Ενώ η συμβολή της βιομηχανίας στην παραγωγή, την απασχόληση και τις εξαγωγές της ελληνικής οικονομίας έχει παρουσιάσει αξιοσημείωτη βελτίωση, η απόσταση της χώρας από τις αντίστοιχες επιδόσεις σε επίπεδο ΕΕ παραμένει σημαντική, και επομένως η σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα προϋποθέτει ταχεία ανάπτυξη του μεταποιητικού τομέα της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης
Αυτό υπογραμμίζεται στο Δελτίο του ΚΕΠΕ για τις «Μεταρρυθμίσεις στη βιομηχανία», όπου σημειώνεται πως σε συνάρτηση με τις αυξανόμενες προκλήσεις που επηρεάζουν την πορεία της βιομηχανίας, αλλά και με τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που συνεπάγεται η επιδίωξη των στόχων πράσινης μετάβασης, οι στόχοι που θέτει η Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική στηρίζονται, μεταξύ άλλων, στην αποτελεσματική εφαρμογή των προβλεπόμενων δράσεων και τη συνεχή προσαρμογή των παρεμβάσεων στα δεδομένα της εποχής.
Ειδικότερα, η βιομηχανική ανάπτυξη αποκτά ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, καθώς ανάγεται σε βασική συνιστώσα της προσπάθειας για έναν βαθύτερο, διαρθρωτικό μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Η συμβολή της μεταποιητικής βιομηχανίας στην παραγωγή
Ο σχεδιασμός για τη μετάβαση προς ένα πιο αποδοτικό και βιώσιμο παραγωγικό υπόδειγμα για την Ελλάδα περιλαμβάνει μία ουσιαστική ενίσχυση της συμβολής της μεταποιητικής βιομηχανίας στην παραγωγή, την απασχόληση και τις εξαγωγές, και, επομένως, η συστηματική βελτίωση των βασικών αυτών δεικτών επίδοσης μέχρι το τέλος της δεκαετίας αποτελεί τον κεντρικό στόχο της Εθνικής Βιομηχανικής Στρατηγικής (Εθνική Στρατηγική Βιομηχανίας και Σχέδιο Δράσης, 2022).
Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η Στρατηγική ενσωματώνει μία σειρά μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών παρεμβάσεων που
μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση της προσαρμοστικότητας του βιομηχανικού τομέα σε νέες ευκαιρίες και να συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση των αυξανόμενων προκλήσεων που σχετίζονται με παράγοντες όπως η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, το υψηλό ενεργειακό
κόστος, η γενικότερη αστάθεια του κόστους παραγωγής, η έλλειψη εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι παγκόσμιες εμπορικές διαμάχες.
Το μεγάλο χάσμα με την ΕΕ
Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί το ΚΕΠΕ αναφέρει πως το μεγάλο χάσμα που εξακολουθεί να χωρίζει την Ελλάδα από τον μέσο όρο της ΕΕ, σε ό,τι αφορά το ποσοστό συμμετοχής του μεταποιητικού τομέα στην οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, το μερίδιο της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της μεταποίησης στο ΑΕΠ ανήλθε στο 8,7% για την Ελλάδα έναντι 14% κατά μέσο όρο στην ΕΕ το έτος 2024, πράγμα που σημαίνει ότι ο βιομηχανικός τομέας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να αναπτυχθεί με γρήγορους ρυθμούς τα επόμενα χρόνια, προκειμένου η συμμετοχή του στην οικονομική δραστηριότητα να συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Σε αντίθεση με την επαναφορά της συνολικής παραγωγής του μεταποιητικού τομέα σχεδόν στα επίπεδα προ της κρίσης, οι μεγάλες απώλειες που επέφερε η κρίση σε όρους θέσεων εργασίας στη μεταποίηση έχουν προς το παρόν ανακτηθεί μόνο μερικώς.

Ο αριθμός των απασχολουμένων στη μεταποίηση κατέγραψε σημαντική άνοδο στην περίοδο από το 2015 και μετά, αριθμώντας τα 418 χιλ. άτομα το έτος 2024 από μόλις 325 χιλ. το 2013.
Ωστόσο η απασχόληση στη μεταποίηση εξακολουθεί να υπολείπεται σε σχέση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν πριν από την εκδήλωση της κρίσης (545 χιλ. απασχολούμενοι το 2008) με τη σχετική διαφορά να μεταφράζεται σε 127 χιλ. λιγότερες θέσεις εργασίας στον συγκεκριμένο τομέα.
