδυτές. Μάλιστα, μεταξύ άλλων, στο ερωτηματολόγιο που στάλθηκε, ζητήθηκε να επιλεγεί η χρονική στιγμή της αναβάθμισης — Απρίλιος ή Σεπτέμβριος του 2026 — με την τελική απόφαση να «κλειδώνει» για τον Σεπτέμβριο, δηλαδή σε 11 μήνες.
Η επιλογή έρχεται σε μια περίοδο που η ελληνική αγορά έχει ενισχυθεί αισθητά, με την κεφαλαιοποίηση να φτάνει τα 138,5 δισ. ευρώ (σ.σ κλείσιμο 7 Οκτωβρίου 2025) ή περίπου 170 δισ. δολάρια, ενώ «τρέχει» και η δημόσια πρόταση της Euronext στην ΕΧΑΕ, προκειμένου να την αποκτήσει και να την εντάξει στο ευρωπαϊκό της δίκτυο.
Τι σημαίνει για το ΧΑ η αναβάθμιση από τον FTSE Russell
Αυτό λοιπόν που θα δούμε τους επόμενους μήνες μέχρι την ανακατάταξη είναι σημαντικές τοποθετήσεις από funds θεσμικών, long only, επενδυτών, τα οποία στοχεύουν να λειτουργήσουν ως «γέφυρα» έκθεσης στην ελληνική αγορά βάση. Ουσιαστικά πρόκειται για funds μεγάλων και θεσμικών κεφαλαίων, που λειτουργούν ως front runners και ήδη τοποθετούνται τους τελευταίους μήνες.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η συμμετοχή ξένων επενδυτών στο Χρηματιστήριο αυξήθηκε αισθητά το 2025, φτάνοντας σε ιστορικά υψηλά, με τη συμμετοχή στην κεφαλαιοποίηση να αγγίζει το 50,4% και στις συναλλαγές το 51,0% τον Σεπτέμβριο 2025.
Αν και τα «παθητικά» κεφάλαια που ακολουθούν τους δείκτες του FTSE Russell δεν συγκρίνονται σε μέγεθος με εκείνα που ακολουθούν τους δείκτες MSCI, εντούτοις είναι μια εξέλιξη που δημιουργεί προσδοκίες για τη συνέχεια. Ήδη δηλαδή ο S&P Dow Jones έχει δύο χρόνια και πλέον την ελληνική αγορά σε watchlist, ενώ στη “λίστα” έχει το ΧΑ και ο MSCI, τον οποίο οι περισσότεροι διαχειριστές κεφαλαίων παρακολουθούν στενά (εκτιμάται ότι το 70% των παθητικών κεφαλαίων των αναπτυγμένων αγορών ακολουθούν τον MSCI).
Μέσα σε ένα ιδιαίτερα ευμετάβλητο περιβάλλον για τις αγορές παγκοσμίως λοιπόν, το ΧΑ θα αποκτήσει ένα μέρος των παθητικών κεφαλαίων, έστω και αν αυτό είναι σχετικά μικρό με εκείνο που διατηρεί μέχρι τώρα στις Προηγμένες Αναδυόμενες. Την ίδια ώρα όμως, θα χάσει και μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται στις αναδυόμενες αγορές, διόλου αμελητέο, αφού η στάθμιση του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι μεγαλύτερη.
Ο τελικός απολογισμός αυτών των ροών είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθεί ακόμη, αλλά αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι σε report της για το θέμα, η ΑΧΙΑ έχει σημειώσει ότι ενώ ορισμένοι συμμετέχοντες στην αγορά υποστηρίζουν ότι η χαμηλή στάθμιση του δείκτη της Ελλάδας στις αναπτυγμένες αγορές μπορεί να περιορίσει τις αρχικές εισροές κεφαλαίων, υπάρχουν ορισμένα σημαντικά οφέλη. Αυτό το σενάριο πιθανότατα θα είχε ως αποτέλεσμα αλληλεπικαλυπτόμενες εισροές τόσο από funds που παρακολουθούν του δείκτες των ανεπτυγμένων όσο και των αναδυόμενων αγορών, υποστηρίζοντας διαρκώς αυξημένους όγκους.
Αυτή η διπλή εισροή θα μπορούσε να ενισχύσει το βάθος και το εύρος της αγοράς, διευρύνοντας τη βάση των επενδυτών και αυξάνοντας τον τζίρο σε ένα ευρύτερο φάσμα εισηγμένων μετοχών.
Η αντίθετη άποψη
Πιο επιφυλακτικοί όμως είναι οι αναλυτές της JP Morgan, αλλά και της HSBC, υποστηρίζοντας ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας στις ώριμες αγορές θα είναι ένας σημαντικός αρνητικός καταλύτης.
Η ανάλυση της JP Morgan στηριζόταν στο σενάριο της επιστροφής της Ελλάδας στους δείκτες MSCI DM (αναπτυγμένων αγορών) και όχι σε αυτούς του FTSE Russell, εξηγώντας ότι η αναβάθμιση θα συρρικνώσει το επενδυτικό σύμπαν (το ελάχιστο όριο μεγέθους διπλασιάζεται από EM σε DM) και θα έκανε την Ελλάδα τη μικρότερη αγορά στην MSCI Europe (Ευρώπη). Η Ελλάδα θα είναι μικρότερη από την Αυστρία ή την Πορτογαλία, εξηγούσε, γεγονός που θα της έδινε ένα μικρό μερίδιο στις κατανομές των κεφαλαίων.
Από την πλευρά της, η HSBC, σε πρόσφατο report είχε συστήσει προσοχή στις προσδοκίες, επισημαίνοντας ότι μια μετάβαση στο καθεστώς των ανεπτυγμένων αγορών θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες για τη ρευστότητα και την ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς.
Όπως εξηγεί, «οι ελληνικές μετοχές θα αποτελούσαν πολύ μικρότερο ποσοστό στους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών», κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση του ενδιαφέροντος των επενδυτών και της ρευστότητας. Ειδικά, εάν περισσότερες εταιρείες χαρακτηριστούν ως μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης (small caps) στο νέο περιβάλλον.
Τέλος, η HSBC τονίζει ότι οι αναδυόμενοι επενδυτές (EM funds), που σήμερα σε ποσοστό 60% έχουν έκθεση στην Ελλάδα, πιθανότατα θα μειώσουν τη συμμετοχή τους, εφόσον η χώρα αποχωρήσει από την κατηγορία των αναδυόμενων αγορών. Σε αντίθεση, τα παγκόσμια funds εμφανίζουν μόλις 7% έκθεση στη χώρα, κάτι που υποδηλώνει περιορισμένες πιθανότητες αναπλήρωσης της επενδυτικής βάσης.