Η πρόοδος στις εξαγωγές
Μεταξύ των βασικών δεικτών επίδοσης του βιομηχανικού τομέα, η πιο εντυπωσιακή πρόοδος στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων καταγράφεται στην αξία των εξαγωγών των προϊόντων της μεταποίησης και την εξέλιξη του αντίστοιχου μεριδίου τους στο ΑΕΠ.
Στα δύο πιο πρόσφατα έτη αναφοράς (2002, 2023) η αξία των συνολικών εξαγωγών του τομέα της μεταποίησης ήταν πάνω από διπλάσια σε σχέση με το έτος 2016, ενώ μεγάλη ήταν και η αντίστοιχη αύξηση στο μερίδιο των εξαγωγών της μεταποίησης στο ΑΕΠ.
Επισημαίνεται ότι, αν και οι διαφοροποιήσεις στην αξία των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων από το ένα έτος στο άλλο σχετίζονται σε ένα βαθμό με τις διακυμάνσεις των τιμών των προϊόντων διύλισης πετρελαίου, τα οποία έχουν σημαντικό μερίδιο στις εξαγωγές αγαθών, η ανοδική τάση που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στο επίπεδο των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων είναι τόσο έντονη ώστε να αποτελεί σαφή ένδειξη βελτίωσης της εξωστρέφειας της ελληνικής βιομηχανίας.
Η Εθνική Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για τη Βιομηχανία διαμορφώνουν το βασικό πλαίσιο για τη βιομηχανική πολιτική στην Ελλάδα έως το έτος 2030 και περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων, πρωτοβουλιών, εμβληματικών επενδύσεων και προγραμμάτων χρηματοδοτικής στήριξης που έχουν ως στόχο τον μετασχηματισμό των επιδόσεων και της οικονομικής συμβολής του ελληνικού βιομηχανικού τομέα.

Οι στόχοι έως το 2030
Συγκεκριμένα απώτερους στόχους της στρατηγικής με ορίζοντα το έτος 2030 αποτελούν:
• η αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της βιομηχανίας, έτσι ώστε να
ανέλθει σε ποσοστό έως και 15% του ΑΕΠ,
• η αύξηση των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων, έτσι ώστε να συνεισφέρουν
ποσοστό έως και 20% του ΑΕΠ έως το 2030,
• η αύξηση των απασχολούμενων στη βιομηχανία, έτσι ώστε να αναλογούν σε
ποσοστό έως 14% του συνόλου των εργαζομένων έως το 2030.
Η σημαντική απόσταση που χωρίζει τους στόχους αυτούς από τις πρόσφατες επιδόσεις της ελληνικής βιομηχανίας υπαγορεύει την ανάγκη παρεμβάσεων σε μεγάλο εύρος παραμέτρων που επηρεάζουν την πορεία του τομέα.
Οι 43 παρεμβάσεις
Το σχέδιο δράσης της στρατηγικής καθορίζει 43 παρεμβάσεις με συνολικό εκτιμώμενο προϋπολογισμό 2,1 δισ. ευρώ σε δημόσια χρηματοδότηση, κεφάλαια που αναμένεται να κινητοποιθήσουν τουλάχιστον 2,4 δισ. ευρώ ιδιωτικών επενδύσεων μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, η εφαρμογή της Εθνικής Στρατηγικής για τη Βιομηχανία, λαμβάνει σημαντική στήριξη από Ταμείο Ανάκαμψης, στο πλαίσιο του οποίου στις βασικές μεταρρυθμιστικές δράσεις περιλαμβάνονται η απλούστευση και ψηφιοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και εποπτείας των οικονομικών δραστηριοτήτων και της αγοράς προϊόντων, η εφαρμογή του νέου πλαισίου για τα βιομηχανικά πάρκα, καθιέρωση του θεσμού της εκπόνησης «Βιομηχανικών Διδακτορικών», η θέσπιση νέου χωροταξικού σχεδιασμού για τη βιομηχανία, η επεξεργασία ενός νέου, φιλικού προς τις επενδύσεις, κανονιστικού πλαισίου για τη δέσμευση, αξιοποίηση και αποθήκευση άνθρακα. Επιπλέον αυτών περιλαμβάνονται τα επενδυτικά προγράμματα «Νέα Βιομηχανικά Πάρκα», «Έξυπνη Μεταποίηση» και «Produc-e Green».